Αυτή που της αρέσει να της γεμίζουν τον κώλο ωμό κρέας.
Αυτή που της αρέσει να της γεμίζουν τον κώλο ωμό κρέας.
Got a better definition? Add it!
Και διάφορα άλλα εις -ιξ γιατί είναι τρελοί αυτοί οι γαλάτες και εμπάση περιπτώσει τους πάμε γιατί κάτι αδιευκρίνιστο μας θυμίζουν. Λίγο οι καυγάδες μεταξύ τους, λίγο η ψωροπερηφάνεια τους κι οι μαλακισμένες φοβίες τους, ένας ελάχιστος φόρος τιμής δένκακος.
Τεσπά τα γκομενέτα, γκόμενες, γκομενάκια, γκόμνες κτλ είναι μεγάλο κομμάτι του all time classic προτύπου της ελληνικής ανδρικής επιτυχίας, το συνώνυμο του εγχώριου ανδρικού κουλ, οπότε ρίχτουτου σε κουλσλανγκιές τ. γκομενίξ που υποδηλώνουν έμμεσα την οικειότητα με το αντικείμενο, κατ' επέκταση τη βαθιά γνώση του, που επιτρέπει να υποβαθμιστεί ο έρως (και) σε κόμικ, καθότι η μεγάλη εικόνα δηλαδή.
Εσχάτως και οι κορασίδες χρησιμοποιούν τις αυτές εκφράσεις: «ωραίο μουνί ο Θόδωρας» κλπ.
Τα γκομενίξ δε θέλουν πολύ σκοτούρα αγόρι μου. Άμα κατέχεις δεν τα αφήνεις να μεγαλώσουν ποτέ.
Έχει τίποτα γκομενίξ ή θα κοιταζόμαστε;
Γκομενίξ έχει αρκετά δε χρειάζεται να φέρει κανείς.
Got a better definition? Add it!
Είναι μια πολύ ωραία γκόμενα που όταν πας να της την πέσεις πάει να σε κάνει μανούρα, λες και πήγες να τη βρίσεις. Συνήθως κοιτάζει και γύρω της με ύφος μανουριάρικο γιατί τη ξύνει το κωλί για καυγάδες!
βλ. μανούλι, μανάρι, μανουρομάναρο, μαναρομάναρο, μανουλομάνουλο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επιπροσθέτως του χότζειου ορισμού, είναι η καραπουτανάρα, η αδήλωτη, η παρτόλα. Αυτή που είναι πιο πουτάνα κι από την πουτάνα του μπουρδέλου. Όχι μόνο σαρκικά αλλά και ψυχικά. Μέσα κι έξω.
ασίστ: Μαλακία και Γαϊδουράγκαθος από το λήμμα ξεμπουρδελεύομαι.
εσυ φαινοσουν τι ξεμπουρδελο θα γινοσουν κριμα για τους γονεις που τωρα στα γεραματα τους ντροπιασες τοσο.
Εγω αυτο που εχω συμπερανει ξημεροβραδιαζομενος σε αγγλικα κλαμπακια ειναι οτι οι αγγλιδες ειναι ξεμπουρδελα αλλα γαμιουνται μονο με αγγλους.Αν δεν εισαι αγγλος δυσκολα πηδας ξεμπουρδελο στην αγγλια
κλασσικο ξεμπουρδελο...μικρη, και τωρα εγινε και αυτη Κυρια...
(όλα από το νέτι)
Got a better definition? Add it!
1. Το αντρικό γενετικό όργανο που ομοιάζει με μακρύ ευθύγραμμο κομμάτι επεξεργασμένου ξύλου, σε τετραγωνική ή ορθογωνική διατομή.
Οι λέξεις κλειδιά είναι το «μακρύ» και το «ευθύγραμμο».
Συνώνυμα: βλ. πέος.
2. Η οδοντογλυφίδα.
Προέρχεται από την ευγενή κοινότητα των οικοδόμων, η οποία μετά από κάνα φαγοπότι στην οικοδομή, χρησιμοποιεί για οδοντογλυφίδα λεπτό κομματάκι ξύλου απ' το μαδέρι(τέτοιο που αν δεν το πιάσεις με τρόπο σου μπαίνει στο χέρι σα σουβλί).
3. Ο ψηλός, άχαρος και άγαρμπος άνθρωπος.
Προκύπτει απ' το ότι γενικά το μαδέρι είναι κάπως και έχει ένα θέμα στην μετακίνηση-μεταφορά, στην όψη και στο ηχόχρωμα.
- Θυμάσαι την τσοντοτράπουλα που είχαμε αγοράσει κάποτε σε κάποια ημερήσια εκδρομή από τα Τέμπη;
- Ναι! Και εκείνον τον μαύρονε που βάσταγε στα χέρια του την πούτσα του και του έφτανε μέχρι το γόνα;
- Χαχαχα! Καλέ τι μαδέρι ήταν εκείνο!
- Γυναίκααα! τσάκω ένα μαδέρι! Άντε, γιατί τα δόντια μου έχουν γίνει ίσια από το πολύ κρέας που έχει μπει ανάμεσά τους.
- (Τι άξεστος!) Οδοντογλυφίδα λέγεται χριστιανέ μου!
- Ρε ψηλέ! δε βλέπεις; ο άνθρωπος θέλει βοήθεια, κουνήσου λίγο! τι μου κάθισες μέσ' στη μέση σα μαδέρι;!
Got a better definition? Add it!
Σκυλομέταλ ορίζεται μια γκόμενα που και καλά ακούει μέταλ και το ντύσιμό της παραπέμπει σε σκυλού, συνήθως συνοδεύεται και από σκυλόφατσα!
Πωπω Τι φόρεσε πάλι η Πουλχερία, την Άρτα με τα Γιάννενα, όλο παγιέτες και χτυπιέται και σαν να κάνει στριπτίζ, τελείως σιχαμερή σκυλομέταλ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αγρίμι, ιδίως όταν εκδηλώνει επικίνδυνη, αρπαχτική συμπεριφορά. Κυριολ. τίγρης από το τουρκικό kaplan (λ. πραγματικά αλταϊκής προέλευσης, ούτε περσική ούτε αραβική). Είναι η τίγρη του χιονιού.
Πρβλ και το «Καπλάνι της Βιτρίνας» (βαλσαμωμένο)
Μεταφορικά: άγριο, ανυπόμονο, ερωτικά απαιτητικό θηλυκό, λυσσάρα γυναίκα, που δεν υπολογίζει τίποτα, υπερσεξουαλική.
Μπήκε στην κουζίνα πεινασμένος, άρπαξε λίγο ψωμί κι έγινε καπνός. Χάθηκε σαν καπλάνι.
Έμπλεξε ο φουκαράς μ' αυτήν, ασυγκράτητο και χαλκέντερο καπλάνι, κι έμεινε μισός.
(Μη φοβάστε. Απλό παράδειγμα είναι. Καμιά, όσο καπλάνι και να είναι, δεν αφήνει κανένα μισό. Κορόιδο είναι να μην τον ταΐσει ικανοποιητικά;)
Got a better definition? Add it!
Η γκόμενα που περπατάει και κουνιέται σαν καυλωμένη.
Η κυρα Μαρία όλον τον κόσμο θάβει και δεν κοιτάει την ορθόκαυλη την κόρη της που δεν άφησε ψωλή να πέσει κάτω !!!
Got a better definition? Add it!
Ο γαμάτος, όταν θέλουμε να του δώσουμε μία νέα διάσταση (πιο μεγάλη και πιο φαρδιά). Προέρχεται από το γεγονός πως μπορεί πολύ εύκολα να δώσει γαμήσι (να τους πάρει όλους πίπα-κώλο).
- Πω ρε πούστη, πετάγεται ο άλλος, ο γαμήσιους και μας τρώει όλα τα καυλάκια... Κάτι πρέπει να κάνουμε!
- Οκ, το βράδυ θα τον πιάσουμε και θα του σκίσουμε τον πάτο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified