Further tags

Μεταλλαγμένα ονομάζουμε τις γυναίκες με εκπληρωμένες... τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις.

Ένα μεταλλαγμένο μπορεί να μην είναι πλήρως μεταλλαγμένο. Αρκετά κρατάνε το παλιό «υδραυλικό σύστημα» το οποίο χρησιμοποιείται κατά κόρον ως εργαλείο δουλειάς στο να μεγαλώνουν την πρωκτική διάμετρο δροσερών αγοριών, τα οποία αναζητούν μεταλλαγμένες συνευρέσεις έναντι αδράς αμοιβής. Παρ' όλο που δεν έχει τυπωθεί σχετικό ΦΕΚ, η τελευταία κατηγορία, αυτή των μερικώς μεταλλαγμένων εντάσσεται στην ευρύτερη των μεταλλαγμένων de facto, με κάποιες τετριμμένες γραφειοκρατικές διαφορές.

Τα μεταλλαγμένα συναντώνται στον πολυσύχναστο δρόμο της Συγγρού, στην παράλληλο Δοϊράνης, στην Λ. Αθηνών (για μερακλήδες), σε studio καθώς και στο Φυλής 99.

Από τα μεταλλαγμένα προέρχεται και η μεταλλαγμένη ηδονή.

Από γνωστό φόρουμ:
Αυτο δεν ηταν σπιτι με μεταλλαγμενα στον 1ο οροφο;
Εκει,αν θυμαμαι καλα, πρεπει να ειδα για 1η φορα τραβελι με προσοντα!!! πηγή

Ομοίως:
και όσοι πηγαίνουν με μεταλλαγμένες όπως και εγώ θέλουμε τα μερακλίκια μας χωρίς αυτό να συμβαίνει ότι είμαι πούστης. πηγή

H Ultron, το πρώτο transexual cyborg στην ιστορία της Μαρβελιάς. (από Khan, 27/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δροσερός η και δροσερό αγόρι ονομάζεται χαρακτηριστικά το άτομο του οποίου το αναπαραγωγικό όργανο αποτελεί διακοσμητικό στοιχείο και απλά κρέμεται. Δροσιά, διότι αυτά τα καλλιεπή αγόρια εκπέμπουν μια αβρότητα με τους κομψούς και ανάλαφρους τρόπους τους, σαν ένα δροσερό θαλασσινό αεράκι. Οι «δροσεροί» συχνάζουν στο Γκάζι, σε σάουνες, στο μαγκαζέ και ενίοτε εργάζονται σαν οικοδεσπότες σε οίκους ανοχής.

  1. Φίλος σε φίλο:
    - Καλά, μαλάκα, χθες βγήκα με τον Πολύκαρπο για καφέ και με κοίταζε σαν ξερολούκουμο. Μιλάμε είχε πάθει σιελόρροια! Μάλλον είναι δροσερός!

  2. Σε τηλεφωνική συνομιλία:
    - Πού να πάμε; Καζάρμα; Εκεί είναι τίγκα στα δροσερά αγόρια! Ρε, μήπως είσαι δροσερός κι εσύ; Έπρεπε να το καταλάβω όταν σε είδα τσίτσιδο πάνω στον Βαγγέλη και μου είπες ότι κάνατε ελληνορωμαϊκή!

  3. Και μεταφορικά:
    - Ρε Γιαννάκη, κόψε τη γκρίνια... σα δροσερός κάνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για γκόμενες που έχουν στραβά πόδια και όχι μόνο!!!! Αυτές οι γκόμενες συνήθως έχουν και άλλα κουσούρια.

Τάκης: - Ωρέ!!! γαμώ τα μουνιά η σόφι ρε μαν!
Ανδρέας: -Έλα ρε σαβουρογάμη, ρε με το σίχαμα, τη στραβοκάνα!!!!
Τάκης: -Σιγά μωρέ, επειδή είναι λίγο στραβά τα πόδια της;;;;
Ανδρέας: - Και λίγο μπάζο, και λίγο άκωλη, και λίγο ποντικομούρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει κάτι σαν το μιλφ, αλλά ακόμη μεγαλύτερης ηλικίας. Σπασμένη πατρόνα για πολλά σχέδια...

Από την λέξη cougar.

- Πω.πω.πωωωωωωωω!!!! 45 χρονών και είναι θρυλική μουνάρα!!!!!!
- Σωστό κούγκαρ!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατηρώντας μια πρόσφατη εμμονή σε βυζολήμματα -και... ενίοτε βυζολύματα- στον ορίζοντα, είπα να καταγράψω αποφατικώς την γλαφυρώς ήδη εκτεθείσα γυναίκα, η οποία μπορεί να πάει στα μπεν μιξ. Κοινώς να εμφανιστεί στην παραλία φορώντας στο στήθος γυαλιά κολύμβησης και να καλύψει ικανοποιητικότατα τα (ανύπαρκτα) μεμέ της. Αντίστοιχο με την επικράτηση τοπωνυμίων τύπου «Λευκός Πύργος» (που είναι σκέτο μπατάκι ένα πράμα) ή Εύοσμος Σαλλονίκης (πρώην Βρωμούσα, σκουπιδότοπος) έτσι η Σπανιόλα είναι η άβυζος καλλονή, η οποία κυκλοφορεί με ένα ζεύγος ρώγες εκεί που θα πρεπε να φυτρώσει βύζος.Το θέαμα καθίσταται ειδεχθέστερο στην περίπτωση που η Σπανιόλα μας είναι ολίγον τροφαντή. Διότι νταρντανοκάπουλη ά-μεση κορασίς που είναι δίπλατη δεν λέει!

Σαφέστατη Σπανιόλα είναι η γνήσια Μαδριλένα Ιζαμπέλα ντε λα ρώγες μονάχα, ιδιοκτήτρια τσιπουράδικου στον τρίτο μαχαλά δεξιά της Μαδρίτης που ο έμμπρατσος αδερφός της σηκώνοντάς την στο ένα χέρι χρησιμοποιεί σαν δίσκο το στήθος της για να σερβίρει τάπας με ρακή και παέγια με ρέγκα και σέσκουλο τζιτζιριστό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δείχνω αδερφή, αν και, τύποις τουλάχιστον, δεν είμαι. Κάτι όμως, εκεί στο βλέφαρο μάλλον, προδίδει όλη την αλήθεια -την οποία πιθανόν να αγνοώ και γω ο ίδιος και να χαραμίζομαι σε λάθος στόχους.

Συνώνυμο: πουστοφέρνω - ε, και όλα τα σχετικά με το το πνίγει το κουνέλι.

  1. Τι σκατά, πόσα μούσια να αφήσω για να μην αδερφοφέρνω;

  2. Στις 29.12.10 ο κ. Γιακουμάτος πρώην υπουργός εργασίας επί Ν.Δ δήλωσε στις ειδήσεις των 8 του τηλεοπτικού σταθμού Mega για την παραπάνω αρθρογραφία «Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και δεν μοιάζω με ντιντή και τα μαλάκια μου είναι άσπρα, αφού δεν αδερφοφέρνω ας ψάξουν οι άλλοι να βρουν».

(αμφότερα και τα δύο (sic) από το δίχτυ)

(από stratos98, 17/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα επηρεασμένο σαφώς από τον Ρώσο αριστερό φιλόσοφο Mikhail Bakunin. Είναι ο τύπος αριστερόμαγκα, ο οποίος σε συγκεντρώσεις της κνε απαγγέλει τσιτάτα από Μαρξ, Τρότσκι, Μπακούνιν, φυσικά, έως Κροπότκιν για να εντυπωσιάσει αξύριστες ζεμπιλοφορούσες αριστερών φρονημάτων κορασίδες. Έτσι, ενώ ακούγεται γοητευτικός σε κομματικές πανεπιστημιακές συγκεντρώσεις, είναι πολύ ανιαρός αν βγει ραντεβού και γι' αυτό καταλήγει μπακούρι. Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, ο τύπος αυτός κάνει την μπακουριά ιδεολογία για να δικαιολογήσει πως πάλι είναι ρέστος. Και εν τέλει αναλίσκεται σε φραστικά πυροτεχνήματα του ρωσικού σοσιαλισμού για την αγαμία του, όπως οι αφορισμοί της Κάρι Μπράντσο από την σειρά «συνουσία εις το άστυ».

- Ο 902 κάνει πάρτυ κορίτσια, θα πάμε;
- Μέσα, μόνο μην το πεις στον Ναπολέοντα, θα μας ζαλίσει αν έρθει μαζί μας.
- Ναι ρε, εννοείται ο Μπακούριν θα φάει άκυρο.

Φιλικά Μιχαλιός Μπακούνιν (από GATZMAN, 07/03/11)(από jesus, 09/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σημείο του γυναικείου στέρνου ανάμεσα στα δύο βυζιά, το οποίο νοητώς τα χωρίζει. Περισσότερο παραπέμπει σε γυναίκα με μεγάλες βυζούμπες, οπότε αποτελεί βυζοχαράδρα, ωστόσο σε σχέση με τον τελευταίο αυτό όρο, το βυζοχωρισιά είναι πιο ουδέτερο, δηλαδή αποδίδει λιγότερη έμφαση στο ευμέγεθες των βυζιών και απλά δηλώνει το ανατομικό σημείο.

Πάσα: Έλεκτρον.

  1. ...άρα η μύγα συνεθλίβη στην βυζοχωρισιά της Μαρίας.... (κόντρα πλακέ).

  2. Έχω ένα ρολόϊ, που γράφει ότι λειτουργεί και σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας. Λες να πάω να το χώσω σε καμιά βυζοχωρισιά;

Salma Mater (από Khan, 03/03/11)Πρακτικές εφαρμογές (από Vrastaman, 04/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος μακαρίτη/-ισσας, ή συγχωρεμένου/-ης, δηλαδή πρώην γκόμενου/-ας. Το αντικείμενο της μεταφοράς είναι ο ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου (αγγλιστί Emeritus), δηλαδή ο Καθηγητής Πανεπιστημίου που έχει πάρει σύνταξη και έχει τελειώσει την ενεργό του καριέρα, πλην απολαμβάνει ίσες τιμές με τους εν δράσει καθηγητές και του δίνεται και η διακριτική ευχέρεια να παρεμβαίνει στην πανεπιστημιακή ζωή, λ.χ. για να παρακολουθεί κάποιο ΠουΤσουΝτου που τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα.

Με αυτήν την λογική, ομότιμη γκόμενα (επικεντρώνω στο αντρικό βλέμμα) είναι μια πρώην γκόμενά μας, με την οποία έχουμε χωρίσει χωρίς να την θάψουμε οριστικά, μνημόσυνα κιετς όπως στην περίπτωση της μακαρίτισσας, αλλά διατηρούμε καλές αναμνήσεις και της επιτρέπουμε φού και φού να διεκδικήσει κανένα φιλικό (πλέον) for ol' times' shake δίκην ΠουΤσουΝτου.

Συχνά είναι μιλφού την οποία ο άντρας σφύριξε κι έληξε, χάριν κάποιας πιπινωτέρας. Όμως διατηρεί όλες τις τιμές της σχέσης. Λ.χ. αν ο άντρας λέγεται Γιώργος, μια ομότιμη θα συνεχίσει να λέγεται Γιώργαινα, καθώς θα έχει παγιωθεί η ταύτισή της μαζί του. Επίσης, παρ' όλο που την έχουμε συνταξιοδοτήσει, της αποδίδουμε τις πρέπουσες τιμές που της αξίζουν, εξίσου όσο και στην καινούργια γκόμενα. Μια γυναίκα είναι πιο δύσκολο να κάνει κάτι αντίστροφο, καθώς οι γυναίκες αγαπάνε και θάβουν πιο οντολογικά, πλην στην εποχή που θάλλουν οι γυναίκες πούστηδες όλα είναι δυνατά.

Σημείωση για τον Fritz Slang: τον χρησιμοποιώ μόνο εγώ αυτόν τον όρο, απλώς ως μια σλανγκάζ διάκριση από την μακαρίτισσα, η οποία κάπως πρέπει να γίνει.

- Τι γίνεται ρε Γιώργο, θα βγούμε το βράδυ;
- Δεν μπορώ ρε συ, θα περάσω από την Γιώργαινα...
- Χαλάλι, αν πρόκειται για το καυλοράπανο...
- Δεν λέω για την πιπινέζα ρε συ, για την ομότιμη μιλάω, τον τσολιά.
- Ακόμα με το μιλφ τραβιέσαι ρε πόντιε;
- Τι να κάνω, χρειαζόταν ένα σέρβις η κοπέλα... Έλα και στην θέση της...

Με λένε Γιώργο (από johnblack, 20/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την πράξη παρασκευής μπιφτεκιών, συγκεκριμένα από το τελευταίο στάδιο όπου, με το ένα μας χέρι, κάνουμε κυκλικές κινήσεις στον κιμά και τελικώς του δίνουμε μερικά σκαμπιλάκια για να πατικωθεί λίγο. Ο παραλληλισμός είναι προφανής και δεν χρειάζεται περαιτέρω εξήγηση. Συνήθως χρησιμοποιείται μειωτικά για άσχημες λεσβίες.

Γέμισε το μαγαζί μπιφτεκούδες, πάμε να πάρουμε τον πούλο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified