Further tags

Αυτός που είναι μια δόση παραπάνω τρέντυ από όσο είναι διατεθειμένοι να ανεχθούν οι λεβέντηδες. Ο τρεντόπουστας δεν είναι κατ' ανάγκη γκέης με τη στενή έννοια, μπορεί να είναι και στρέι ή μετρό. Όμως οι λεβέντηδες, όπως Μπους τις, βάζουν τεχνητά διλήμματα του τύπου «ή είσαι μαζί μας ή εναντίον μας», στον φίλο τους, στον οποίο λένε το παράπονο: «κάποτε ήσουνα λεβέντης, τώρα μου 'χεις γίνει τρέντης!». Δυστυχώς, σύμφωνα με την αριστοτέλειο αρχή του αποκλειομένου τρίτου, δεν υπάρχει τρίτη λύση. Ή είσαι λεβεντομαλάκας ή είσαι τρεντόπουστας! Πρέπει να αποφασίσεις «με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις», που έλεγε κι ο Σαββόπουλος.

-Το κανελώνει το ρυζόγαλο ο Σάκης;
-Μπα, μάλλον για αγορίτσι τον κόβω. Για μετρό. Απλώς είναι λίγο υπερβολικά τρέντυ, αυτό είναι όλο!
-Πρέπει όμως να προσέχει, γιατί το πολύ το τρέντυ τρέντυ κάνει το παιδί τρεντόπουστα!

(από Khan, 05/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχηματίζεται κατά το «Γάμος αλά Ιταλικά», την ταινία του Βιτόριο ντε Σίκα με Μαρτσέλο Μαστροϊάννι και Σοφία Λόρεν από το θεατρικό «Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Εντοάρντο ντε Φίλιπο. Σημαίνει μια γκέι σχέση, στην οποία υπάρχει πολύ αίσθημα, προοπτική μακροπρόθεσμης πιστότητας (κατά το μάλλον ή ήττον, όπως και στους στρέιτ γάμους) και εκρηκτικό πάθος.

Ασφαλώς, η έκφραση καθιερώθηκε μετά την απόφαση του δημάρχου του νησιού της Τήλου να επιτρέψει έναν γκέι γάμο στο νησί του, γεγονός που κατέστησε την Τήλο νησί-Μέκκα της απανταχού γκεϊοσύνης.

- Τι γίνεται με τον Σάκη και τον Βρασίδα; Τρία χρόνια σχέση κλείνουν σήμερα!
- Μου φαίνεται ότι το πάνε για γάμο αλά Τηλιακά! Πρέπει κάποια στιγμή κι ο Σάκης να αποκατασταθεί. Άντε να ζήσουν τα παλληκάρια, να φάμε και κάνα κουφέτο!
- Τι να πω, και στα δικά μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξουσία που ασκεί ο γκέης. Κατά τα «νταηλίκι», αλλά και «πουστρηλίκι». Με λίγα λόγια το γκεϊλίκι είναι το νταηλίδικο πουστρηλίκι, ή το πούστικο νταηλίκι, όπως προτιμάτε, προσωπικά πιστεύω το πρώτο.

Με μια λέξη: Βαλλιανάτος (όπου το γκεϊλίκι σχηματίζεται και κατά το «προεδριλίκι»).

Με περισσότερες λέξεις: Είναι ο γκέι που δεσμεύεται να μην αποτελέσει πουστρίγκο, αλλά αντιθέτως πούσταρχο! Γκέιλορντ! Πανηγυρίζει το γκεϊλίκι του με τις τελευταίες επιταγές της gay pride και gay celebration, κάνει την παρελασούλα του. Είναι υπέρ της Μυκόνου και των ελεύθερων σχέσεων, αλλά άμα λάχει πάει και στην Τήλο να διαδηλώσει το δικαίωμα των γκέι στον γάμο, ακόμη κι αν αυτός δεν πρόκειται να παντρευτεί ποτέ, ακόμη κι αν επιτευχθεί η νομοθετική ρύθμιση. Στρατεύεται στην ΛΟΑΤ και συχνάζει στα παραθύρια για να ταπώνει με το χιούμορ, ευφυία και ντρίπλες του τους ομοφοβικούς.

- Τον είδες τον Βαλλιανάτο στην «Ζούγκλα»! Τους τάπωσε όλους! Μια χαρά το πάει το γκεϊλίκι!

Αρκετά ντεσιμπέλ πιο ακραίο γκεϊλίκι ασκεί ο Παναγιώτης Χατζηστεφάνου (στο τελευταίο λεπτό του βίντιο) (από Hank, 16/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη από τις Νεφέλες του Αριστοφάνους (στιχ. 1023), που έχει ακριβώς το ίδιο σημασιολογικό εύρος και βάθος με το νεοελληνικό κωλόφαρδος (στον συγκεκριμένο στίχο είναι μάλλον σκωπτική η χρήση του). Αποτελεί το inside joke των αρχαιόκαυλων, που την βρίσκουν με σεξουαλικές εκφράσεις στην αρχαίζουσα, όπως έγκαυλος νεανίας, καυλοπυρέσσουσα κορασίς κ.ο.κ. Και είναι αστασίαστο τεκμήριο της αρραγούς συνέχειας της ελληνικής γλώσσας, ικανό να καταποντίσει τον κάθε Φαλλμεράυερ, και ένδειξη ότι τον καιρό που οι άλλοι ανακάλυπταν το κρέας, εμείς είχαμε ήδη χοληστερίνη.
Απορώ που ένας Μπαμπινιώτης ή ένας Ζολώτας δεν χρησιμοποίησαν περισσότερο αυτό το γλωσσικό επιχείρημα, αλλά κάποτε πρέπει να γίνει η αρχή.

Πάντως, η λέξη χρησιμοποιείται και σήμερα ως ψαγμένο ή εύηχο ισοδύναμο του «κωλόφαρδος», όπως διαπίστωσα στο σχετικό γκουγκλάρισμα.

(από το goal.com).

Ιμπραΐμοβιτς: «Εύκολο ήταν!»
Ένα απίστευτο γκολ πέτυχε το βράδυ του Σαββάτου, ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, κόντρα στην Μπολόνια, αλλά ο ίδιος σημειώνει, πως ήταν ένα τέρμα όπως όλα τα άλλα…

Σχόλιο: Ο τύπος είναι φοβερά ευρύπρωκτος !

Σχετικά: διαολοδιώχτης, φαρδυλέκανος, ξεκωλώνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι έγχορδο μουσικό όργανο οι χορδές του οποίου κατασκευάζονται αποκλειστικώς από παρθενικούς υμένες. Ακόμη δεν έχει κατασκευαστεί ποτέ, αλλά αποτελεί εφευρετική έμπνευση του σουρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, ο οποίος αφιέρωσε όλη του την ζωή στην κατασκευή του, αλλά αγνοείται αν τα κατάφερε. Θεωρούσε πάντως ότι όταν με το καλό θα κατασκευζόταν, θα χάριζε στην ανθρωπότητα μοναδικούς ήχους, που θα άξιζαν όλον τον κόπο που επεστρατεύτηκε για την ποίησή του.

Το παρθενοϋμένιον είναι το Χόλυ Γκράαλ, το ιερό μυστικιστικό αντικείμενο όλων των εμπειρικιστών φιλοσόφων, δηλαδή των αρχαιοκαύλων που την βρίσκουν με σεξουαλική λογοτεχνία στην καθαρεύουσα, όπως ο «Μέγας Ανατολικός». Και διοργανώνουν φιλολογικές βραδιές με έγκαυλους νεανίες και καυλοπυρέσσουσες κορασίδες. Η σταυροφορία που πρέπει να αναλάβει ένας τέτοιος εμπειρικιστής είναι να ξεπαρθενέψει όσες περισσότερες λολίτες μπορέσει, προκειμένου να προσεγγίσει έστω και λίγο τον (δυστυχώς μεγάλο) αριθμό υμένων που χρειάζεται για την κατασκευή του μουσικού οργάνου.

-Τι γίνεται ο Νίκος. Τριανταπεντάρησε μου είπαν προχτές. Πώς πάει, έβαλε καθόλου μυαλό να παντρευτεί, να νοικοκυρευτεί;
-Μπα, ακόμα προσπαθεί να κατασκευάσει το παρθενοϋμένιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά στην ελληνική του όρου metrosexual, για να ταιριάζει με τις παραδοσιακές γαλλικές επιδράσεις μας, αλλά και με το γνωστό μέσο συγκοινωνίας. Είναι αυτός που δεν είναι γκέι, αλλά και δεν θα έχεζε στο δάσος, ακόμη κι αν δεν υπήρχε καμία τουαλέτα σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. Είναι ο στρέι, το αγορίτσι. Αυτός που το επίπεδο τεστοστερόνης του είναι χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Αυτός που προσέχει την εμφάνισή του λίγο παραπάνω από ότι είναι andraclically correct. Οι τριχόφιλοι θα εντόπιζαν και την τριχοφοβία ως σύμπτωμα του μετρό, ας πούμε να ξυρίζεις υπερβολικές κι αδέσποτες τρίχες γύρω από τα φρύδια, τις μασχάλες ή την ήβη σου. Είναι έκφραση των downtown 00s (o tempora o mores!). Προηγουμένως, ο φλώρος, φλωρούμπας δεν αποτελούσε ειδική σαφώς οριοθετημένη κατηγορία-buffer μεταξύ στρέιτ και γκέι.
Ίσως ο μετροστάρ και να αποτελεί υπερθετικό του μετρό.

- Ο Σάκης, δεν ξέρω πώς να το πω, κάπως υπερβολικά προσέχει την εμφάνισή του! Έχει ξυρίσει ένα μέρος από τα φρύδια του, ακόμη κι απ' τις μασχάλες του. Και ξέρεις, αυτά τα γελάκια...
- Πες μου καθαρά τι εννοείς χωρίς υπεκφυγές! Τον δουλεύει τον μετροπόντικα;
- Όχι όχι, δεν θα έφτανα ώς εκεί. Απλώς είναι μετρό.

(από Khan, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του φούστη. Με έλξη από την λέξη «φούστα», το «φουστάνι», την «φούστα-μπλούζα», την φούστα, μπλούζα κι ελαφριά πούδρα.

Οποιαδήποτε ομοιότητα με τον γνωστό πλαστικό χειρουργό Ανδρέα Φουστάνο είναι εντελώς συμπτωματική. Ίσως πάλι και να μην είναι...

Ίσως ο Φουστάνος να είναι ο φούστης που υπεβλήθη σε επέμβαση.

Trivia: Στα λατινικά «fustis» σημαίνει ξύλινο ρόπαλο. Ενδιαφέρον!

- Νομίζω ότι ο Σάκης την πλάθει την πλαστελίνη! Την έχει κάνει την φουστιά του! - Ουουου, έχει περάσει από Φουστάνους αυτός!

Ο Φουστάνος φούστης; Αλλα λέει η βιβλιογραφία (Κωνσταντίνου και Ελένης) (από GATZMAN, 06/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων έτσι ονομάζονται οι κορασίδες ενός ευαγούς ιδρύματος, που αποτελούν σωστό Σίλικον Βάλεϋ. Αλλά επειδή πρόκειται για την πλειοψηφία των κορασίδων, οι ονομασίες συνήθως αποδίδονται σε αυτές, που κάνει πιο πολύ μπαμ.

Υπάρχει η εξής διάκριση:
Η Σιλικονέλλα βγαίνει από ονόματα όπως Μπαρμπαρέλλα, Εμμανουέλλα κ.ο.κ. Δηλαδή πρόκειται για μια τριφασική μουνάρα με πολλά κυβικά, με μπαλκόνια κι εξώστες οικοδομηθέντες μεν αυθαιρέτως πλην συνάδοντες με την αγριάδα της νταρντάνας που πάντοτε ήταν. Με λίγα λόγια, η σιλικόνη και τα ξυλοπόδαρα είναι απλώς αυτό που έλειπε για να ολοκληρωθεί το εγγενές ύφος της. Είναι μια Αμαζόνα σαν την Ζίνα, (αν κι εδώ έχουμε σχήμα οξύμωρο, γιατί «μαζός» στα αρχαία σημαίνει στήθος κι οι Αμαζόνες ήταν αυτές που δεν είχαν στήθος, οι αβυζαλέες, γιατί το έκοβαν για να μπορούν να πολεμούν καλύτερα στην μάχη - αυτή είναι η θλιβερή αλήθεια που μας την αποκρύβουν «Αμαζόνες» σαν την Ζίνα).

Αντιθέτως, η Σιλικονίτα (κατά το Λολίτα, Ανίτα, Αμίτα) είναι η μινιόν κορασίς, το γλυκότροπο χαριτωμένο κοντοπούτανο. Νάνος, αλλά με κάτι βυζιά νάαααα, αν μου επιτρέπεται σλανγκικώς η παράφραση. Που όσο μπόι της λείπει το πήρε στην περιφέρεια στήθους, έστω κι αν χρειάστηκε να βάλει κι ο Φουστάνος λίγο το χεράκι του. Πάντως, η σιλικονάτη παρέμβαση της ταιριάζει, γιατί αναπληρώνει ως προσόν το ανύπαρκτο ύψος (μαζί με τα ξυλοπόδαρα).

Οι δύο σιλικονούχες ανταποκρίνονται σε διαφορετικά γούστα ή απλώς διαφορετικές στιγμές. Η Σιλικονέλλα είναι γι' αυτούς που αντέχουν και μπορεί τα βυζοσκάμπιλά της να είναι ολέθρια. Η Σιλικονίτα είναι πιο λυγερή, και μπορεί να συνδυάσει αυτήν την ευκινησία με ένα πολύ καλό bouncing των νεόδμητων όπλων της. Ε, να μην το κουράζω άλλο, τα υπόλοιπα τα φαντάζεστε...

(Εννοείται ότι τα παραπάνω μπορούν να ισχύσουν και για χαρακτηρισμούς εκτός των ευαγών ιδρυμάτων).

- Ήταν χθες στο [...] club η Ιζαμπέλλα η Σιλικονέλλα;
- Όχι, αλλά ήταν η Ανίτα η Σιλικονίτα !

(διάλογος απ' το πάλαι ποτέ διαλάμψαν bourdela.com)

Σιλικονέλλα (από Khan, 04/12/12)Σιλικονίτα (από Khan, 04/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πληθωρική γκόμενα, η αναψιάρα, ενίοτε και το κατώτερο παρτάλι, αρκεί να έχει εκτεθειμένο επαρκές μέρος του σωματός της και, κατά προτίμηση, των οπισθίων της. Απαντάται σε χώρους διασκέδασης και εργασίας, οι πιο original δε εξ αυτών ακόμα και σε super market, μπακάλικα, οπωροπωλεία.

- Η Μήτσι, φίλε, είναι μεγάλη παρανομάρα, μου ήρθε χτες στο κρεοπωλείο με ενα μίνι ... μου έφυγε το κλαπέτο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρριόλα με δύο -ρο είναι η φανατική θαυμάστρια της Carrie Bradshaw και φανατική θεατής της σειράς Sex & the City. Είναι το κοριτσάκι που έχει ταυτιστεί με το ίνδαλμά του τόσο πολύ, που την έχει δει Carrie, και νομίζει ότι ο γκόμενός της έχει την περιουσία του Mr Big, για να της αγοράζει υποδήματα Manolo Blahnik των πεντακοσίων Ευρώ τουλάχιστον, σε κάθε ευκαιρία. Και γενικότερα το κοριτσάκι που το παίζει σεξουαλικός κυνηγός, και της αρέσει να διηγείται τις εμπειρίες από τα θηράματά της κ.ο.κ.

Υπάρχουν πολλές καρριόλες. Είναι και σαραντάρες στο ράφι, που την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενες, βγαίνουν σε παρέες τεσσάρων γυναικών (από «Χρυσό Κουφέτο»), για να μοιάζουν με την σειρά. Είναι και δεκαεφτάρικα πιπίνια, -καρριολίτσες που προσπαθούν να γίνουν Κάρι πριν την ώρα τους. Μερικές είναι καλές και αξίζει να ενθουσιαστείς μαζί τους, (get carrie-d away το αγγλικό pun), μερικές είναι πικάντικες σαν ινδικό κάρι, ενώ άλλες καρριόλες είναι απλώς καριόλες με ένα ρο, με τον γνωστό ορισμό: «σε αντίθεση με την πουτάνα που πάει με όλους, η καριόλα είναι αυτή που πάει με όλους εκτός από σένα». Αν σας τύχει καρριόλα, που δεν σας πολυενδιαφέρει, μπορείτε να γυρίσετε την καρριολιά εναντίον της, δηλαδή να την φτύνετε όποτε θέλετε, ή και να της φοράτε περικοκλάδες, και να δικαιολογείστε με το σκεπτικό ότι αυτά έκανε κι ο Μπιγκ στην Κάρρι, και τελικά σε καλό της βγήκαν!...

Μένιος: Η Λάουρα έχει γίνει πολύ καρριόλα τώρα τελευταία! Παίρνει την Λίλιαν, την Μόνικα και την Μπάρμπαρα, και βγαίνουν πάντα οι τέσσερεις τους!
Γιώργος: Κι εσύ τι κάνεις; Μ.: Θέλω να την συνοδεύσω, για να έχω κι ευκαιρία να δω την Λίλιαν, αλλά η καρριόλα μου το απαγορεύει αυστηρά. Θέλει να είναι μόνο γυναικοπαρέα για να συζητούν για τις κατακτήσεις τους, λέει...
Γ.: Ρε τις καρριολίτσες!

Διαφήμιση της Heineken, παρωδία αντίστοιχης σκηνής στο Sex & the City. (από Hank, 14/01/09)(από Khan, 08/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified