Το κολπικό υπόθετο.

- Μου φαίνεται ότι έπιασα μύκητες.
- Ε, πήγαινε σε καναν μουνολόγο να σου πει τι να κάνεις.
- Τι να μου πει, κλασικά, θα μου δώσει να βάζω κάθε βράδυ ένα μουνόθετο ντακταρίν, σιγά!

(από ο αυτοκτονημενος, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεκάνη στα μπουρδέλα για το πλύσιμο μετά ή πριν την συνουσία. Αυτός που το διαπράττει είναι ο λεκανατζής, που λέγεται και μπαμιάκιας και πουστράκι λεκανηφόρο. Δηλαδή ο βοηθός της μαντάμας.

Πηγή: Χότζας, η χαρά του κάβουρα.

Ο σεφ λεκανατζής σήμερα προτείνει: μπάμιες με φέτα. Παραδοσιακό φαγητό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλύφανο ή αλεζουάρ (και αμερικλανιστί reamer)

Εργαλείο που σαν σκοπό έχει την λείανση μιας οπής που έχει τρυπηθεί με κοινό τρυπάνι.

Πρώτα πχ. ανοίγουμε μια τρύπα με τρυπάνι Φ 8,8 μμ και με το γλύφανο το πάμε 9 μμ ακριβώς.

Έτσι και το σκατό παραλληλίζεται με το τρυπάνι και η ψωλάρα ή ο σχοινοκαθαριστήρας παραλληλίζεται με το γλύφανο.

Χώσε μωρό μου το γλύφανό σου μέσα, τώρα που έχω χέσει και είμαι ανοιχτός (λέει ο πουστράκος στον βεληγκέκα του)

(από ο αυτοκτονημενος, 23/10/10)(από ο αυτοκτονημενος, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ερζάτς μουνόχειλα ενός γκέουλα, ή η ταλαιπωρημένη εναλλακτική δίοδος μιας κατόχου A-level.

Σιχαμένη λέξη, αλλά κάποιος έπρεπε να την αναρτήσει.

- Αυτό πού ήθελα από εκείνον ήταν να με γαμήσει, χωρίς να με ρωτήσει αν θέλω, εγώ μόνο να στηθώ καλά, την τρύπα μου να φυσάει ο κρύος και υγρός αέρας που μπαίνει από το σπασμένο τζάμι, να χαϊδεύει καυλωμένος ο χειμώνας τα κωλόχειλα μου, πρόστυχα εκτεθειμένα, από κάτω οι περαστικοί βιάζονται...
(Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, εδώ)

- Δεν άντεξε όμως… ένας πίδακας από καυτή λάβα έκαψε τα πρησμένα μου κωλόχειλα… τα υγρά του έκαψαν την πλάτη μου κι έφτασαν μέχρι το σβέρκο μου.
(εκεί)

- τριγμὸς μαντρούχια πλακωμὸς φλισκούνια πετσετάκια
χυσόχαρτα κωλόχειλα καὶ ψωλοραβασάκια
κωλοτσιμποῦκι τραγανὸ κι ἄγαρμπο μυξομποῦκι
τῆς γάμησαν τὸ λάρυγγα μὲ τόρνο καὶ καβοῦκι
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξωτερικός δακτύλιος της κλανοβαλβίδας.

Θα μπορούσε επίσης να προσδιοριστεί ως το τμήμα εκείνο του πρωκτού που επιδέχεται αποτρίχωση και πρωκτολειχία. Εν γένει πάντως χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του κώλου ή της κωλοτρυπίδας, σε εκφράσεις όπως «μού’ χει φύγει το περικλανίδιο», «θα σου σκίσω το περικλανίδιο» κ.ο.κ.

  1. Helpppp!!! Το αγορι μου θελει διαρκως να αεριζεται (να κλανει) Απ.: Η πιο γρήγορη μέθοδος εξέτασης, είναι να καθήσει γυμνός πάνω στο αλεύρι. Αν ο οπτικός έλεγχος στο αλεύρι, δείξει ανοιγμένο περικλανίδιο, τότε αμέσως στον πρωκτολόγο να εξεταστεί με κωλομπινεδισκόπιο! εδώ.
  2. ...και επίσης έσπασα τον περικλανίδιο παρθενικό οπισθοδακτύλιο του Νώντα... από τότε είναι ανοιχτός για όλους.
    (από το δίχτυ ομοίως).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγκριτοι σλάνγκοι έχουν προ πολλού ετυμολογήσει επαρκώς τη λέξη. Ολίγα τινά περί της φύσεως, της χρήσεως και της καταχρήσεως του εν λόγω αντικειμένου:

Πρόκειται φυσικά για το πασίγνωστο, φορητό, πτυσσόμενο τηλεσκόπιο που χρησιμοποιεί συγκεκριμένη κατηγορία των κατά Βασ. Νικολαϊδη «ακτημόνων του έρωτα», και το οποίο τους παρέχει, θεωρητικώς από απόσταση ασφαλείας, το οπτικό υλικό το απαραίτητο για την επιθυμητή χειράντληση φλοκίων.

Συνώνυμο: Κανωκιάλλη. Πρβλ το σλανγκικό την κάνω λάστιχο, το αρμοδιότητος εξομολογητή ιερωμένου «...η δε μαλακία οπού να γενή με το χέρι...» και το εμπειρίκειον «.....Ωωχ.....ααα.....ααααχ!!!.....Τι όμορφη που είσαι!!!!!.......τι ωραίο μουνί που έχεις!!!!!...κάνω μαλακία για σένα......αααα!!!...ααα!!!!!...Τι γλύκα.........
χύνω......χύνω για σένα.........χύνωωωω...........».

Γκμχ! Γκμχ!! Γκμχ!!! (βηξ ανακλήσεως εις την τάξιν, την σοβαρότητα και την ευπρέπεια).

Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι ο χρήστης τηλεμπάνιστρου αναλαμβάνει σοβαρό ρίσκο, σε περίπτωση επ' αυτοφώρω σβερκώματος, να καταλήξει στο πλησιέστερο νοσηλευτικό ίδρυμα με διάρρηξη του πρωκτικού σφιγκτήρα, συνεπεία της βίαιης εισαγωγής του tool of the trade στο απευθυσμένο του από τον σφίχτερμαν ζοχαδιακό συνοδό της μπανιζομένης δεσποσύνης. Επ' αυτού, ερευνάται από έγκριτους γλωσσολόγους η πιθανή σχέση του σλανγκικού όρου κωλοβάρδουλα με τη λέξη «βάρδια»= σκοπιά, επιφυλακή. Έχει ήδη απορριφθεί η σύνδεση με τη λέξη «βάρδος», εφόσον ως γνωστόν ο γυναικείος αφεδρώνας φημίζεται για αρετές που δεν σχετίζονται με την ερμηνεία ασμάτων, και ως εκτουτού κρείττον σιγάν.

Κατά τα λοιπά, θεωρείται βέβαιο ότι η απόκτηση τρίτου, οπισθίου οφθαλμού διόλου δεν βελτιώνει τις επιδόσεις του ατυχούς χειρώνακτος στο ευγενές άθλημα του οφθαλμόλουτρου, ενώ αντιθέτως του δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα αποχετευτικής φύσεως.

Το τρίτο του μάτι
σε κατασκοπεύει
αλλ' αν τον τσακώσω
από πού θ' αφοδεύει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γεννητικά και πρωκτικά κονδυλώματα που προκαλούνται από τον ιό HPV. Με καργιόλια παρασημοφορούνται και παρασημοφορούν κυρίως τα ασκεπή στρώματα.

- μεσα τυπε μου, εχει κατι μουνακια σκετη ζαχαρη
- Ζάχαρι είναι αυτή ; Εμένα για κονδυλώματα μου φαίνονται. Αυτά που στην πιάτσα λένε καργιόλια. Κάνω λάθος ;
(εδώ)

- Και μια και ρωτήθηκε πιο πάνω τα κονδυλώματα μοιάζουν σαν μικρα μικρά κουνουπιδάκια....απο τα χειρότερα αφροδίσια.μπορεί να σε ταλαιπωρήσουν χρόνια ολόκληρα....Και να σας πω κάτι που ισως σε πολλούς δεν είναι γνωστό.Εξαρση παρατηρητε τελευταία στις Ελληνίδες στα καριόλια αυτά.
(εκεί)

Ο γοητευτικός ιός που τα προκαλεί. (από Vrastaman, 13/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό σπέρμα, άκα το ψωλόχυμα, το ερωτικόν γλεύκος, το παχύρρευστον πίαρ.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

- Αχ νάξερες -σ'τό ξαναλέω- νάξερες πόσο σου πάει το το ψωλόχυμα στο πρόσωπό σου... Σού το γέμισα παντού... Σού το έκανα μούσκεμα... θ'αθελα να είχα έναν καθρέφτη νε το έβλεπες και συ... Θαρρώ όμως πως θ'ελεις και άλλο σπέρμα.... Μπόλικη, παχειά ψωλόκρεμα... Δέν είναι έτσι, Φλώσσυ;
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ.23).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικείο εσώρουχο μικρού μεγέθους, το στρινγκ.

-Άσε φίλε, είχα πάει για μπάνιο σήμερα και είδα μια μουνάρα που φόραγε έναν πορδοκόφτη άλλο πράμα, τα είδα όλα σου λέω!!!!!!!!!!!!!!!

Βλ. και κόφτης, κουραδοκόφτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουραδοκόφτης = σκατοκόφτης = πορδοκόφτης = στρινγκ.

- Κοίτα την Λούγκρα με τον κουραδοκόφτη!
(σε πλαζ της Μυκόνου)

Από την ορκωμοσία της Ιταλικής κυβέρνησης (από Khan, 27/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified