Further tags

Μεταξύ άλλων:

  • Υποκοριστικό / χαϊδευτικό του ανδρικού γεννητικού μορίου,
  • O εξαιρετικά μικρός πέοντας,
  • Στην Αχαΐα, «πουτσούλα μου» λεν τα αγοράκια.

    Οι πρώτες δύο έννοιες καταγράφονται κι ως τοπικός ιδιωματισμός τση ορεινής Αρκαδίας (βλ. Δημήτριος Σπ. Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2013).

Βλ. και πουτσούλα (ιδιωματισμός της Ηλείας). Αντώνυμα: πούτσουλας, ανακόντα.

1.
- Σπυριάρικο ξενέρωτο μικροτσούτσουνο σπασικλάκι. Καλό παιδί κατά τ' άλλα...:Ρ
- καλά σπυριάρικο και ξενέρωτο..το μικροτσούτσουνο πως προέκυψε;;;;
μήπως σε κανα επεισόδιο ο σπορτ μπιλυ είχε πετάξει το πουτσούλι του και το είδες;;; και μετά λέτε ότι οι γυναίκες κοιτούν το μέγεθος!! ε ρε τζάμπο που σας χρειάζεται :-))))))))))

2.
Θα το καταλάβεις όταν χώσεις γιατί στη ψηφοφορία θα πέσεις. Η νοημοσύνη σου ειναί μικρή σαν την πουτσούλα σου
3.
Αμ το άλλο; έχουν μια συνήθεια στην Αχαϊα τα αγοράκια να τα φωνάζουν πουτσούλα μου έλεος!!!

Ceci n\'est pas Goliath (από σφυρίζων, 03/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται κι έτσι το πολυτραγουδισμένο μουνί.

Κατ' αρχήν, ειλικρινώς, σε ιδιώματα που έχουν την τάση να κόβουν τα φωνήεντα. Δευτερευόντως, από αστειάτορες που ειρωνεύονται την υποτιθέμενη βλάχικη εκφορά του μουνιού, ή απλώς είναι κορεκτίλες και δεν θέλουν να πουν όλη την λέξη κανονικά, οπότε κάνουν αυτήν την ντεμέκ αυτολογοκρισία είτε προφορικώς είτε στον γραπτό διαδικτυακό λόγο. Βλ. και αμνί.

  1. Αχ μάνα μου, μάνα μου με τρώει το μνι
    ξύστο για να βγάλ' μαλλί
    Άι ντουμουντούμ, άι ντουμουντούμ κι τ' αρχίδια μας γρατζουνούν. (Από σκωπτικό άσμα)

  2. πονος στο μνι.
    Λοιπον θα μπω κατευθειαν στο θεμα.
    Οχι εγω, μη χαιρεστε, μια φιλη μου εχει ενα μικρο προβληματακι.
    (Η συναρπαστική συνέχεια στο Κοσμοπόλιταν)

(από Khan, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ιδιωματισμός των Ιονίων Νήσων.

Το χτένι. Οστρακοειδές εδώδιμο με χαρακτηριστικά μεγάλα όστρακα που σερβίρεται ζωντανό με λίγο στυμμένο λεμόνι.

Μεταφορικά, για τη γυναίκα που παρουσιάζει τόσο έντονη σεξουαλική επιθυμία που τα χείλη του αιδοίου της πάλλονται σαν τα όστρακα της καποσάντας.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λευκαδίτικη παροιμία για την έξαρση της σεξουαλικής διάθεσης την άνοιξη. Περισσότερο από όλα, η παροιμία περιγράφει το αίσθημα πλημμύρας που αισθάνονται πολλά αρσενικά στη θέα των ολάνθιστων κορασίδων που φορούν τ' ανοιξιάτικά τους κάτω απ' τον λαμπρό και ζεστό ήλιο, μετά από μήνες κρύου, μουντάδας και χειμωνιάτικου ντυσίματος.

- Τι γίνεται ρε φίλε πάλι φέτος; - Τι ρε;
- Πήγα για καφεδάκι πλατεία και γινότανε του μουνιού το πανηγύρι. Πρέπει να πήγε εκδρομή το Λύκειο και ήταν ίσα με 100 γκομενάκια με τα σορτσάκια και τα κοντά τους τα μπλουζάκια. Πνίγηκα από φρέσκια σάρκα σου λέω.
- Χαχα, τον Απρίλη και το Μάη το μουνί φαρομανάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος στα κυπριακά, η βίλλα, εκ του κατουρώ και βίτσα (δες).

- Συνέχισε να κλάνεις που το στόμα και πελλός που ασχολέιται με Αριστεροτσογλάνι
- Ρε άμυαλον Εδονόπουλο έδωσε το παρόν σου πάλι. Κόψε λίγο τη μαλακία και θα κρούσεις το λιγοστό μυαλό σου.
- Ρε κατουρόβιτσα που θέλουμε. (Κυπριακό βρις-οφ εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το αρχαιοελληνικό κύσθος, που σημαίνει γυναικείο αιδοίο. Το κύσθος έγινε κύστος (κατά το μισθόςμιστός) και αργότερα, με την εξέλιξη της κυπριακής προφοράς (και με παρετυμολογία από το σχίζω και σχισμή), έγινε σσύστος.

Προφέρεται sheestos.

Είδα τον σιύστον της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγινε το μοντάρισμα, μια χαρά πήγε η συγκόλληση, κοινώς εκπληρώθηκε η φορτωτική. Λέγεται συνθηματικά για να επιβεβαιώσει ο ομιλών ότι πήδηξε.

Τόπος καταγωγής της φράσης η Λακωνία. Μπάκακας είναι ο γυρίνος και λούμπα, ο λάκκος με το νερό.

Η: Πως πήγε χθες με την Κωνσταντίνα;
Γ: Μια χαρά.
Η: Μπήκε ο μπάκακας στη λούμπα -σα να λέμε...
Γ: Όχι ακόμα, είναι σεμνό κορίτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση κρέπα γλυκιά χρησιμοποιείται συχνά από τη νεολαία κυρίως για να χαρακτηρίσει το «φιστίκωμα» ...

- Τι έγινε ρε με το Μαράκι; Την κατάφερες;
- Ναι, την τάισα γλυκιά κρέπα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μπούκνα (η): Το μικρό μαύρο σύκο. Σε τοπικό νησιώτικο ιδίωμα μπούκνα ή μπουκνάκι λέγεται και το γυναικείο αιδοίο, λόγω της ομοιότητάς του με την ανοιγμένη στα δύο μπούκνα.

Μια τρίτη έννοια αφορά αυτόν που είναι άχρηστος, ακαμάτης.

  1. Φάε μπούκνες είναι νόστιμες.
  2. Αντρέα η γκόμενα έχει ένα μπουκνάκι....
  3. Μμμ αυτός να κάνει κάτι σωστό; Για τις μπούκνες είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσπερματώνω.

Την επήδαγε, την επήδαγε ώσπου χυσεντερίστηκε και πήγε στο διάολο (από μνήμης οτι θυμάμαι από κάποιο μυθιστόρημα του Ν.Καζαζντάκη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified