Ο μαλάκας, ο τρομπαδούρος.
Αυτός που μινάρει (που μαλακίζεται δηλαδή) ασύστολα.
- Πάλι μαλακίες κάνει ο φίλος σου έ;
- Αφού ξέρεις τι μιναρίτας που είναι...
Ο μαλάκας, ο τρομπαδούρος.
Αυτός που μινάρει (που μαλακίζεται δηλαδή) ασύστολα.
- Πάλι μαλακίες κάνει ο φίλος σου έ;
- Αφού ξέρεις τι μιναρίτας που είναι...
βλ. και μινάρας, ο
Got a better definition? Add it!
Η γκόμενα στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί.
Γκάιντα ρε, τάχα το χαλόνι ! (= κοίτα ρε κώλο το γκομενάκι !)
Got a better definition? Add it!
Βορειοελλαδικό σλανγκ.
Γκόμενα με προσόντα (βλ. στίχους Γιάννη Κούτρα: Με ένα κάρο όνειρα και άλλα τόσα φόντα, ποτέ μου δεν απέκτησα γκόμενα με προσόντα - δίσκος Τσικαμπούμ).
Ευάερη, ευήλια, ψηλά πατώματα, γωνιακή, πάρκινγκ, διαμπερής και ιδίως με τεράστιους νομιμοποιημένους ημιυπαιθρίους χώρους γυναίκα-ρα. Τα υπόλοιπα περιττεύουν. Για μια τέτοια γυναίκα, (Χριστίνα Αποστόλου) ο Βέγγος στο «Μην είδατε τον Παναή» είπε το: «Μαρμαροκολώνα μου! Κουρκουμπίνια έφτιαχνε ο μπαμπάς σου;»
Συνώνυμα: μπαμπάτσ(ι)κο, φρεγάτα, φρεγάδα, νταρντάνα, ζουμπουρλό, μπαρμπουνάτο, είναι του ιππικού, αλόγα, φοράδα, ψηλοκάπουλο, ποτέμκιν, κανονιοφόρος, τουμπουκτού, αγροκτήματα αρόζα κτλ.
- Αμάν ! Κοίτα ένα μωρό ρε!
- Πω-πω ρε, τι μπαμπατζάνικο είν' αυτό; Πες μου πώς το λεν τον πατέρα σου που σ' έκανε μωρό μου, να πάω να του φιλήσω το μπούτσο!
- Α' να χαθείς σαχλέ!
Got a better definition? Add it!
Η λέξη πατικωλίδι ετυμολογείται εκ των πατάω και κώλος.
Πρόκειται για ιδιωματισμό του Αγρινίου, όπου πολλοί παράνομοι αγώνες στους δρόμους και στις αερογέφυρες. Συνεπώς ως πατικωλίδι ορίζεται η κόντρα, η σπινιά και γενικά το γαμηστερό καυλόγκαζο.
Σπανιότερα συναντάται και ως συνουσία μέσω πρωκτού.
Ρε συ, είδες φανάρια-αερογέφυρα κάτι τρελά πατικωλίδια που έπεσαν;;;;
Αν πάς στο σπίτι της Εύας, κάνε της ένα καλό πατικωλίδι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η άσχημη γυναίκα στα Πατρινά.
Πιθανότατα ηχοποίητο εκ του βούπ! (ήχος πτώσης), ουδεμία σχέση φέρει με το βου-που.
Συνώνυμα: ζάμπα (Ιόνιο), πατζούρι, κάγκουρας (Σαλονίκη), μπράσκα (Β. Ελλάδα), σαύρα, κουβάς, σαλόζα, γαλότσα, μπάζο (πανελληνίως) κ.α.
Παράγωγο: Καρα-βουπίδιο.
- Βγήκαμε τις προάλλες με κάτι βούπες, που μας πουλήσανε και μούρη από πάνω.
- Γαμήσατε ;
- Ρε, σου λέω ούτε για βεντούζες δεν ήτανε. Χώρια που μας τα σπάσανε.
- Κατάλαβα, τη χήρα την πεντάρφανη κανονίσατε πάλι ...
Got a better definition? Add it!
Ο Αρκάς μπαργαλάτσος, ένα από τα εκατοντάδες συνώνυμα του πέους, που κυκλοφορεί ειδικά στην Αρκαδία, σλανγκομάνα πολλών επιφανών σλανγκιστών. Προς το παρόν δεν έχουν μαρτυρηθεί τύποι, όπως δαυλιάρης, μου δαυλώνει, στραβοδαύλιασα. Σημειωτέον ότι και στην Κρήτη υπάρχει η έκφραση δαυλός στον κώλο σου με ανάλογο περιεχόμενο. Σύγκρινε με λαμπάδα, πήρε φωτιά ο κώλος μου κ.τ.λ.
Στις Ευρωεκλογές η Ν.Δ. έμεινε με το δαυλί στο χέρι.
Got a better definition? Add it!
Το μουνί, κατά χωριάτικη αργκό. Το παραδίδει ο Φίλιππος Βλάχος στα «Χωριάτικα Βρωμόλογα», 1986. Δες και σ' αυτό το βλόγιον.
Πηγή: Vrastaman.
- Παγώνα μ', θήλου κιοκιό!
- Τού πιασα του υπονοούμενου, Μήτσου μ'!
Got a better definition? Add it!
Αστεϊσμός που δηλώνει το πόσο μεγάλο πέος έχει ένας αρειανός... Λογοπαίγνιο που πηγάζει από το «κίτρινη κάρτα».
Και ναι κύριε... πάρε την κίτρινη κάρφα σ'!
Got a better definition? Add it!
Έτσι λέγεται το αιδοίο στα γύφτικα.
Η λέξη είναι επιβεβαιωμένη από γνήσια και αξιόπιστη πηγή, μετά από πραγματική διαπροσωπική συναναστροφή.
Μανγκάβα (=θέλω) μίντζο.
Got a better definition? Add it!
Έτσι ονομάζεται η συνουσία στα γύφτικα.
- Σο κέρε σα (=τί κάνεις);
- Μπούρλα ντιλνός.
Got a better definition? Add it!