Κυριολεκτικά: το κυκλικού σχήματος αρτοσκεύασμα, είτε επικαλυμμένο με σουσάμι είτε με άλλο καρίκευμα.

Μεταφορικα: ο πρωκτός / η εκ του πρωκτού διείσδυση

'Ελα φιλαράκι έχω νέα!! Χθες βγήκα με τη Τζένούλα!! Της έφαγα το κουλούρι με τη μία, κολλητέ!!! Μου έδωσε κώλο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προέλευση του ορισμού είναι ενδιαφέρουσα και κατά τη γνώμη μου έχει τις ρίζες της στο εξής:

Τα παλαιότερα χρόνια, όταν ο πελάτης ζητούσε το αντίστοιχο είδος sex με κορίτσι εργαζόμενο σε σχετικό ευαγές κατάστημα, και το κορίτσι διαπίστωνε ότι ο οργανικός εξοπλισμός του πελάτη ήταν μεγαλύτερου μεγέθους από τον μέσο όρο, τότε τον υποχρέωνε να φορέσει γύρω από τον «εξοπλισμό» μαξιλαράκι σε σχήμα παχέος κουλουριού με οπή, ώστε η διείσδυση να είναι όσο το δυνατόν πιο περιορισμένη και ανώδυνη για την εργαζόμενη.

Από εκεί επικράτησε ο δακτύλιος του πρωκτού να ονομάζεται και κουλούρι. Μία τουλάχιστον παρόμοια αναφορά υπάρχει και στο bourdela.com.

Εξάλλου η πρωτότυπη έκφραση φαίνεται να ήταν: «κουλούρι σου έδωσε;» και αργότερα να έγινε «κουλούρι πήρες;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η ελληνική καθημερινή ονομασία του αστακοειδούς scyllarides latus (βλ. φωτό), η οποία προκύπτει από το ότι το ζωντανό αυτό κινείται χτυπώντας πάνω κάτω την ουρά / τον κώλο του.

Παρότι η λέξη ακούγεται και είναι επαρκώς σλανγκ, δεν απαντάται σε αμιγώς σλανγκική χρήση. Επιτρέπεται, ωσεκτουτού, κάθε αυτοσχεδιασμός.

Κωλοχτύπα θα μπορούσε λοιπόν να είναι το κωλοσκάμπιλο, το χαστούκι που σκάει ο άντρας στον κώλο της γυναίκας κατά τη διάρκεια του σεχ, ή, απλά, στο ανέβασμα της σκάλας, αντρική πρακτική που, κατά τη γνώμη της υποφαινομένης, προέρχεται από τον καιρό που ο άντρας καβαλούσε (με κάθε έννοια) το άλογό του ή τη μουλάρα του ή τον γάδαρο και έδινε και μια στα καπούλια για να πάρει μπρος το ζωντανό. Τώρα αν αρέσει αυτό στη γυναίκα ή όχι, είναι θέμα γούστου, ή και θέμα στιγμής.

Παίζει και σαν προστακτική: «Κωλοχτύπα με μωρό μου, κωλοχτύπα με!»

Επίσης κωλοχτυπιέσαι πχ σε χωματόδρομο με τζιπ.

(Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: το σαβουάρ βιβρ εξηγεί πως η μόνη περίπτωση κατά την οποία ο άντρας πρέπει να προηγείται της γυναίκας, είναι στις σκάλες (ανέβασμα), για έναν πολύ απλό λόγο: γιατί αλλιώς φαίνεται το βρακί της και δεν πρέπει. Πιθανόν όμως να είναι και προς αποφυγή κωλοχτυπών, λέω γω.)

  1. Τώρα το καλοκαίρι, πριν βάλετε στο πιάτο σας χταποδάκι, αστακό ή κωλοχτύπα, σκεφτείτε το διπλά. Γιατί αυτά και άλλα μικρά θαλάσσια είδη απειλούνται με εξαφάνιση, κυρίως λόγω υπεραλίευσης.
    από εδώ

  2. - Σου έχω πει χίλιες φορές ότι μου τη σπάει να μου κάνεις κωλοχτύπες όταν ανεβαίνουμε τις σκάλες του σπιτιού μας!
    - Στο κρεβάτι αλλιώς μου τά 'λεγες μωρό μου...

(από ironick, 17/08/10)δείτε και αυτή την απίθανη μαλακία (από ironick, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ούτη λέξη προέρχεται παρά του κλασσικού ανεκδότου (απαράδεκτον δια πράκτορας εάν δεν γιγνώσκεται παρά τα μέλη του σλανγκ.γρ) και υποδηλεί το ξαφνικό και επίπονο πρωκτικό σεξ ή μεταφορικώς την ξαφνική απειλή. Συνδυάζεται δε μετά της σχετικής χειρονομίας η οποία τελείται ως εξής: ο ομιλητής σφίξει γροθιά το αριστερό του χέρι και το κρούει με την δεξιά του παλάμη ίνα ακουσθεί ο γνωστός ήχος «πλατς!».

Α' Ανέκδοτο:

Δεγαμίων: Ω Ρουφοκώλων, πες μου, μετά της γυναικός σου πράττεται όλες τας στάσεις;
Ρουφοκώλων: Βέβαια!
Δεγαμίων: Ακομα και την «κεμπάπ»;
Ρουφοκώλων: Όχι, πως πράτεται ούτη;
Δ.: Λες της γυναικός σου να γδυθεί και στηθεί εις τα τέσσερα, βαίνεις σιγά-σιγά από πίσω της ίνα μη σε αντιληφθεί, και μπάπ!

Β' Πραγματικότις

Καυλαγόρας: Ήλθον το αφεντικό μου ύστερον από τας εκλογάς και φόρτωσέ με πλείστη εργασίας άνευ λόγου και αιτίας! Φαίδων: Αντελήφθην... κεμπάπ!

Λογοπαίγνιο «και μπάαααπ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο ενεργητικός άντρας συνουσιάζεται με άλλον άντρα με πρωκτικό σεξ ή αλλιώς τον κολομπαρεύει. Είναι επίσης έκφραση απειλής του τύπου «θα τον γαμήσω!»

Καλά, άμα τον πετύχω πουθενά θα του φάω το κουλούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified