Further tags

Η παλιοαδερφή.

Oυστ παλιοκουδουνίστρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Τόσο αδερφή που δεν πάει άλλο.

- Κοίτα που μας έγινε γκέι και ο Τάκης!
- Γκέι;;; Χα! Αυτός είναι μια καράπουστα του κερατά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα με μυαλό κότας και μεγάλα... μπαλκονια.

- Αυτή η Βέρα ρε παιδιά είναι κορμάρα μπαλκονάτη, αλλά μόλις ανοίξει το στόμα της τρέχεις και δεν φτάνεις. Αμολάει τις κοτσάνες με ρυθμό οπλοπολυβόλου! Σκέτο βυζόμπαζο το άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του πάτος, που αντιστοιχεί στα οπίσθια (κυρίως γυναικεία). Χρησιμοποιείται επαινετικά για μια γυναίκα με ωραία οπίσθια.

-Κοίτα την ξανθιά με το μίνι! -Πώπω μια πατούρα που έχει! Πολύ θα ήθελα να την είχα για ένα βράδυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά εννοείται το αιδοίο του οποίου το βάθος δεν μπορεί να μετρηθεί. Αφορά γυναίκες που έχουν χάσει το μέτρημα με πόσους έχουν κάνει σεξ και συνεπώς το αιδοίο τους έχει γίνει πέρασμα για τον καθένα και δεν νιώθουν τίποτα όταν το κάνουν.

-Έκανα χτες σεξ με την Σούλα, αλλά ρε παιδί μου αυτή ούτε λέξη δεν έβγαλε. Σα να μην υπήρχε! -Αφού την έχει πάρει όλη η Αθήνα αυτή τι να καταλάβει; Α ρε καημένε, σε κατάπιε η άβυσσος.

Got a better definition? Add it!

Published

Διακριτική αναφορά σε πρόσωπο αμφιταλαντευόμενης σεξουαλικής ταυτότητας και σε περίπτωση που η κόμη συνδυάζεται με κοινό εφαρμοστό, πολυχρησιμοποιημένο, ασπρόμαυρο πουλόβερ το οποίο καθιστά εμφανές το αφύσικο μέγεθος του στήθους.

-Να σου πω... Θα έρθει η Μαρία τελικά;
-Ναι ρε γαμώτο... και θα φέρει και τον Φι...
-Όχι ρε πούστη!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Το ΟΚ κοροϊδευτικά, με υπονοούμενο τους γκέι.

- Ο-γκέι, κατάλαβα. Από αύριο λοιπόν, δίαιτα.

(από Khan, 30/03/15)

Σχετικοάσχετα: οκέικ, Ok ή γκέι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουστάκι, η νεαρή προκλητική αδερφή.

- Είχα να δω τον Γιάννη χρόνια... Και τι να δω! Ένα πουστρόνι από τα λίγα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαζογκόμενα.

Μωρή χαζοβιόλα, πού το έχεις το μυαλό σου;

λέγεται και για άντρες, «χαζοβιόλης». Συνώνυμο: μαλακοβιόλα, η.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαζογκόμενα.

Τι μαλακοβιόλα! Της είπα να μου κάνει κράτηση για τις είκοσι του μηνός και μου έκανε για τις είκοσι του άλλου μήνα...

Συνώνυμο: χαζοβιόλα, η.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified