Selected tags

Further tags

«Πηχτή», ή «ζαλατίνα», ή «σιλαδιά»: Έδεσμα από ζωμό χοιρινού (βλέπε ιστό για συνταγή).

Το κάτι άλλο που κάνει να ζούμε τη ζωή και όχι απλώς να υπάρχουμε (δυναμωτικό + αφροδισιακό).

Επίσης λέγεται και το εκσπερματιζόμενον υγρό, λόγω χρώματος και υφής, ιδίως εάν έχει να εξέλθει μία ολόκληρη εβδομάδα.

Εμ, πως ήθελες να βγει μωρό μου, μια εβδομάδα με τα ρούχα σου, τι περίμενες, με το μαχαίρι το κόβεις.

φετες (από ο αυτοκτονημενος, 16/03/09)φορμαρισμενη (από ο αυτοκτονημενος, 16/03/09)ξεκάρφομα (από ο αυτοκτονημενος, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο πιπιλογαμούλης. Κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, «πιπίλας» είναι ο αγαπητός, ο προσφιλής (από τα «πιπίλα», «πιπιλίζω» και έχει συνώνυμα τα πιπιλάκης και πιλίπης από αναγραμματισμό).

  2. Ο πεοθηλαστής ομοφυλόφιλος που κάνει σουσέλ. Δηλαδή, ως πιπίλα σλανγκίζεται το πέος.

Πιπίλας είναι και το παρατσούκλι του Μιχάλη Ασλάνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «καταπραΰνω, ηρεμώ». Αλλά ετυμολογείται από το «ευνή» που σημαίνει γαμήλιο κρεβάτι. Οπότε μπορεί να σλανγκιστεί, ότι σημαίνει καταπραΰνω δια της μεθόδου του αχαλίνωτου σεξ. Δηλαδή αυτό που κάνουν οι κάθε λογής Γιόκο Όνο για να ψωλαγωγήσουν τους άντρες τους.

-Άρχισε να ουρλιάζει ο Μένιος με τις αγριοφωνάρες του αλλά η Λάουρα κατάφερε γρήγορα να τον κατευνάσει.
-Και πώς τα κατάφερε;
-Η παλιά καλή μέθοδος: Πίπα της ειρήνης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερθετικά νυμφομανής γκόμενα, η «μητέρα όλων των νυμφομανών». Εκ των νυμφομανής και μάνα.

Εναλλακτικά, αντιδανεισμός του Γαλλικού nymphomane.

  1. «Αν δεις και τι τύπους παντρευόταν, πιστεύω είναι ξεκάθαρο ότι η κοπέλα ήταν απλά νυμφομάνα» (23 φορές νύφη! - Pathfinder News)

  2. «Xekoliastanarxi treli megali nymfomana
    Ntalikes dimetres psoles poufaei I poutana»
    (Παραλήρημα συσιφωνιστή)

  3. «...βασικά είχα μια φίλη τέτοιου είδους (νυμφομάνα) την οποία ρε παιδία δεν με άφηνε σε χλωρό κλαρί. την είχα πάρει με όλους τους φίλους μου αχόρταγη, μου λέγαν που την βρήκες ρε κλπ. αλλά κάποια στιγμή κατάλαβα ότι ήταν πρόβλημα δλδ την λυπήθηκα την κοπέλα. αυτό τελικά είναι αρρώστια . παράλληλα είχα σχέση με μια νορμάλ :) καμία σχέση με την άλλη δλδ. άλλο πράγμα κρίμα όμως....και την έχω χάσει από εδώ πιθανόν να έχει φύγει.
    (Εύγλωττη κατάθεση ψυχής από το φόρουμ e-psychology)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα άκομψος χαρακτηρισμός για γυναίκα, που υποδηλώνει:

  • Παρηκμασμένη πόρνη του ξεσχίστου είδους, ή/και
  • Κακάσχημη, μπάζο, ή/και
  • Στριμμένη, μέγαιρα.

    Η εν λόγω φιλοφρόνηση συνήθως αποδίδεται ως «άντε μωρή ψαροκασέλα».

  1. «Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά για πολύ καιρό, που είδα την πεθερά μου. Έκτοτε, χεστήκαμε δυο-τρεις φορές στο τηλέφωνο που έπαιρνε και ζητούσε το γιο της, σε στυλ 'δως μου τον Κώστα' -ούτε γεια ούτε μαγιά- και της έλεγα 'λάθος κάνετε', ή 'πέθανε' και της το ‘κλεινα, ώσπου μια μέρα τόλμησε να μου την πει και την αρχίζω τα μπινελίκια 'μωρή κλινάμαξα άμα θέλεις το γιόκα σου να τον παίρνεις στο κινητό, παλιομαούνα με το κεφάλι πάπιας στο μπαστούνι, που κρίμα στην πάπια κρίμα και στο μπαστούνι, ψαροκασέλα ξεμεντεσωμένη, αν ξανατηλεφωνήσεις εδώ, θα σου κάνω βουντού να γίνεις κομοδίνο!'»
    (από βλόγιο)

  2. «(η Τζούλια Αλεξανδράτου) είναι πολυ ωραια κοπελα αλλα μεχρι εκει ο χαρακτηρας της την κανει να μοιαζει σαν ψαροκασελα» (από βλόγιο)

  3. Μια παλιά ψαροκασέλα
    με γοβάκια και ομπρέλα
    τα σκαλάκια στην πλατεία
    τ`ανεβαίνει τρία τρία.

(Η μπαλάντα των σκουπιδιών, Στίχοι: Σταμάτης Δαγδελένης, Μουσική: Νίκος Κυπουργός, Πρώτη εκτέλεση: Έλλη Πασπαλά)

  1. «Κοίτα που τείνει να καταστεί άνευ αντικειμένου και μάλλον ρομαντικό απομεινάρι μιας άλλης εποχής η διόλου κατά τα άλλα κομψή ύβρις «άντε μωρή ψαροκασέλα». Διαβάζω ότι οι γραφικές και παραδοσιακές ξύλινες ψαροκασέλες αντικαθίστανται από του χρόνου με τις πλέον ευπαρουσίαστες πλαστικές» (Καθημερινή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη ανωμαλιάρης αποτελεί ευθεία μετάφραση του αγγλικού όρου kinky.

Παράγεται από τη λέξη ανώμαλος [στερητικό «α» και το επίθετο ομαλός] και περιγράφει το άτομο που αρέσκεται να εφαρμόζει ή να παρακολουθεί ερωτικές σκηνές, οι οποίες παρεκκλίνουν του κανονικού - φυσιολογικού.

  1. Διάλογος ανωμαλιάρηδων:

- Ξέρει κανείς που θα βρω την σκηνή από την ταινία «Μη αναστρέψιμος» που την βιάζουν;
- Το ψάχνω αλλά δεν το βρίσκω γαμώτο. Και είναι γαμάτη σκηνή, ειδικά αν είσαι ανωμαλιάρης όπως εγώ.

  1. Διαδικτυακό σχόλιο:

Ήταν όμως η πρώτη φορά που μου άρεσε κάτι που έγραψα σ' αυτό το μπλογκ (στο παλιό μπλογκ μου άρεσα πάρα πολύ και επειδή δεν άντεχα άλλη αυταρέσκεια το κατέβασα να μην το βλέπω). Αλλά θα μου πεις κ εσύ τη βρίσκεις με ακούσματα lo fi...καλός ανωμαλιάρης και του λόγου σου.

(από Khan, 28/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρέως αποδεκτός και χρησιμοποιούμενος χαρακτηρισμός γυναίκας, η οποία επιδεικνύει εξαιρετικά δραστήρια σεξουαλική συμπεριφορά, χωρίς φόβο και πάθος.

Μεταφορικός χαρακτηρισμός από το ρήμα «ξεσκίζω», δια του οποίου τονίζεται η μανία και η επιθετικότητα με μοναδικό στόχο την τέλεση της ερωτικής συνεύρεσης.

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και ως «ξεσκίστρω». Βλ. και πουτσοξέσκιστρα, ξεσκί.

  1. Η ξεσκίστρα κατά τους αρχαιολάτρεις οπαδούς:

ΞΕΣΚΙΣΤΡΑ – ΞΕΣΚΙΣΜΕΝΟΣ–Η

ΕΚ ΤΟΥ «ΕΚ» ΚΑΙ «ΣΚΙΖΩ». ΞΕΣΚΙΣΤΡΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΔΗΛΟΙ ΤΗΝ ΑΚΟΡΕΣΤΗΝ ΣΑΡΚΙΚΩΣ ΓΥΝΑΙΚΑΝ Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΣ ΠΡΩΤΟΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΕΞΟΡΜΑΕΙ ΕΙΣ ΑΤΟΜΟΝ ΚΑΙ ΣΚΙΖΕΙ ΤΑΣ ΣΑΡΚΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΛΑΚΙΣ ΠΡΟΚΑΛΩΝΤΑΣ ΑΠΟΤΟΠΟΘΕΤΗΣΙΝ ΑΥΤΩΝ. «ΞΕΣΚΙΣΜΕΝΟΣ» ΚΑΙ «ΞΕΣΚΙΣΜΕΝΗ» ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟΣ ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ.

  1. Περιγραφή με έντονο λυρισμό:

Έτσι και έγινε αφού κατάπιε σημαντική ποσότητα με τράβηξε στο κρεβάτι όπου αφού τις έγλειψα δάχτυλα των ποδιών τις γάμπες και τα μπούτια μου είπε να της κάνω «πινέλο» (βλ. και πινελάκι) στην κλειτορίδα. Χωρίς να το πολυκαταλάβω σε λίγο άδειαζα το δεύτερο φορτίο μου στα αχανή έγκατα του μουνιού της!
- Γάμα με όπως την ξεσκίστρα την αδελφή μου αγόοορι μου ααααα....
Χύυυνω.
Μετά γυρίζει στα τέσσερα και μου λέει :
-Από τον κώλο δεν το κάνω... θα σου κάνω όμως κάτι καλύτερο που το έχω κάνει σε όλα τα τεκνά και έχουν ξετρελαθεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα ικανοποίησης κατά τη διάρκεια του πιπώματος.

Δείχνει και την προτροπή για περαιτέρω τσιμπούκι. Συμπεριλαμβάνει τις εκφράσεις «Μπράβο!'», «Καλά τα πας!», «Συνέχισε έτσι!».

Ενδείκνυται η στάση της γυναίκας να είναι βαθύ κάθισμα και ο άντρας να είναι καθισμένος σε μία καρέκλα με τα χέρια περασμένα πίσω απ' το κεφάλι (το πάνω).

Σε μία εταιρεία η γραμματέας τρώει ένα τσιμπούκ λουκούμ:
Διευθυντής: -'Εεετσι!...-'Εεετσι!... (πολλές φορές)

(από nasos, 17/03/09)(από nasos, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε σε ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ΄60 για τους ομοφυλόφιλους. Στην εποχή μας το λήμμα έχει αποκτήσει την έννοια του φλώρος, φλωρούμπας.

Παρόλα αυτά, η έννοια του είναι ευρύτερη, καθώς πλέον περιλαμβάνει ενδυματολογική κριτική, υφέρποντα φθόνο και λανθάνουσα ταξικότητα. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι, ο όρος χρησιμοποιείται face to face και ΜΟΝΟ σε άτομα τα οποία είναι πια αδύναμα από εμάς για ευνόητους λόγους.

-Πώς είσαι έτσι ρε Ριρή;;; Κοίτα πως είναι ο τριμάλακας!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας. Αυτός που αυνανίζεται. Αλλιώς παιξοπούλης ή τραβομαλακίας.

Χουφτιάρης από χουφτιάρη όμως διαφέρει. Κατηγορίες:

  • Ο χουφτιάρης από ανάγκη: έχει να δει πεϊνιρλί από τότε που είχε πάει στη Δροσιά και έφαγε. Δεν του κάθεται καμία, δεν έχει καμία επιτυχία στο άλλο φύλο, γι'αυτο καταφεύγει στην παλιά αγαπημένη. Τη χούφτα.
  • Ο χουφτιάρης από επιλογή: Έχει φάει φρίκες με γκόμενες, είναι ανώμαλος, βαριέται να βγει έξω. Για κάποιον λόγο αυτός ο τύπος χουφτιάρη προτιμά την «προπόνηση», απ' τον πραγματικό αγώνα.
  • Ο χουφτιάρης από άποψη: Θεωρεί την μαλακία στάση ζωής και ξέρει όλα τα μυστικά της. Είναι μερακλής χουφτιάρης, θα βάλει το ποτάκι του, θα κάνει το τσιγαράκι του, θα βάλει τσόντα στο dvd, θα χαμηλώσει τα φώτα και θα του δώσει να καταλάβει. Αγαπάει τη μαλακία, δεν υπάρχει καν σαν ενδεχόμενο στη ζωή του το σεξ. Γράφει ερωτικά γράμματα στη χούφτα του, της παίρνει δώρα και την πάει ταξίδια. Ένας πραγματικά ερωτευμένος χουφτιάρης, ένας ορκισμένος σολίστας, ένας επαγγελματίας μαλάκας.

-Ρε συ, δεν μου κάθεται καμία... έχω καταντήσει μεγάλος χουφτιάρης!

-Ρε, σε ποιόν γράφει το ποίημα αυτός;
-Στη χούφτα του ρε. Είναι χουφτιάρης από άποψη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified