Further tags

Από του φυσικού της κατάχλωμη και άβυζη γκόμενα, με βλέμμα αποτραβηγμένο σα να βλέπει παντού γύρω της ντεντ πήπολ (φαντάσματα ντε).

Μού 'χε στήσει που λες ο δικός σου ένα ραντεβού στα τυφλά και περιμένω εγώ να δω τι μου κανόνισε. Και βλέπω να έρχεται κατά πάνω μου ένας κάσπερ... Μια μισή μερίδα γυναίκα, χλωμή και μαζεμένη, λες και την έδερνα για τρία χρόνια πριν την γνωρίσω... Και ντεκολτέ.. αβυζαλέο φίλε! Σαν φωτοτυπία ταφόπλακας ένα πράμα... Μου ήρθαν στο μυαλό σκηνές από κάτι θρίλερ, τα χρειάστηκα, αφού έκανα το σταυρό μου στα κρυφά...

Kula Shaker, Hey dude, 1996. (από patsis, 11/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H γκόμενα που έχει πολύ καλές επιδόσεις στο τσιμπούκι. Προέρχεται συνειρμικά από τη λέξη «οδοστρωτήρας».

«Μαλάκα, μου πήρε μία πίπα άλλο πράγμα, σωστός τσιμπουκωτήρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που με το φέρσιμό του, τις κινήσεις του, τις ατάκες του, την όλη παρουσία του βρε αδερφέ, αφήνει έναν αέρα αμφίσημης σεξουαλικότητας που γέρνει όλο χάρη και φρεσκάδα προς το ύποπτο.

Ο αρχαΐζων τύπος προσδίδει αυτήν την λεπτή ειρωνεία και διπλωματία που απαιτείται σε καταστάσεις όπου, υπάρχουν μεν στοιχεία μαστιγώματος του δελφινιού, αλλά η δικαιοσύνη επιβάλλει περισσότερα δείγματα γραφής για την τελική ετυμηγορία.

- Αμάν βρε μωρό μου, τι σου έχει κάνει ο Χαρίλαος και δεν βγαίνετε μαζί για καφέ; Μια χαρά είναι ο άνθρωπος, γείτονας χρόνια, ευγενικός, τόσες φορές σου έχει προτείνει να πάτε για ένα φρέντο...
- Ναι ρε συ, δε λέω, καλός ο Χαρίλαος αλλά δεν μου πάει να κυκλοφορήσω παραλία με την πάρτη του, κάτι δεν μου κολλάει...
- Τι δεν σου κολλάει;
- Να μωρέ, λίγο κεχαριτωμένος μου φαίνεται... Άσε που όποτε με πετυχαίνει στην είσοδο με ρωτάει αν θέλουμε να κάνουμε το ασανσέρ τυρκουάζ με κορδέλες...
- Α, να χαθείς ομοφοβικέ!
- Γιαλόμα, ε γιαλόμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: Το προκομμένο κορίτσι, αυτό που έχει ιδιότητες που χρειάζονται αν θέλει κανείς να την παντρευτεί για να ανοίξει σπίτι και όχι κωλοχανείο, όπως (λέμε τώρα...) καλοσύνη, αγάπη, σεμνότητα, και λίγο από νοικοκυριό κι είσαι μέσα.

Σαρκαστικά 1: Το κορίτσι με τα ακριβώς ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά από τα παραπάνω. Πουτανάκι και καριολίτα, βόμβα στα θεμέλια του σπιτιού αυτού που θα γκαβωθεί να την πάρει γιατί κάνει καλά κλαρίνα, μελλοντική αιτία σκοτωμών και ισοβίων καθείρξεων.

Σαρκαστικά 2: Περιπαικτική ατάκα σε άντρα που τον βλέπουμε να κάνει δουλειές του σπιτιού και να τις κάνει καλά, σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος...

  1. - Βαγγέλη! Κλείσ' το αυτό το ρημάδι το ίντερνετ, το σλάντζηρ και τα χαζά και έλα να δεις την Φωφώ που σε περιμένει η κοπέλα στο σαλόνι για καφέ!
    - Καλά ρε μάνα, καλά.
    - [Πιο χαμηλόφωνα και επιτακτικά] Έλα βρε, που βρέθηκε κορίτσι για σπίτι να σε πάρει, να σου μαγειρεύει και να σε πλένει και κάνεις και τον δύσκολο!
    - Έρχομαι asap μάνα.
    - Έλεος Χριστέ μου...

  2. - Και ποια παίρνει ο Βαγγέλης;
    - Την Φωφώ, προκομμένη κοπέλα και καλή μαγείρισσα έτσι;
    - Την Φωφώ; Τώρα μάλιστα... Κορίτσι για σπίτι... Μ' αυτήν έχω βγάλει κάτι γούστα... Μόνο πίπες γύρο ξέρει να φτιάχνει, άκου με που σε λέω...

  3. - Κολλητέ έχεις τίποτα από φαΐ ή να παραγγείλουμε κάνα γυρόνι;
    - Μισό, δικέ μου, τελειώνω τη φασίνα και βγάζω το φρικασέ από το φούρνο. Σπέσιαλ είναι, θα σε φτιάξω καλά τώρα.
    - Έτσι πως σε βλέπω αγόρι μου... Φτου σου! Κορίτσι για σπίτι είσαι!
    - Άι γαμήσου ρε! Και κόψε καμιά σαλάτα!
    - Έεετς!

Του Quino (από patsis, 21/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ντεμί άντρας, βλ. σερνικοθήλυκος. Από γαλλική λέξη για το «μισός», αν δεν έχετε μεγαλώσει με γαλλικά και πιάνο.

Φτάνει πια με τους ιμιτασιόν, τους ντεμί άντρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και μπακαντέλα, αλλά και μπαχαντέλα, αναλόγως της γεωγραφικής περιοχής καταγωγής μας.

Το αναξιόλογο, το ασήμαντο, το τιποτένιο. Το παλιό ή άχρηστο αντικείμενο. Το σαράβαλο μηχάνημα ή όχημα και τα τελευταία χρόνια και οι διάφορες συσκευές.

Μεταφορικά και η γυναίκα-σαράβαλο.

Από το ιταλικό bagattella που σημαίνει το ασήμαντο πράγμα, αλλά και το μικρό διακοσμητικό αντικείμενο. Με το ίδιο όνομα όμως, υπάρχει και ένα είδος γλυκού σαβουαγιάρ με κρέμα και λικέρ.

Ο πληθυντικός bagatelle δόθηκε σε μικρής διάρκειας, ανάλαφρα και μελωδικά μουσικά κομμάτια. Από τις πιο γνωστές bagatelle είναι το Fur Elise του Μπετόβεν.

Αλλά και οι Γάλλοι ονόμασαν bagattelle ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με μπίλιες δικής τους εφεύρεσης, που θεωρείται ο πρόδρομος του pinball (φλιπεράκι).

Στα Ελληνικά βέβαια ο πληθυντικός διατηρεί την έννοια του ενικού.

  1. - Πρέπει να το αλλάξω πια το αυτοκίνητό μου. Έγινε μπαγκατέλα.

  2. - Το είδες το νέο κινητό του Κώστα;
    - Ποιο μωρέ; Αυτή την μπακαντέλα λες;

  3. - Ρε συ πώς έγινε έτσι η κυρα-Μαρία; Σκέτη μπαχαντέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι μόνη σαν την ανεμώνη. Η μπακούρα. Η εργένισσα. Αλλά όχι αυτή που είναι εκ πεποιθήσεως έτσι, ίσα-ίσα, είναι αυτή που ξέμεινε, που έμεινε στο ράφι, στα αζήτητα.

Λέγεται και ξεμεινεμένη.

- Θα έρθουν και οι φίλες μου απόψε.
- Ωχου πια με τις ξεμειναμένεεες! Πάψε να τις κουβαλάς όπου πηγαίνεις... Τι νομίζεις, ότι έχουν πια ελπίδα να βρουν γκόμενο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια καμακιάρικη έκφραση, όπως κι η έκφραση: θερμά συγχαρητήρια στον μπαμπά και στη μαμά.

Είναι πιο ραφιναρισμένη σίγουρα απ' αυτή: Ωχ τα πόδια, άστα κει, κολεοί και είναι εντελώς διαφορετικού νοήματος απ' τη φράση: Μάγειρας ήταν ο μπαμπάς σου.

Η φράση, ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου, αντίκα και ξεπερασμένη πια, απευθυνόταν από καμάκι παλαιάς κοπής, σε διερχόμενη γκόμενα, με στόχο να εκθειάσει τη θηλυκότητα της. Ήθελε έτσι, ο τριαινοφόρος, να πει πως, τη βρίσκει νοστιμούλα και μάλιστα γλυκιά σα ζάχαρη. Προσπαθούσε δηλαδή, μέσω της ατάκας αυτής, να περάσει το μήνυμα, πως ο πατέρας της θα πρέπει να 'ταν... ζαχαροπλάστης ώστε να μπορέσει να «φτιάξει ένα τέτοιο γλυκό». Δε σημαίνει βεβαίως, πώς αυτά που έλεγε, πως τα εννοούσε κιόλας. (Συνήθως, σα δόλωμα τα 'ριχνε).

Που στόχευε;

Ήθελε έτσι ο τυπάς να την πέσει στο παστάκι, στο μπουγατσάκι, στο πιπινάκι, στο μιλφέιγ, σε κάποια ζαχαρομούνα, ή σε κάποια, κάπως έτσι τέλος πάντων, με στόχο να ανεβάσει τα πεσμένα του ζάχαρα καίγοντας θερμίδες μαζί της.

Ας δούμε αναλυτικότερα όμως, τι θα μπορούσε και καλά, να υπάρχει στο background της φράσης.

1) Ένας πατέρας ζαχαροπλάστης, ξέρει κι εκτιμά το γλυκό, από τη γεύση του, από τη γλύκα που αυτό πλημμυρίζει το στόμα, από το σιρόπι του και... σίγουρα κάνει τα πάντα για να φτιάχνει γλυκά όνομα και πράγμα. Σκεπτόμενος έτσι φτάνει κάποια στιγμή, που ότι και καλά γίνεται (εξέρχεται) απ' αυτόν, χαρακτηρίζεται και καλά... από μοναδική γλύκα. Επομένως και το σορόπι, που εξέρχεται απ' το σουτζούκ λουκούμ του... Λέμε τώρα!

Αυτό λοιπόν το σορόπι, ως μοναδικό σερμπέτι, πέφτοντας στη μήτρα της γυναίκας του, ως πετιμεζάτο ...μπεϊκιν παόυντερ, συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία ενός γλυκού εντός του φούρνου της.

Η κόρη πάλι, κουβαλώντας αφενός τις κυτταρικές ζαχαροπλαστικές καταβολές του πατέρα της και αφεδύο μεγαλώνοντας δίπλα σε ένα ζαχαροπλάστη πατέρα, αναμένεται πως θα αποκτήσει μοναδική γλύκα και πως θα γίνει το... πλάσμα! Και αντίθετα με ένα γλυκό που γίνεται γρήγορα (για εμπορική χρήση), αυτή τελειοποιεί τη γλυκύτητα αργά αργά, άρα το αποτέλεσμα θα είναι κατά πολύ ποιοτικότερο.

Με αντίστροφη αναγωγή, καταλήγουμε πώς ένα τέτοιο πλάσμα, θα πρέπει να έχει... και καλά, πατέρα ζαχαροπλάστη.

2) Μια τέτοια φράση υποτίθεται πως λινκάρει με την αγάπη μεταξύ κοπέλας-πατέρα, κάτι που... και καλά, θα αναμενόταν πως θα μπορούσε να εκτιμηθεί από την κοπέλα ως διπλό κομπλιμέντο (για αυτή αλλά και για το φουκαριάρη τον χρυσοχέρη τον πατέρα της που έδωσε όλη του την τέχνη και τη μαεστρία του στη δημιουργία της).

Τι έβγαινε από τη φάση;

1) Για την κοπέλα: Άλλες κολακεύονταν, άλλες ενοχλούντο τάχυναν το βήμα κι έφευγαν, άλλες του την έλεγαν κιόλας (βλ. παράδειγμα 1), άλλες μπορεί να ανταπέδιδαν τον καλό λόγο, κι άλλες πάλι μπορεί και να το προχωρούσαν το θέμα.

2) Για τον καμακόβιο: Το γεγονός είναι πως ο δρόμος για το σεξ είναι στρωμένος από χυλόπιτες και παντελονόψαρα. Ο κάμακας όμως δεν απαιτούσε ευστοχία ένα προς ένα, γι’ αυτό και συνέχιζε απτόητος!

Σημείωση:

1) Πολλές φορές, η φράση, συνδυαζόταν με τη φράση: Κουρκουμπίνια σε τάιζε η μάνα σου; Εδώ ο ποιητής εστιάζει στο ρόλο της μάνας νοικοκυράς που συντηρεί τη γλύκα που ήρθε απ' τον πατέρα. Ο συνδυασμός των δύο αυτών φράσεων μαρτυρά έμμεσα την παλαιότητα της φράσης.

2) Η ατάκα συνηθιζόταν από βαρύμαγκες, κάτι που έκανε αίσθηση, λόγω της αντίθεσης που προκαλείτο (βαρύς- γλυκιά). Ωστόσο όμως, ο κάμακας θα μπορούσε να πιστεύει πως τα αντίθετα έλκονται. (βλ.παρ.1)

3) Η ατάκα θα μπορούσε να λέγεται και: ζαχαροπλάστης είναι ο πατέρας σου; (βλ. παράδειγμα 2).

4) Η ατάκα θα μπορούσε να λεχθεί και χωρίς να 'χει στοιχείο καμακώματος μέσα της. (π.χ.: θα μπορούσε να εμπεριέχει θαυμασμό). Ωστόσο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, πως πάντα υποβόσκει ένα λανθάνον στοιχείο καμακιού. (βλ. παράδειγμα 2).

Μύρια θένκια, στον Χάνκ , αλλά και στην ironick για το συγκεκριμένο θέμα.

1)
- Ε, ψιτ, μαντάμ, ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου;

- Ναι, ρε, και ο πρώτος χαλβάς που έφτιαξε ήσουν εσύ.

Δες

2)
Μια νουαζέτα που κινείται σινάμενη και κουνάμενη, αποσπά την προσοχή κάποιου που θαυμάζοντας την, της φωνάζει:
- Πω πω παιδάκι μου, ζαχαροπλάστης είναι ο πατέρας σου;

Παράρτημα

Το ερωτικό όνειρο του Έλληνα ήταν μια Σουηδέζα και στα καμάκια η φράση-κλισέ που κυριαρχούσε ήταν ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου, ή το «παιδί μου ατελείωτο» με το λάμδα Σπηλιωπουλαίικο. Πέρασαν κάμποσα χρόνια για να πέσουμε σε πιο minimal πράγματα όπως το περίφημο «ΦΣΦΣΦΣΦΣ;» (σαν να χύνεται κάτι και το συγκρατείς). Όλα τελικά εξελίσσονται... Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιστροφή του τίτλου γνωστού μυθιστορήματος της Κατερίνας Τσεμπερλίδου «Όχι πια sex, μόνο φίλοι».

Λέγεται συνήθως από απηυδισμένα αρσενικά, που έχουν αποτύχει στις σχέσεις ακολουθώντας τη «φιλική» μέθοδο προσέγγισης και πόρευσης.

- Πάει κι η Ζωίτσα φίλε μου... μου τα φόρεσε. Φταίω εγώ, που την είδα και φιλαράκι της. Από δω και στο εξής όχι πια φίλοι, μόνο sex...

δες την αλλιώς... (από Jonas, 01/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλος-χρόνος-κλασικό χίπικο σύνθημα. Θυμίζει και sex, drugs & rock n' roll, θυμίζει και Jean-Jacques Rousseau για τα καλά του φυσικού ανθρώπου. Το νόημα είναι η επιστροφή στις φυσικές αξίες, όπως το γαμήσι, μακριά από τις επιτηδεύσεις του καπιταλισμού και με λίγο χασισάκι για ακόμη μεγαλύτερο πασιφισμό. Σύγκρινε: Αφήστε τα μίση και πιάστε το γαμήσι.

«Χασίσι, γαμήσι κι επιστροφή στη φύση» το νέο σύνθημα ζωής του Πέρι απ' όταν πήγε να ζήσει στο Αμπιτζάν. Δεν συμβιβάζεται με τίποτα λιγότερο από την ζούγκλα, τον Πιερ, και τον Ουίλι τον μαύρο θερμαστή από το Τζιμπουτί.
(Σ.ς.: Μετά φταίω εγώ που τον κράζω σε κάθε παράδειγμα;).

Αααα, η φύση... (από Galadriel, 07/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published