Further tags

Χρησιμοποιούμε την έκφραση για να δείξουμε την έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα σε ένα ζευγάρι. ΠΟΤΕ όμως δεν τη λέμε κατάφατσα στη σύντροφο μας. Αντίθετα τη χρησιμοποιούμε όταν μιλάμε με φίλους μας.

Παράδειγμα 1 (θεωρία)
(Μετά από 21 φορές άγριου sex πηγαίνεις σαν άνθρωπος στο PC να δεις τι έγινε με τις λεηλασίες στο Ikariam και τι είπε ο Βαρούχας για τη σφαγή της ομάδας από τη Διαιτησία. Ακούγεται μια φωνή...)
- Αγάπη που είσαι;
- Μισό αγάπη μου έρχομαι...
Σηκώνεται από το κρεβάτι και σε βλέπει...
- Καλά, πάλι στον υπολογιστή είσαι; Έλεος πια...
- Μα...
- Τι μα. Δεν μ'αγαπάς.. Μπου χου χου χου χου.

Παράδειγμα 2 (πράξη)
(Την επόμενη πηγαίνεις για καφέ με τους κολλητούς. ΟΛΟΙ διαβάζουν αθλητική εφημερίδα ενώ ΕΣΥ είσαι φανερά προβληματισμένος.)
- Που είσαι ρε μαλάκα; Είδες το ματς χθες μας έσφαξε ο Θρασόπουστας
- Όχι δεν είδα τίποτα άσε με...
- Τι, ΔΕΝ ΕΙΔΕΣ ΤΟ ΜΑΤΣ;;;;
- Όχι μόνο δεν το είδα, αλλά έφαγα και του μουνιού τη γκρίνια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που τρώει παντοφλιές από την γυναίκα του ή την γκόμενά του, ο γυναικο-υπήκοος, ο μουνόδουλος. Αυτός που δεν τολμάει να πει την γνώμη του αν δεν ρωτήσει την γυναίκα του.

  2. Αυτός που δεν έχει σχέση με την περιπέτεια, αυτός που είναι συνέχεια με τις παντόφλες, ο βαρετός τύπος, ο εκνευριστικά σπιτόγατος.

(την ίδια έννοια έχει και το παντοφλάκιας)

  1. Αυτός είναι τελείως παντόφλας. Η γυναίκα του τον έχει βάλει στο βρακί της.

  2. Η Λένα τα έφτιαξε με έναν παντόφλα, πω ρε πούστη μου...

Και μιά αλοιφή για καρούμπαλα, παρακαλώ... (από Marco De Sade, 14/03/09)

Βλ. και σχετικό (προς το 1) λήμμα μουνοείλωτας, ΝτεΦονσέκα, έπεσε, 38άρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η καριόλα, η σκατόψυχη, η σκάρτη γκόμενα.
  2. Ο καραμπινάτος γκέι.
  3. Ο άντρας που δεν έχει μπέσα.
  4. Η τρανσέξουαλ.
  1. Ο μαλάκας τα είχε μπλέξει με μια τραγουδιάρα. Ξέρεις τι λεφτά του έφαγε η πούστρα...

  2. Ωραίος ο κουμπάρος σου. Μου έκοψε ακάλυπτη επιταγή, η πούστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ καλός οδηγός χρησιμεύει και σεξουαλικά προκείμενου να οδηγήσει τον σύντροφό του / της σε οργασμό.

Επίσης συναντάται σε κατασκηνώσεις προσκόπων και προσκοπίνων (οδηγών). Αν καμία είναι έξοχος μούναρος την αποκαλείς «οδηγάρα μου» για να μην πάρουν γραμμή τα λυκοπουλάκια και γίνεις μπετούγια σκουριασμένη.

- Φτού ... χα φτού
- Τι έπαθες Νόντα και φτύνεις;
- Τι να πάθω ... να, πάρκαρα το μηχανάκι μου σε ένα κενό 2 μέτρα και εκεί που ξεκαβάλαγα κάποιος μου κορνάρει, κοιτάζω και τι βλέπω, μια αυτοκινητάρα 6 μέτρα και τον οδηγό να μου λέει ότι θέλει να παρκάρει και να πάρω το μηχανάκι. - Και και;
- Τον κοιτάζω καλά καλά και του λέω «ρε φίλε, αν το παρκάρεις εδώ εγώ θα σου τον πάρω πίπα».
- Και τι έγινε ρε; - Φτού χα χα φτού τον πούστη, οδηγάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός κοπέλας η οποία «πετάει» από άντρα σε άντρα, όπως, καλή ώρα, η μελισσούλα από λουλούδι σε λουλούδι.

Χρησιμοποιείται και ως υποκατάστατο της λέξης «τσούλα», όταν είναι μπροστά παιδιά, παππούδες, γιαγιάδες και ιερωμένοι.

Παρεμφερείς λέξεις :
Μαϊμού ή τσίτα (διότι πηδάνε από κλαδί σε κλαδί).

- Καλέ, η Μαρία δε τα είχε με τον Πάνο; Την είδα πριν μια βδομάδα με τον Νίκο...
- Α, καλά είσαι... Εγώ χτες την είδα με τον Πέτρο... Είναι μια μελιτσούλα αυτή...

Αχ μελιτσούλα, πήγες σ\' άλλο λουλουδάκι (από Khan, 27/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ζωηρούλης, ο κουνιστούλης, ο ψιλογκέι, ο στρέι. Έχει συνήθως κάτι το χαριτωμένο, είναι πχ συμπαθής η παρουσία του στις γιαγιές που τον κάνουν κέφι και γελάνε λες και δεν ξέρουν πόσ' απίδια βάζει ο κώλος του.

  2. πεταχτούλα: κατ' ευφημισμόν η τσουλίδου.

  1. Είχα καιρό να δω τον Νάσο... λίγο πεταχτούλης μου φάνηκε, όχι;;

  2. Αυτή την πωστηναλένε να μην την ξαναφέρεις. Πολύ πεταχτούλα είναι και δεν θα τα πάμε καλά.

Got a better definition? Add it!

Published

Ζιγκόλι ειδικευμένο σε γκέι πελάτες. Συνήθως ψιλο-μπάι γιατί άμα τύχει πάει και με γυναίκες. Τα κάνει όλα, γι αυτό λέγεται και πασπαρτού (όπως το κλειδί).

- Εκείνο το πουστροζιγκόλι τον Χ. τον είχανε γαμήσει στο Γυμνάσιο.

Εργασία και χαρά  (από Marco De Sade, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόπειρα μετακένωσης στην ελληνική σλανγκ του αγγλικού gay pride. Δηλώνει τον ομοφυλόφιλο, που είναι gay and proud of it, έχει βγει απ' την ντουλάπα προ πολλού, είναι συμφιλιωμένος με τον εαυτό του και το πανηγυρίζει. Η λεξιπλασία σχηματίζεται κατά το «πτωχαλαζών». Και, όπως η λέξη πτωχαλαζών έχει προσληφθεί από τους προλετάριους για να υπονομεύσει την κυρίαρχη αντίληψη της αστικής τάξης γι' αυτούς, πιστεύω ότι έτσι και η λέξη πουσταλαζών μπορεί να προσληφθεί από τους γκέι στα πλαίσια ενός gender-undermining (λέμε τώρα).

Η κρεψινιά της ημέρας: Οι Αλαζώνεςήταν μια αρχαία θρακική φυλή, που κατοικούσε στις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου. Από αυτήν την εθνική ονομασία βγήκε ήδη στα αρχαία ελληνικά η λέξη αλαζών για να δηλώσει την αντίστοιχη συμπεριφορά.

Αυτί της γης: Τελικά, ο Πέρι μας έγινε πουσταλαζών. Λέει ότι έχει συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, είναι περήφανος για τις επιλογές του, κι αρχίζει μια νέα φάση στην σχέση του με το Λίλιαν και την Λάουρα. Τώρα πάνε όλες μαζί για χοντοθεραπεία, αλλά περήφανα πλέον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικροτσούτσουνος. Ο ριγμένος από την φύση. Το μέγεθος μηδέν (0). Απαντάνται και ως «νούλας».

Ασχέτως μεγέθους, ο ανίκανος ή απαράδεκτος στο κρεβάτι (χρησιμοποιείται και για γυναίκες, όσον αφορά τις σεξουαλικές επιδόσεις τους).

Η ακριβής προέλευση της λέξης είναι το λατινικό nullus=κανείς.

1.Ο Σάκης είναι νούλας. Απορώ πώς καταφέρνει και κατουράει όρθιος.

  1. Νούλα ο καινούργιος μου, φιλενάδα, στον χαρίζω...

Μιά εικόνα, χίλιες λέξεις... (από Marco De Sade, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γκόμενα που πάει με όποιον λάχει και τά 'χει. Η καθ΄έξιν ξεπέτα. Η μιάς χρήσεως.

  2. Μερικές φορές ακόμα και αυτή που απλά δείχνει να έχει αυτό το στύλ.

  1. «...Όμως τις διεθνείς και ντόπιες καπότες τύπου Πάρις τις ξέρουν όλες...»
    (από το άρθρο. «Τα προβλήματα, οι λύσεις και η τρίχα από τα αρχίδια του Κινγκιννάτου»)

  2. Μπορεί να είναι κυριλέ, αλλά εμένα για καπότα μου φαίνεται.

Αλλά ωραία καπότα... (από Marco De Sade, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified