Selected tags

Further tags

Χαρακτηρισμὸς ὁμαδικῶς ἐκδιδομένης πόρνης, ποὺ δηλώνει ὅτι δὲν ἔχει περίοδο, συνεπῶς ἐργάζεται.

Ὁ χαρακτηρισμὸς περιέπεσε σὲ ἀχρηστία (ὡς τοιοῦτος) μετὰ τὴν ἀπαγόρευσι τῆς ὁμαδικῆς πορνείας τῷ 1967, καὶ κατέληξε σλάνγκ, συνώνυμο τῆς παστρικιᾶς.

Ὅμως ἡ ἀρχικὴ ἔννοια τῆς παστρικιᾶς εἶναι τελείως διαφορετική: Ἔτσι ἐχαρακτηρίσθησαν οἱ Σμυρνιὲς προσφυγίνες, διότι ἦσαν μαθημένες στὴν ἀτομικὴ καθαριότητα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὶς ὑπόλοιπες γυναῖκες τῆς ἐποχῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ λουτρὸ στὸ σπίτι ἦταν ἄγνωστο, καὶ πήγαινε ἡ μουνόμπιχλα σύννεφο. Σιγὰ-σιγά, ἐπειδὴ οἱ Σμυρνιὲς ἦσαν πιό ἀπελευθερωμένες, καὶ ἐπειδὴ ἡ μαύρη ἀνάγκη ἔρριχνε καὶ κάποιες στὴν εὐκαιριακὴ κυρίως πορνεία (δῶρα, ἀνταλλάγματα, κανένα ψιλό κλπ), κατέληξε νὰ σημαίνῃ ἡ λέξι παστρικιά, τὴν πεταχτή, τὴν εὔκολη, τὴν ἐλαστικῆς ἠθικῆς γυναῖκα, καὶ κατ' ἐπέκτασιν τὴν πόρνη, ὡς ἐλαφρότερος χαρακτηρισμὸς ἀπὸ τὸ πουτάνα. Ἡ συναφὴς λέξι παστρικοθοδώρα δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὰ παραπάνω.

  1. Ἀρχικὴ σημασία: Ἀπὸ κατάλογο πορνῶν σὲ μπουρδέλο τῆς παληᾶς ἐποχῆς:
    - Λίτσα: Ἀργεῖ
    - Πίτσα: Καθαρή
    - Λουκία: Καθαρή

  2. Σημασία μετὰ τὴν ἐθνοσωτήριο:
    - Τί γίνεται ρὲ ὁ Σταύρακας;
    - Τί νὰ γίνεται· καταθέσεις στὸ μουνί κάνει· ὁλόκληρη περιουσία στὶς καθαρές ἔφαγε, ὁ μάλαξ, κι ἔχει μείνει στὸν ἄσσο.

Νίκων ο Μετανοείτε, ο σκληρός αρμένης προσηλυτιστής (από johnblack, 22/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευφημιστικός τεχνικός όρος για εργάτιδα της σεξουαλικής βιομηχανίας. Κυρίως για συνήθη πόρνη, ελάχιστα για τουρίστρια (εκτός αν είναι όντως μοντέλο κυριολεκτικά), μάλλον καθόλου για φραπεδιάρα, ναι για πορνοστάρ. Προς Θεού να μην συγχέεται με τις άλλες σημασίες του όρου!

Τουλάχιστον αυτό μου είπε ο μπατζανάκης του αδερφού της συνυφάδας ενός συμφοιτητή μου στο Εράσμους, που σκοτώθηκε όταν έπεσε πάνω του ογκολίθινο άγαλμα στα νησιά του Πάσχα.

Σε λίγα λεπτά το μοντέλο θα είναι έτοιμο.

το moai που έφαγε το δόλιο το μπατζανάκη (από johnblack, 21/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορισμός του φαλλοκράτη. Σύνδρομο κατωτερότητας λόγω μικροφαλλίας που εκφράζεται με απρόκλητο μισογυνισμό και ανεξήγητη προκατάληψη κατά των γυναικών.

- Πούτσο και ξύλο! Στις καριόλες φρένο! Να μου τη βγει ρε η Φωτεινούλα; Σκοτεινούλα θα την κάνω τη Φωτεινούλα...

(Τυπικό παραλήρημα μικροφαλλοκράτη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονιμάς του στρατού ή αλλου χώρου ανδροπρεπούς φημης, συνηθως υπαξιωματικός ή άλλος χαμηλόβαθμος, με εμφάνιση και φωνή που παραπέμπει σε μη ομολογημένες αλλά έντονες και φανερές ροπές προς το ίδιο φύλο, και ο οποίος, ταυτόχρονα, είναι παντρεμένος, αρραβωνιασμένος ή απλώς έχει γκόμενα.

Στο επισκεπτήριο των νέων, κοιτάζει με το ίδιο λάγνο ενδιαφέρον τόσο τον νέωπα, όσο και τη γκόμενα που ήρθε να τον δει και του κωλοτρίβεται στη ζούλα.

- Γιάννηηη, να σου πωωωωω (με μάσημα τσίχλας), είδες πώς με κοίταγε συνέχεια εκείνος ο αξιωματικός όταν είχα έρθει να σε δω στο επισκεπτήριο. Εκείνος μωρέεε, που χαμογελούσε συνέχεια όταν σου μίλαγεεε...
- Ποιος μωρέ; Εκείνος ο ξελιγωμένος ο αμφιλοχίας; Ρε, δεν τον είδες τσαχπινιές; Πιο πολύ γούσταρε εμένα παρά εσένα αυτός ρε, αμφιλοχίας με βούλα σου λέω. Τζάμπα κάνεις χαρές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπως ευφημιστικός, σχετικά επίσημος, όρος για μπουρδέλα νέας κοπής. Όπως οι Αθηνέζοι δώσανε τις μονοκατοικίες τους αντιπαροχή για να κάνουν την Αθήνα Chamonix, έτσι και τα νεοκλασσικά σπίτια, οι πατρογονικές μας εστίες, μεταμείβονται σε στούντιο.

Στούντιο, ετυμολογικώς < ιταλικό studio = ατελιέ καλλιτέχνη < λατινικό studium = σπουδή, διατριβή < studere= ασχολούμαι επιμελώς με κάτι. (Αγνοώ αν ο όρος στην συγκεκριμένη σημασία του είναι γαλλιά). Σε σχέση με το σπίτι ή το ντέλο, το στούντιο βγάζει σαν λέξη κάτι το λιγότερο οικογενειακό και κατεστημένο, και περισσότερο ανάλαφρο, φοιτητικό, αλλά και συστηματικό («ασχολούμαι επιμελώς» γαρ).

Πράγματι, τα στούντιο προσφέρουν μεγαλύτερη και πιο εξειδικευμένη γκάμα περιποιήσεων από τα συμβατικά ντέλα, αλλά μην φανταστείτε κάτι δραματικό. Θα έλεγα ότι αποτελούν την αριστοτελική μεσότητα ανάμεσα αφενός στα στοιχειώδη και παρώ μπουρδέλα παλαιάς κοπής, και αφεδύο στην Tourist Experience. Λ.χ. όπως επισημαίνει ο Οπτός Ανήρ, μπορεί να σου προτείνουν και κανά αυταρχικό, αλλά δεν πρόκειται να δεις και καμιά φιλολογική βραδιά αφιερωμένη στον Ντε Σαντ και τον Φον Μαζώχ, το πολύ πολύ να φάει κανά δονητάρι στον κώλο κανάς περίεργος. Θα έχει κάποιες παραπάνω περιποιήσεις το δίχως άλλο, αλλά όχι και καμιά υπερβατική coincidentia oppositorum GFE - PSE.

Από συζήτηση για AIDS:

Μην φοβασαι ρε,ουτως η αλλως στα περισσοτερα μπουρδελα,περνανε και απο
υγειονομικο.Πηγαινε σε κανα στουντιο το πολυ-πολυ να εχεις την υγεια σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψωλοβρόντης μαλάκας. Καθώς, όπως βεβαιώνει η σύγχρονη επιστημονική έρευνα, ο ήχος που παράγεται από την πράξη του αυνανισμού ομοιάζει εντυπωσιακά με κροτάλισμα. «Ντέφια, νταούλια, κρόταλα χτυπολογούν στο βάθος», κατά τον τρομπαδούρο Δ. Σαββόπουλο, καθώς ο τοιούτος άνδρας χρησιμοποιεί τον κροταλία του ως κρουστό όργανο. Κατά τον Άψογο πασαδόρο, πρόκειται για συνώνυμο του πουτσοχάμπερου.

Την έχει κάνει σφεντόνα ο πουτσοκρόταλος!

Αρχαίος μας πρόγονος που κρούει τα κρόταλα. (από Khan, 25/01/10)Ο χορός των Κορυβάντων προς τιμή της Κυβέλης από το A Dictionary of Greek and Roman Antiquities του William Smith. (wikipedia) (από xalikoutis, 25/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Υπονοούμενο για το γαμώ, συνηθέστατο σε (αυτο)λογοκριμένα κείμενα. Πιο συχνό στην μέση φωνή φιλιέμαι αντί του γαμιέμαι.

Ήσουνα τι ήσουνα φιλιόσουνα στα τραίνα, τώρα που σε πήρα εγώ το παίζεις και παρθένα. (Η λογοκριμένη εκδοχή της Παξιμαδοκλέφτρας).

όλα Αμάν, αμάν, Έλλη, κανένας δε σε θέλει γιατί είσαι φιλημένη από τον πολιτσμάνο (από Khan, 25/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το προφυλακτικό. Ερμηνεία εμπνευσμένη από το κλασικό απόσπασμα της ταινίας «Ποιος θα πηδήξει τη γοργόνα;», όπου πρωταγωνιστεί ο θρυλικός Μπόκολης. Εκεί γίνεται αναφορά στις φανταστικές «Καπότες Κόκορα»*.

  2. Καταχρηστικά, συνώνυμο του λούτσου όπως αυτός χρησιμοποιείται στη φράση «Θα ρίξω έναν...»

**Βλέπε μύδι.*

  1. - Λοιπόν κάλεσα το Λίλιαν για να δούμε τον Πουτανικό σε Blu-Ray το βράδυ. Θα φάω καλά απόψε μου φαίνεται, χε χε χε.
    - Φιλαράκι κάνε ότι θέλεις αλλά μην ξεχάσεις τον κόκορα. Το Λίλιαν έχει πάρει τη μισή υδρόγειο!

  2. - Και τι έγινε με τη Σούζη όταν μείνατε μόνοι σας στο υπνοδωμάτιο;
    - Έ, της έριξα έναν κόκορα και ησύχασε η λυσσάρα! Αμάν πια, δύο μήνες με κυνήγαγε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμός για το γυναικείο εσώρουχο ή μαγιό τύπου στρινγκ. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και περιπαικτικά για τα ανδρικά κολυμβητικά μαγιό τύπου speedo.

  1. - Ω ρε μάνα μου μια κωλάρα!
    - Ποια ρε συ;
    - Να αυτή με τη μαύρη τη στρινγκιέρα που παίζει ρακέτες.

  2. - Ρε κοίτα έναν γελοίο που φοράει και στρινγκιέρα!

(από enojados, 27/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται πάντα στο ουδέτερο γένος και ως επί το πλείστον εις διπλούν, για να χαρακτηρίσει μια πολύ ωραία, σέξι γυναίκα.

Συνώνυμο με: αρρώστια, μουνάρα, κόμματος.

- Την είδες εκείνη με τη στρινγκιέρα;
- Ωωωωω, άρρωστο άρρωστο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified