Further tags

Ο πρωκτός. Συνήθως ακολουθεί ρήμα που δηλώνει βιαιότητα στο σεξ όπως: σχίζω, ξεσκίζω, ξεχαρβαλώνω, γαμώ κτλ, αλλά κυρίαρχο είναι το σχίζω.

Θα σου σκίσω το πρωκτέλι, έτσι και ξαναφωνάξεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Cartoon των 90's. Χρησιμοποιείται ώς αντίστοιχη λέξη του χοντράδια όταν κάποιος ψάχνει ό,τι να 'ναι φάση με κοπέλα για να φύγουν απο κάτω οι flintstones να ξεβουλώσει η χοάνη.

- Μαλάκα, καλά που έκατσε η Σούλα κι έδιωξα τους flintstones γιατί είχα πρηστεί σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουρώ ενώ έχω στύση, συνήθως τις πρωϊνές ώρες και μέχρι τα 40 συνήθως το πολύ.

- Ο Μήτσουρας από μικρός έτρεχε στο μπάνιο για να ουρήσει πρωί πρωί και τελικά πάντα καυλουρούσε γιατί ήταν στα ντουζένια του, 16 χρονών παιδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα ή άνδρας που είναι πιο λέρα και από χρησιμοποιημένη σερβιέτα. Ίδια σημασία με την λέξη μουνόπανο, μόνο που είναι ακόμα πιο υποτιμητική.

- Την παλιοσερβιέτα, πού να άκουγες τι μου είπε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εύφλεκτο μείγμα, που ανακάλυψε ο Καλλίνικος τον 7ο μ.Χ. αιώνα, άγνωστα παραμένουν τα υλικά με τα οποία το έφτιαχνε. Οι ιστορικοί λένε ότι το υγρό πυρ έκαιγε επίμονα και δεν έσβηνε με νερό, παρά μόνο με ούρα ή άμμο.

Για την διαπροσωπική σχέση των φύλων μεταξύ τους χρησιμοποιείται και ως αντίστοιχο του Χοντράδια ή Flintstones δηλαδή συμπυκνωμένο υγρό που έχει πήξει απο την ανύπαρκτη σεξουαλική επαφή.

Αλκιβιάδης: Φίλε μου ένα θα σου πω. Έβγαλα με μίσος παντού το υγρό πυρ δια μέσου της εκτίναξης πάντα. H κοπέλα δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο, έγκαυμα πρώτου βαθμού της προκάλεσα! Σαν γέννα ήταν.

*Αλκιβιάδης = πρώην αμπελοφιλόσοφος, παρέα του Μάκη του Γίγαντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλοτρυπίδα, σούφρα, γκρόβερ, ροδέλα, σφιγκτήρας κλπ.

Προέλευση:

Απο την προφανή ομοιότητα με τον ρόζο ενός δέντρου.

- Πολύ χαρούμενο σε βλέπω.
- Πώς να μην είμαι. Χτες βράδυ η Σούλα μου 'δωσε ρόζο!
- Σέβομαι...

(από leouras, 20/01/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικείο εσώρουχο μικρού μεγέθους, το στρινγκ.

-Άσε φίλε, είχα πάει για μπάνιο σήμερα και είδα μια μουνάρα που φόραγε έναν πορδοκόφτη άλλο πράμα, τα είδα όλα σου λέω!!!!!!!!!!!!!!!

Βλ. και κόφτης, κουραδοκόφτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουραδοκόφτης = σκατοκόφτης = πορδοκόφτης = στρινγκ.

- Κοίτα την Λούγκρα με τον κουραδοκόφτη!
(σε πλαζ της Μυκόνου)

Από την ορκωμοσία της Ιταλικής κυβέρνησης (από Khan, 27/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουνόπανο ρε παιδιά, τι σερβιέτα και ευγένειες...

Άντε πηδήξου, μουνόπανο του κερατά!

(από Galadriel, 25/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Απαντάται και ως "μουνόπορδος", και λαμβάνει χώρα κατά την απομάκρυνση του ανδρικού μορίου από τον κόλπο κυρίως όταν έχει προηγηθεί sex στα 4, καθώς ο αέρας που είχε συσσωρευθεί στο γυναικείο όργανο κατά τη διάρκεια της πράξης, απελευθερώνεται.

(κοπέλα) -Φρρρραπ!
(αγόρι) -Τί ήταν αυτό; Μουνόπορδος ή η φασολάδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified