Further tags

Βρωμόπουστας (ειρωνικά). Βαρύς, λαδερός, και μεσόκοπος κίναιδος, που κυκλοφορεί με ύφος σε μήντια, Κολωνάκια και πέριξ και διατυπώνει βαρύγδουπα το κόμπλεξ του.

- Δεν έχεις ταλέντο, δεν μπο'ώ να σου βάλω πα'απάνω από τ'ία… - Ίσα ρε λιγδοκώλη, που θα πεις και την γκουβέντα σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός που χρησιμοποιείται για χαρακακτηρισμό γκόμενας.

Πρόκειται για αναγραμματισμό τη λέξεις πουτανίτσα και χρησιμοποιείται αντ' αυτής συνηθως σε καβγάδες.

Aν η γκόμενα ειναι ξανθιά και αναρωτηθεί τι εννοείτε, μπορείτε να την διαβεβαιώσετε ότι πρόκεται για γνωστή κινέζικη φράση με σημασία της επιλογής σας.

Πάλι χωρίς βρακί γύρισες μωρή; E, είσαι τσανιτάπου... πάει τέλειωσε!

Δες ακόμη: τσανιτάπου, ποδανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετο (ψωλή + θήκη). Βαρύτατος υποτιμητικός χαρακτηρισμός των κουτσαβάκηδων (19ος αιών) για τις γυναίκες. Κάνει μια ντροπαλή μνεία στην έννοια ο Κονδυλάκης, στους «Αθλίους των Αθηνών», χωρίς να αναφέρει τη λέξη. Μάλλον έχει περιπέσει σε αχρησία.

-Ρε Νώντα, τσουλάμε κατά Χαυτεία μεριά, να πιούμε τον καφέ μας ;
-Ποσώς. Εκεί πέρα μωρ' αδρεφάκι μου, πάνε μόνο τα ψωλοθήκαρα και τα κορόιδα. Ίσα για Μπάγκειο.
-Ίσααααα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...

- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....

βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξιστική έκφραση, την οποία λέει ο ενεργητικός εραστής για να περιγράψει το σεξ σε doggy-style, δηλαδή το γνωστό καβαλητό.

Φοβερή αλόγα! Πόσο θέλω να την ιππεύσω!

Got a better definition? Add it!

Published

Κάνω σεξ, κυρίως σε doggy-style, δηλαδή ο ερωμένος/-η στα τέσσερα κι εγώ από πάνω. Βλ. και δικάβαλο, Δράμα η Καβάλα στις Σέρρες, καβάλα, καβαλάρης, ο, Καβαλέρια Ρουστικάνα, Καβαλητός, μοναχικός καβαλάρης.

Φοβερή αλόγα! Πόσο θέλω να την καβαλήσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το ερωτεύσιμη, η φακάμπλ, fuckable, η καθόλα αξιοπρεπής -μούνα, η γαμητή, αλλά όχι οπωσδήποτε γαμητέα (ρηματικά επίθετα σε -τος, -τέος) γκόμενα, με λίγα λόγια αυτή που άμα λάχει την ιππεύουμε, αλλά δεν θα κάνουμε δα και σαν τον Αλέκο με τα κυδώνια, όταν είδε τον Βουκεφάλα...

Εντάξει, φαγώθηκες με το Λίλιαν. Και το Λαουράκι μια χαρά ιππεύσιμο είναι!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά, η αδίκως διαθέτουσα αληθινό αιδοίο (άνευ εγχειρίσεως), δηλαδή η βεριτάμπλ γυναίκα. Είναι γνωστό ότι κατά τσι πούστηδοι, οι γυναίκες είναι σιχαμερά και ανάξια όντα και εν προκειμένω, ενώ διαθέτουν μουνί αληθές, δεν το αξιοποιούν, όπως θα μπορούσαν (τοι)ούτοι. Εκφράζει ευσεβή πόθο αποκτήσεως μουνιού και ζήλια-ψώρα προς τις γυναίκες.

- Που λές, δίκελλα χθές την Αντωνία μ' ενα λατσότεκνο μούρλια!

- Δικιά μας είναι;

- Έ, όχι δα. Και το κογιονάρει κιόλας το χρυσό μου, η αδικομούνα!

- Καλέ μη χειρότερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Σκωπτικά): Η εύπορη, όμορφη και ακατάδεχτη κοπέλα, κατά τον Σκαρίμπα. Βλ. βου-που / μπι-πι, αρχοντομούνα, κυριλογκόμενα κτλ.

Βασικά, κυκλοφορεί Κολωνάκι, αλλά μένει και προάστιο άμα λάχει. Απ' αυτές που πήζουν τη Σκουφά στην εμφιάλωση (μποτιλιάρισμα), όταν κοιτούν με τα κιάλια της όπερας τα συνολάκια στις βιτρίνες μέσα απ' το λαντ-ρόβερ, διότι νομίζουν ότι κατεβαίνουν για σαφάρι στο κέντρο.

Έχουν τα γυαλιά ηλίου για στέκα.

— Πήγα για καφέ στο Φίλιον τις προάλλες και κάνανε μιάμιση ώρα να μου φέρουνε νερό.
— Αφού δεν υπάρχεις ρε φίλε. Το κατάστημα είναι μαγαζί, μόνο για τίποτα μοσκομούνες, λούγκρες και κάτι παρ' ολίγον καλλιτέχνες. Τους πεθαμένους θα κοιτάξουνε τώρα;

Ακόμη: παγόμουνο. Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέα κοπέλα ελευθερίων ηθών, με μαλλί τιγρέ (α-λα Μπόνι Τάιλερ) ή θεσσαλονικί, όχι απαραιτήτως πουτάνα, αλλά σίγουρα πουτανάκι.

Συνώνυμα: ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, γαμήδι, καράπουταναριό, ευκολάκι, μπουζουκογκόμενα, κτλ.

Βγήκαμε χτες με τον Γιώργη σε κάτι παρακμιακά κωλάδικα στον Πειραιά. Τίγκα στο ξεμπούρδελο. Έπαιρνες παράσημο με το κοίταγμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified