Η λυσσάρα, η λυσσασμένη για άντρα. Από τα κουτσομπολιά που συνοδεύουν τις μαθήτριες του Αρσακείου.
Με ξενερώνει να μου την πέφτει η γυναίκα, αντί να την πέσω εγώ σ' αυτήν. Ιδίως αν είναι Αρσακειάδα!
Η λυσσάρα, η λυσσασμένη για άντρα. Από τα κουτσομπολιά που συνοδεύουν τις μαθήτριες του Αρσακείου.
Με ξενερώνει να μου την πέφτει η γυναίκα, αντί να την πέσω εγώ σ' αυτήν. Ιδίως αν είναι Αρσακειάδα!
Got a better definition? Add it!
Sic συνώνυμο των λέξεων, αξιαγάμητος/-η και fuckable. Χρησιμοποιείται κυρίως στο ουδέτερο και συνήθως αναφέρεται σε γυναίκα.
- Πώς το βλέπεις το μωρό;
- Βρώσιμο.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χρησιμοποιείται συνήθως για να αποτρέψει την προσέγγιση προς εμάς, θηλυκού τετράπαχου, άσχημου και ενίοτε γενειοφόρου!
Η προέλευση της έκφρασης έχει τις ρίζες της στο κλασσικό Ποπάυ, όπου ο πρωταγωνιστής ναύτης προέτρεπε τον αντίπαλο του Μπρούτο (εξ ου και το τετράπαχο, άσχημο και γενειοφόρο του πράγματος) να απομακρυνθεί πάραυτα!
- Μπάμπη, αυτό το μπάζο η Νένα έρχεται κατά πάνω σου. Και με άγριες διαθέσεις απ' ό,τι βλέπω...
- Πίσω γορίλλα!!!
Η έκφραση είναι προγενέστερη του Ποπάυ: Γορίλλαι στην αρχαιότητα αποκαλούντο τα μέλη μυθικής φυλής κακάσχημων τριχωτών γυναικών.
Got a better definition? Add it!
Το λήμμα προέρχεται από τον συμπαθή αλλά κακάσχημο Ρώσο διεθνή μπασκετμπολίστα Μπαζάρεβιτς (έπαιξε ένα φεγγάρι και στον ΠΑΟΚ) με το χαρακτηριστικό ακριδομούστακο.
Υποσύνολο του μπάζου. Προσδιορίζει την έννοια μπάζο ως την ασχήμια η οποία εστιάζεται στο πρόσωπο κυρίως και λιγότερο στο σώμα. Ενδείκνυται σε περιπτώσεις εμφανούς τριχοφυΐας στο πρόσωπο.
Στο γραφείο!
(Βρασίδας με υψηλές προσδοκίες): - Είναι καλή η καινούρια γραμματέας;
(Στέλιος γειώνοντας εν τη γενέσει): - Σωματικώς κάτι λέει, αλλά κατά τα άλλα ο Μπαζάρεβιτς ο ίδιος!
Σύγκρινε με γκόμενα-γαρίδα.
Got a better definition? Add it!
Ο τοιούτος, αλλά λίγο εκγαλλισμένο. Λέγεται κι έτσι, αλλά είναι αρκετά παλιό.
Είναι τοιουτιέν ο μπούστης!
Got a better definition? Add it!
Υπάρχει ένας ουτοπικός κόσμος στον οποίο οι γυναίκες χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες, χωρίς υπόλοιπα. Αυτές που σου λένε:
1) μωρό μου, είμαι λίγο νευρική, να σου πάρω μια πίπα;
και αυτές που σου λένε:
2) μωρό μου, σε βλέπω λίγο νευρικό, να σου πάρω μια πίπα;
Ωστόσο, αυτό δεν είναι παρά μια άθλια, σεξιστική εξυπνάδα που ήθελα από καιρό να γράψω, και η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Όπως κι αν επέλθει το τσιμπούκι το επιούσιο, εύκολα ή δύσκολα, μερακλίδικα ή ερασιτεχνικά, με αφοσίωση ή από καθήκον, μπορεί να κρύβει παγίδες. Αν η σεξουαλική σύντροφος σκύψει, τότε θα σηκωθεί, ακολουθώντας το νόμο του ό,τι πέφτει σηκώνεται. Στην περίπτωση που, έχει κρατήσει χαρακτήρα μέχρι το τέλος, τότε μπορεί να θέλει φιλάκι ως επιβράβευση. Κι αν δεν έχει κρατήσει χαρακτήρα, ακολουθεί μέχρι τέλους το η καλή πίπα καταλήγει στο στομάχι, μπορεί αυτό που ήταν μια νίκη του ανδρισμού σου, γυρνάει μπούμερανγκ. Εξ ου και τσιμπούμερανγκ. Αντιγράφουμε:
μπούμερανγκ, ουδέτερο·
- βλήμα των ιθαγενών της Αυστραλίας που αποτελείται από ένα κομμάτι σκληρού καμπύλου ξύλου και που έχει την ιδιότητα να επιστρέφει στο σημείο από το οποίο εκτοξεύθηκε.
- (μεταφορικά) Λέγεται για μια εχθρική πράξη που στρέφεται εναντίον του ίδιου που την έκανε.
Σημαντικό είναι, για να μπούμε και στην ψυχολογία του αποδέκτη του τσιμπουκιού, ότι δεν είναι απαραίτητα οι τσιμπουκλούδες που ζητάνε το φιλάκι -στις οποίες μπορεί να καταλογιστεί δόλος, αλλά και πραγματικά συγκινημένες από το όλο συμβάν κοπελίτσες, οι οποίες απλά θέλουν το φιλί, για να μη νιώθουν και ενοχές κλπ. Και είναι ειδικά σε αυτές τις περιπτώσεις που είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς το φοβερό τσιμπούμερανγκ.
Το λήμμα αποτελεί λεξιπλασία ύστερα από σχετικό ανοιχτό κάλεσμα του χρήστη Βράσταμαν ο οποίος και εντόπισε το σχετικό κενό στην ελληνική slang και γι' αυτό του αξίζει ένα φιλί, κανονικό.
Εξίσου εύγλωττο συνώνυμο που προήλθε από την πρωτοποριακή αυτή διαδικασία: χυσόφιλο.
Η σλανγκ γύρω από το τσιμπούκι είναι τόσο μεγάλη, που το να παρατεθούν περαιτέρω σχετικά λήμματα, σίγουρα θα αδικούσε εκείνα που από αβλεψία θα λησμονούσα.
- Μωρό μου, σταμάτα να βλέπεις το ντοκιμαντέρ με τους Αβορίγινες την ώρα που σε πιπώνω, θα σου γυρίσει τσιμπούμερανγκ....!
- Ναι μωρό μου, το κλείνω μωρό μου, μην εκνευρίζεσαι γιατί βάζεις δόντια...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το σπρώχνω στην ειδική σεξουαλική του σημασία συνήθως προφέρεται «ζμπρώγνω».
Πιο σικ λέγεται «προωθώ».
Γκουσγκούνης: Βάστα τοίχο, θα ζμπρώξω!
-Πάντως, πολύ τον προωθεί ο Ψινάκης τον Σάκη!
-Τον προωθεί ή τον ζμπρώγνει;
Got a better definition? Add it!
Published
Προΐσταμαι ομάδας θηλυκών σε κατ' οίκον περιορισμό αποτρέποντας την όποια σκέψη για έξοδο.
-Που είναι ο Μανωλάκης;
-Ήρθαν κάτι ξαδέρφες του από το χωριό κι έμεινε να σπίτι να φυλάξει λιβαδομούνι..
Got a better definition? Add it!
Οι γκέι, κατά το τρίτο φύλο. Κι από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή.
Ο Λούλης είναι τρίτο στεφάνι φάση. Όπου γάμος και χαρά, ο Λούλης πρώτος την αδειάζει την μπομπονιέρα!
Got a better definition? Add it!
Ο γκέι, η κουδουνίστρα.
Μεταξύ μας, ο Λούλης το χορεύει το λάτιν! Είναι και η πρώτη κουνίστρα!
Got a better definition? Add it!