Selected tags

Further tags

Ένα από τα πολλά ονόματα του πέοντα. Προσδίδει όγκο...

Δρόγκος είναι ονομασία μεγάλου και χοντρού ψαριού.

- Σ' αρέσει Κούλα μου ο μπούτσος μου;

- Πωπώ, τι δρόγκος είν' αυτός;

Δρόγκος aka μουγκρί. Τύφλα να έχειο λούτσος! (από Vrastaman, 17/06/09)

Βλ. και λούτσος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκοπρεπέστερη απόδοση του εφαψία.

Ο εφαψάκιας πάσχει από σεξουαλική παραφιλία με ζητούμενο την μη συναινετική σωματική τριβή με αγνώστους σε στενούς και συνωστισμένους χώρους όπως σε μέσα μαζικής συγκοινωνίας, μπαρ, πολιτικές εκδηλώσεις, εκκλησίες, συναγωγές, τεμένη.

Ετυμολογία: εφαψ- (εφάπτω) -άκιας.

Αυτό που τώρα με απασχολεί είναι ένα κόκκινο πανί που έχω δει από ώρα: ένα σφιχτό άσπρο παντελόνι με υποψία στρινγκ που έχει ακουμπήσει στο πλαϊνό μέρος της διπλανής, άδειας πλέον, θέσης. Εγκαθίσταμαι εκεί. Είπαμε, θα είμαι ήσυχη. Γέρνω μόνο λίγο προς το μέρος της και την ακουμπάω με το μπράτσο μου. Υγρός σπασμός αλληλούια. Εκείνη ούτε που παίρνει είδηση τη σκοπιμότητα του αγγίγματος. Ο συρμός πέφτει σε αναταράξεις. Δε βλέπω για ποιο λόγο να μην κρατήσω αυτή τη στάση μέχρι να φτάσω στο τέλος της διαδρομής.
(Η εφαψίας)

Ο original εφαψίας δεν φοράει ποτέ εσώρουχα. Το καλοκαίρι είναι η καλύτερη εποχή για να δράσει και να θέσει σε εφαρμογή τα κρυφά εφαψιστικά του σχέδια. Θα τον βρείτε συχνά να διασκεδάζει σε καλοκαιρινά μπαράκια/clubs με σήμα κατατεθέν το αεράτο-ανάλαφρο παντελόνι (κατά προτίμηση λινό) που το επιτρέπει να λικνίζεται αισθανόμενος τις εκκρεμοειδείς κινήσεις του πέους του. Κρατώντας στο ένα χέρι το ποτό κουνιέται απαλά στο ρυθμό της μελωδίας και προσεγγίζει εκστασιασμένος το επόμενο θύμα του, συνήθως από πίσω. Πρόκειται για τη στιγμή της εφαψιστικής κορύφωσης. Ο εφαψίας δεν αποζητά το σεξ παρά μόνον αυτές τις στιγμές αμοιβαίου εφαψιστικού χορού με το θύμα που ανυποψίαστα συμμετέχει...Όταν πλέον το καταλάβει είναι ήδη αργά και ο εφαψίας θα έχει ολοκληρώσει το έργο του.
(προφίλ αναγεννησιακού εφαψάκια, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φετέισον, το τυρί που μαζεύεται στο άπλυτο πέος ενός τυροβρωμίκουλα.

- Φέτα και αγγούρι, λίγη ντοματούλα λείπει για να φας χωριάτικη, είπε ο Νώντας στο Λίλιαν με το ιδιότυπο σαρδόνιο γέλιο του..

Got a better definition? Add it!

Published

Τίτλος τσόντας. Περιγράφει την σεξουαλική πράξη, όντας ένα μεταξύ πολλών λογοπαιγνίων που εμπνέονται από την ταινία κινουμένων σχεδίων Ποκαχόντας.

Πρβλ. και Αγκομαχώντας, Πογαμιόντας,, Μοναχόντας (τραγούδι Ημισκουμπρίωνε) κ.ά.

Ασίστ: Κοντρ.

Σλάνγκος σαπουνόφιλος: Τον πήγε Αθήνα- Ναμίμπια πογαμιόντας τον έρμο τον Πέρι!
Σλανγκαρχίδης: Δεν έβαλες το λήμμα στο παράδειγμα.
Σλάνγκος σαπουνόφιλος σταρχιδιαμόλ: Ωχ αδελφέ! Άσε θα τον βάλει κανάς μόδιστρος...

Ο μοναχός- ο μοναχόντας. (από Dirty Talking, 17/06/09)

Σιγά και να μην το βάλει ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο άνδρας που φυσικοί (τον έχω μικρό) ή ψυχολογικοί (λες να τον έχω μικρό;) λόγοι, τον εμποδίζουν να επιτελέσει αξιοπρεπώς το έργο που η φύσις του ανέθεσε.

Ο ελλιπής «εξοπλισμός» του αλλά και η ανασφάλεια που τον διακατέχει, μπολιάζουν μέσα του το φόβο της απόρριψης και του χλευασμού και τον καθιστούν άτολμο και συνεπώς ανέραστο. Έτσι, σταδιακά, οδηγείται στην απομόνωση και το χερογλύκανο, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, στη σύναψη γάμου από συνοικέσιο... και το χερογλύκανο.

Ακόμα και μέσα στη θαλπωρή του γάμου, ως σύζυγος υστερεί, αφού αδυνατεί να προσφέρει στην άτυχη γυναίκα του την ηδονή (ή μάλλον, όπως θα έλεγε και ο μεγάλος Τέλης Σταλόνε: την καύλα, όχι την ηδονή...).

- Τι γίνεται Λέλα, πως τα πάτε με το Βίκτωρα;
- ……. Ουφφφφφ …..
- Τι είναι μωρή; Λέγε!
- … Δεν μπορώ… Ντρέπομαι …
- Έλα μωρέ τώρα, μεταξύ μας!
- Δεν μπορώ σου λεω!
- Έλα, τελείωνε και μας παρακολουθεί κι ένας περίεργος από το σλανγκ τελεία τζιάρ!
- Τέλος πάντων… θα σου πω αλλά κακομοίρα μου, μην το πεις πουθενά. Εντάξει;
- Εντάξει! Λέγε επιτέλους!
- Είναι κουτσοπούτσης Σία μου!!! Τρεις μήνες έχουμε παντρεμένοι κι ακόμα να δουν δροσιά τα σκέλια μου
- Ώ, έρμη μου, τι έπαθες! Και δηλαδή; Δεν του σηκώνεται καθόλου;
- Τι να του σηκωθεί μωρέ Σία… Και πεσμένη και σηκωμένη, ένα και το αυτό είναι… Άστα σου λεω…
- Καλά, καλά… Έννοια σου, έννοια σου. Λοιπόν, ξέρω ένα μαγαζί με μαντζούνια που κάνουνε θαύματα!
- Λες να μην τα δοκίμασα; Κάθε μέρα κι άλλο του έβαζα στον καφέ… Αλλά, τίποτα… Πεταμένα λεφτά…
- Καλά, καλά… Έννοια σου, έννοια σου. Λοιπόν, ξέρω ένα μαγαζί με κάτι πλαστικές πούτσες, άλλο πράγμα! Να πας να πάρεις μία στα μέτρα σου. Θα σου ’δινα τη δικιά μου, αλλά… να μωρέ… τη χρειάζομαι κι εγώ…

Δες και -πούτσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός σε γυναίκα που, ενώ αντικειμενικά θεωρείται κόμματος, ρέγγα γάλακτος, βουτυρόμουνο, πεόλαυση, είτε λόγω μεγάλης αυτοπεποίθησης, είτε λόγω ευκολίας της γυναίκας αυτής στο να σκαρφαλώνει ψωλόφους, κοινώς είναι του χεριού μας, μπορούμε να την πασπατέψουμε χαλαρά.

Προέλευση αυτονόητη από το βατός + μουνί.

- Ακούγεται ότι αν και αιδοίαρος η Ζωρζέτ το πίνει το σαλέπι.
- Έλα ρε και φοβόμουν να της την πέσω μη φάω πίτα πίτα. Να ορμήσω δηλαδή!
- Ναι λέμεεεε. Βατόμουνο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια έκφραση για όποιον ή όποια γαμιέται, ή σε όρους moto gp λατρεύει την πουτσοκλέτα.

Η Μελπομένη είχε πάει με όλη την ομάδα του Παμπουτσιακού Κωλοπιλάλας και δεν της φαινόταν. Το πίνει το σαλέπι.

Δες και την τρίζει την όπισθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομοφυλόφιλος.

Αυτός την γυρνάει την φρυγανιά...

Βλ. και το λήμμα - «ομπρέλα» την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο αιδοίο το οποίο απαιτεί φροντίδα και προδέρμ για να ανοίξει, όπως το φερμουάρ δηλαδή που θέλει αργή σχετικά κίνηση, γιατί αλλιώς σε βλέπω βγαίνοντας από το μπάνιο να ψάχνεις για παραμάνα.

Μτφ η γυναίκα που δεν είναι βουρ στον πατσά, που θέλει δυο τρία ραντεβουδάκια, να γνωρίσεις τις πατσόλες τις φίλες της και γενικώς να το παίξεις σύντροφος και όχι γκόμενος. Μόλις όμως ανοίξει, το απολαμβάνεις ταινία δράσης.

Την έπεσα στην Λωλότα (αγαπημένο μου όνομα της Ίλιας Λιβυκού σε ταινία με τον Β. Λογοθετίδη και εκ τούτου θα είναι το επίσημο όνομα που θα παραθέτω σε παραδείγματα), γιατί νόμιζα πως είναι εύκολη γκόμενα και πως θα ταΐσω τα περιστέρια στο φτερό. Αντ' αυτού πήγαμε στο πεντικιουράδικο της φίλης της της Σμαρώς που είχαν μαζευτεί 5 γκιόσες. Την πήδηξα τελικά μετά από μια βδομάδα. Φερμουνάρ μου βγήκε τελικά...

βλ. και το αντίθετο πανταλύνο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκρίνω ως πιο εύστοχο τον ορισμό για το παρόν λήμμα την μαλακία και όχι τα παιδαρέλια. Ίσως να ταίριαζε το τσογλάν στον ορισμό και όχι το τσουτσού νταχτιρντί. Έτσι τσουτσού νταχτιρντί είναι η χαριτωμένη μαλακία έπειτα από μισοπετυχημένο ραντεβού. Δεν μπόρεσες να πηδήξεις αλλά βλέπεις πως είσαι σε καλό δρόμο και από την χαρά σου βαράς μια παχιά που παραπέμπει στο νταχτιρντί στο κέφι.

(Ο σύζυγος-μικρασιατικής καταγωγής προς την σύζυγο)

-Τασία ο κανακάρης μας χτες άργησε να γυρίσει το βράδυ και όταν σε κάποια φάση σηκώθηκα για να αρμέξω τη σαύρα μου ήταν κλειδωμένος στο μπάνιο. Σήμερα που τον είδα ξύπνησε με 3 σπυριά στα μούτρα του.

-Ισίδωρε μου είχε ραντεβουδάκι χτες ο γιόκας μας! Μεγαλώνει, ξετσουτσουνεύει το καμάρι μου.

-Αχά πάλι στο τσουτσου νταχτιρντί ήταν δηλαδή…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified