Further tags

Σκληρό μπινελίκι για εύχονδρα λαμόγια και πάσης φύσεως τσογλαναράδες. Εδώ το συνδετικό -πούτανος δεν παραπέμπει σε σεξουαλικά ελαττώματα, αλλά σε ηθικά τοιαῦτα.

Βλ. επίσης: χοντρομπαλάκας, χοντρομαλάκας, μπουχέσας, κλασομπανιέρα. Σχετικές γειώσεις: Χοντρός; τον τρως, πώς γράφεται; / σ' έχει γαμήσει ποτέ χοντρός;

1. Τι γκαριζει ο αλλος ο χοντροπουτανος να πουμε αφου

2. Ο χοντροπούτανος condom in ass, που σε οποιαδήποτε άλλη χώρα θα σάπιζε στη φυλακή, μαζεύει όλους τους εκβιαστές δημοσιογράφους και θα κάνει τον alpha κωλοχανίο

3. ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΣΕ ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ ΓΙΑ ΚΑΜΜΙΑ ΩΡΑ ΜΟΝΟ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΧΟΝΤΡΟΠΟΥΤΑΝΟ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟΥ ΠΩ ΕΓΩ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ SIMENS ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΣΟΚ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΑΦΗΣΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΚΥΒΕΡΝΑΕΙ……ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΓΙΕ…ΕΣΥ ΚΑΙ ΟΛΟ ΣΟΥ ΤΟ ΣΥΝΑΦΙ….

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μαλάκας. Αυτός που αυνανίζεται. Αλλιώς παιξοπούλης ή τραβομαλακίας.

Χουφτιάρης από χουφτιάρη όμως διαφέρει. Κατηγορίες:

  • Ο χουφτιάρης από ανάγκη: έχει να δει πεϊνιρλί από τότε που είχε πάει στη Δροσιά και έφαγε. Δεν του κάθεται καμία, δεν έχει καμία επιτυχία στο άλλο φύλο, γι'αυτο καταφεύγει στην παλιά αγαπημένη. Τη χούφτα.
  • Ο χουφτιάρης από επιλογή: Έχει φάει φρίκες με γκόμενες, είναι ανώμαλος, βαριέται να βγει έξω. Για κάποιον λόγο αυτός ο τύπος χουφτιάρη προτιμά την «προπόνηση», απ' τον πραγματικό αγώνα.
  • Ο χουφτιάρης από άποψη: Θεωρεί την μαλακία στάση ζωής και ξέρει όλα τα μυστικά της. Είναι μερακλής χουφτιάρης, θα βάλει το ποτάκι του, θα κάνει το τσιγαράκι του, θα βάλει τσόντα στο dvd, θα χαμηλώσει τα φώτα και θα του δώσει να καταλάβει. Αγαπάει τη μαλακία, δεν υπάρχει καν σαν ενδεχόμενο στη ζωή του το σεξ. Γράφει ερωτικά γράμματα στη χούφτα του, της παίρνει δώρα και την πάει ταξίδια. Ένας πραγματικά ερωτευμένος χουφτιάρης, ένας ορκισμένος σολίστας, ένας επαγγελματίας μαλάκας.

-Ρε συ, δεν μου κάθεται καμία... έχω καταντήσει μεγάλος χουφτιάρης!

-Ρε, σε ποιόν γράφει το ποίημα αυτός;
-Στη χούφτα του ρε. Είναι χουφτιάρης από άποψη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα η οποία πλέον έχει ξεπεράσει προ πολλού τα σεξουαλικά ταμπού και συνουσιάζεται ιδιαίτερα συχνά για τα τοπικά δεδομένα. Το αποτέλεσμα των πράξεών της είναι η απώλεια σεβασμού από τους άνδρες.

- Είδα πριν μέρες την Μαρία παιδιά και έμαθα ότι μετά τον Παύλο έγινε χυσαποθήκη.
- Κρίμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα τελειωμένη (και των δύο φύλων) που γαμιέται με όλους και τα πίνει όλα, χάπια, ουίσκια και κόκα κόλα. Χρησιμοποιείται κυρίως ως βαριά βρισιά-προσβόλα, αλλά ενίοτε πανηγυρίζεται σε καυλο-ιστοριούλες ή παστικούς διαλόγους όπου πρέπει να εξαρθεί η ολοκληρωτική αυτοπαράδοση του ερωμένου /-ης.

  1. Καθολου οξυμωρο, ειναι ζωη αυτη να σε χρησιμοποιουν τοσα ατομα σα χυσοκανατα; Οπως ειπα και πιο πριν, γαμησι, φαι, υπνος, αυτη ειναι η ζωη τους.
    μπράβο ;)
    αισθάνονται όμως όμορφα μέσα στην αθλιότητά τους! (Εδώ).

  2. α ναι τον θυμαμαι αυτον...αλλος ενας ηθοποιος «εναλλακτικος εραστης» για «σκεπτομενες» γκομενες που πακετο με τον μουζουρακη προσπαθουσε να πασαρει το λαμπρακοκαναλο πριν κατι χρονια...κανει ταιριαστο ζευγαρι με την χυσοκανατα του κομματικου σωληνα που παντρευτηκε.... (Εδώ).

  3. 23 χρονος, άτριχος, ψάχνει άγριο και σκληρό επιβήτορα για να με κάνει χυσοκανατα του !!!!
    Πάνω απ όλα όμως ψάχνω για αισθήματα !!! (Εδώ).

(από Khan, 09/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.

- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χύσι και την ντουλάπα. Αποθήκη σπέρματος. Χρησιμοποιείται για την έχουσα πολλούς ερωτικούς συντρόφους.

Πότε θα ωριμάσουμε επιτέλους σεξουαλικά σαν έθνος; Όλες φοβούνται να μας δείξουν τα ταλέντα τους φοβούμενες κάποιο ηλίθιο κοινωνικό στίγμα σε σχέση με τη σεξουαλικότητα. Ξαφνικά η κάθε χυσοντουλάπα έγινε πριγκιπέσσα!

Στο 1.30 το παράδειγμα (από Khan, 24/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα φτηνή, ανάξια σεβασμού (περιφρονητικά).

Ίσα μωρή χυσού, μωρή ξεφτιλισμένη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα άκομψος χαρακτηρισμός για γυναίκα, που υποδηλώνει:

  • Παρηκμασμένη πόρνη του ξεσχίστου είδους, ή/και
  • Κακάσχημη, μπάζο, ή/και
  • Στριμμένη, μέγαιρα.

    Η εν λόγω φιλοφρόνηση συνήθως αποδίδεται ως «άντε μωρή ψαροκασέλα».

  1. «Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά για πολύ καιρό, που είδα την πεθερά μου. Έκτοτε, χεστήκαμε δυο-τρεις φορές στο τηλέφωνο που έπαιρνε και ζητούσε το γιο της, σε στυλ 'δως μου τον Κώστα' -ούτε γεια ούτε μαγιά- και της έλεγα 'λάθος κάνετε', ή 'πέθανε' και της το ‘κλεινα, ώσπου μια μέρα τόλμησε να μου την πει και την αρχίζω τα μπινελίκια 'μωρή κλινάμαξα άμα θέλεις το γιόκα σου να τον παίρνεις στο κινητό, παλιομαούνα με το κεφάλι πάπιας στο μπαστούνι, που κρίμα στην πάπια κρίμα και στο μπαστούνι, ψαροκασέλα ξεμεντεσωμένη, αν ξανατηλεφωνήσεις εδώ, θα σου κάνω βουντού να γίνεις κομοδίνο!'»
    (από βλόγιο)

  2. «(η Τζούλια Αλεξανδράτου) είναι πολυ ωραια κοπελα αλλα μεχρι εκει ο χαρακτηρας της την κανει να μοιαζει σαν ψαροκασελα» (από βλόγιο)

  3. Μια παλιά ψαροκασέλα
    με γοβάκια και ομπρέλα
    τα σκαλάκια στην πλατεία
    τ`ανεβαίνει τρία τρία.

(Η μπαλάντα των σκουπιδιών, Στίχοι: Σταμάτης Δαγδελένης, Μουσική: Νίκος Κυπουργός, Πρώτη εκτέλεση: Έλλη Πασπαλά)

  1. «Κοίτα που τείνει να καταστεί άνευ αντικειμένου και μάλλον ρομαντικό απομεινάρι μιας άλλης εποχής η διόλου κατά τα άλλα κομψή ύβρις «άντε μωρή ψαροκασέλα». Διαβάζω ότι οι γραφικές και παραδοσιακές ξύλινες ψαροκασέλες αντικαθίστανται από του χρόνου με τις πλέον ευπαρουσίαστες πλαστικές» (Καθημερινή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογία: ψωλή + άγω.

Σέρνω έναν άντρα από το μόριό του.

Προφανώς, ο όρος είναι μεταφορικός και σημαίνει το να χειραγωγώ έναν άντρα και να τον μετατρέπω σε σκυλάκι μου επειδή του κάνω κόλπα στο κρεβάτι, παίρνω καλές πίπες και έχω μεγάλα βυζιά.

Ο ψωλαγωγημένος άντρας ή είναι απελπιστικά άσχημος και κάνει ό,τι θέλει η σκύλα γκόμενά του για να μη τη χάσει, ή απελπιστικά βλάκας και άβουλος, ή έχει τη πιο όμορφη και γκαβλιάρα γκόμενα του κόσμου, η οποία έχει καταλάβει τα ατού της και το εκμεταλλεύεται.

Η γυναίκα που ψωλαγωγεί είναι σκύλα, στριμμένη, γκρινιάρα και επιδέξια στο κρεβάτι.

Ο ψωλαγωγημένος, εναλλακτικά, ονομάζεται και μουνόδουλος, η διαφορά τους όμως έγκειται στο ότι ο μουνόδουλος τρέχει πίσω από μουνιά για να τα γαμήσει, ενώ ο ψωλαγωγημένος τρέχει πίσω από ένα μουνί που το γαμάει για κάμποσο καιρό, και ευελπιστεί να το παντρευτεί.

Σιγά μην έρθει ο Μήτσος διακοπές μαζί μας... Αυτόν τον ψωλαγωγεί η Μαρία κάργα και θα τον πάει με τις μπεμπέκες τις φίλες της στο Παρίσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτονόητος ορισμός. Όλα τα χωρά ο σάκκος ... κι άλλα τόσα!

Μ' αυτή ρε μαλάκα θα βγεις; Την ψωλαποθήκη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified