Ο στοματικός έρωτας χωρίς σεξ και προκαταρκτικά. Αυτός που εκεί αρχίζει και τελειώνει.
— Την κατάφερες την πιτσιρίκα;
— Ποια πιτσιρίκα ρε; Αυτή με το καλημέρα με πλάκωσε σε κάτι ξεροτσίμπουκα...
Ο στοματικός έρωτας χωρίς σεξ και προκαταρκτικά. Αυτός που εκεί αρχίζει και τελειώνει.
— Την κατάφερες την πιτσιρίκα;
— Ποια πιτσιρίκα ρε; Αυτή με το καλημέρα με πλάκωσε σε κάτι ξεροτσίμπουκα...
Δες και τσιμπούκι.
Got a better definition? Add it!
Ο γυναικείος αυνανισμός, η μαλακία στο θηλυκό της.
- Έχω να γαμηθώ δέκα μήνες...
- Και πώς τη βγάζεις, μωρή;
- Άσε, από το πολύ μουνοδάχτυλο, έχει παπαλιάσει το δαχτυλάκι μουουου (με άφθονο, γλοιωδέστατο νάζι).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο όρος βετεράνος χρησιμοποιείται και για το ασθενές φύλο.
Βετεράνος γκόμενα, είναι εκείνη η γκόμενα που από το σχολείο ήταν η πιο όμορφη της τάξης. Επειδή ήταν πιο όμορφη πάντα την καλούσαν στα πάρτυ, στα ηβέντς, στα κλαμπ και γενικότερα ήταν πάντα ευπρόσδεκτη.
Μεγαλώνοντας, μετά το σχολείο, συνέχισε σε αυτό το τέμπο και σε όποια παρέα και αν έμπαινε έπαιρνε πάντα αυτό τον άχαρο ρόλο της πολυτελούς γλάστρας. Τώρα πια ντύνεται πιο κυριλέ, κάνει σωστό βάψιμο, φοράει prada και gucci, είναι μια σωστή Γλυφαδιώτισσα γκόμενα.
Μέσα σε αυτή την πορεία της, έχει τσαλακώσει άπειρα σφηνάκια, έχει ανέβει στο μπαρ / τραπέζι ν φορές, έχει κάνει master στο τσιφτετέλι / ζεϊμπέκικο / συρτάκι και μοιραία το κορμί της έχει γίνει σταυροδρόμι των λαών (αυτό υπάρχει;). Στη Μύκονο είναι φίρμα αλλά στην Πάρο δεν πάει πια γιατί είναι για μικρά.
Τώρα σήμερα πια, τριαντάρα plus, η μπογιά της έχει περάσει. Έχει βάλει κανα πεντόκιλο, δεν έχει παντρευτεί ακόμα γιατί δεν είχε χρόνο να το σκεφτεί και έχει κάποιες παρέες από τότε.
Όταν όμως θα βγει να το κάψει, σε αυτές τις λιγοστές συλλεκτικές εμφανίσεις που κάνει πλέον, καταλαβαίνεις ότι αυτή η γκόμενα είναι βετεράνος. Κατεβάζει το σφηνάκι χωρίς να το πιάσει με τα χέρια, σε παίζει με τα μάτια χωρίς να ψάχνει τίποτα από σένα, χορεύει καλύτερα από Τουρκάλα και γενικά με την όλη της συμπεριφορά σε κάνει να βρέχεις το βρακάκι σου.
Got a better definition? Add it!
Συνουσιάζομαι έτσι και έτσι, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη.
Χρησιμοποιείται όταν ο μπήχτης βάζει από υποχρέωση, απλά και μόνο επειδή του ζητείται από την δικιά του, χωρίς ο ίδιος να γουστάρει εκείνη τη χρονική στιγμή.
Ο βάζων ντεμί συνήθως δεν ολοκληρώνει τη συνουσία, αφήνοντας το μωρό του ντεμί-ικανοποιημένη.
- Πώς πάει ρε, διαβάζεις καθόλου για τις εξετάσεις;
- Ε προσπαθώ, αλλά έχω και τη δικιά μου που θέλει όλο κόλπα και δεν προλαβαίνω, τι να κάνω δεν ξέρω, άσ' τα.
- Θα σου πω εγώ ρε. Βάλε ντεμί και διάβασε.
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σε εύκολες γυναίκες, οι οποίες προσφέρουν υψηλές πιθανότητες επιτυχίας.
Δευτερευόντως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τύπισσες οι οποίες δεν είναι εύκολες σε Κ.Σ., αλλά που για κάποιον λόγο αυτό έχει αλλάξει προσωρινά.
Got a better definition? Add it!
Το πρωκτηδόν σεξ σε τοπίο με φυσική ομορφάδα, λόγγους, ραχούλες, κάνα δυο γιδοπρόβατα με τα κουδούνια τους να ηχούν, κάνα βοσκό να παίζει τη φλογέρα του (ή, αν κρυφοκοιτάζει, να παίζει το πουλί του) κ.ά. Συχνές φράσεις κατά την τοιαύτη συνουσία: «κουδούνισέ μου τον», «έλα να ακούσεις πώς παίζει η φλογέρα μου», «θέλω να σ' αρμέξω αγελαδίτσα μου» κ.ά.
Ο κατσικογαμισμός, το συνουσιάζεσθαι μετά μηρυκαστικού του ιδίου ή αλλότριου κοπαδιού (στη δεύτερη περίπτωση πας μέσα για φθορά ξένης ιδιοκτησίας).
Ό,τι και το 2, αλλά περιορισμένο στο να γαμάς τον κώλο του βοός (βους + κώλος).
Έλα να κάνουμε ένα βουκωλικό, Μήτρο'μ, να θυμηθούμε το χωριό.
Τον έπιασα, που λες, πάνω στο βουκωλικό με την κατσίκα μου. Θα τον αφαλοκόψω τον θεομπαίχτη!
«...μετά το όργωμα, οι παππούδες του χωριού συνήθιζαν να επιδίδονται στο βουκωλικό, ένα έθιμο που ανάγεται στην ομηρική εποχή (όπως τα πάντα στον τόπο μας) και αποδεικνύει την αδιάσπαστη συνέχεια του Γένους...» (από το έργο του Α. Τεκέλογλου «Πώς το έκαναν οι παλιότεροι», εκδόσεις Αργκώ, Αθήνα 2006, σ. 666).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φαρομανάω: εκ του φαρί (νεαρό δυνατό άλογο) + μαίνομαι (είμαι θυμωμένος, είμαι σε οίστρο).
Κατά την όψιμη Άνοιξη δηλαδή, οι γκόμενες είναι έτοιμες για ζευγάρωμα, για βάτεμα.
- Πω-πω οι λυσσάρες, πώς κάνουν με το μαλάκα, μα είναι ωραίος αυτός ο χλιμίτζουρας;
- Ωραίος ξεωραίος, δεν έχει να κάνει. Δεν το ξέρεις; Τον Απρίλη και το Μάη, το μουνί φαρομανάει...
Got a better definition? Add it!
Ο οφθαλμοπόρνος, ο μπανιστηρτζής, είτε μεγάλος είτε μικρός τυμπανιστηρτζής, αυτός που κάνει μάτι, προφάνουσλυ επειδή κοιτάζει μέσα από γρίλιες. Το απαθανάτισε ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο Ο Κουραδοκόφτης ως σλανγκ φυλακοβίων στα σέβεντηζ με προέλευση από λαχαναγορά. «Μια ακτίδα φως περνά τις γρίλιες και σβήνει αυτά που γίναν χτες, πώς μπλέκουν έτσι οι ιστορίες, και των ανθρώπων οι ζωές! Μες στο φτηνό ξενοδοχείο και στα σεντόνια των πολλών, μες σε καθρέφτες δίχως μνήμη, θα τελειώσουμε λοιπόν!», όπως τραγουδούσε η όλες οι Μάρθες Βούρτση πάνω μου Λιζέτα Καλημέρη.
Παρ' όλαφ τα, το γριλάκιας απαντάται και ως αργκό κλεφτών για να δηλώσει τον διαρρήκτη που δουλεύει νύχτα και ανοίγει γρίλιες παραθύρων με μικροεργαλεία. (Δες). Πιθανόν και αυτή η σημασία να έχει καταγραφεί από τον Πετρόπουλο στο Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη.
Αφιερούται τω Βικαρίω, τω μεγάλω ακιάκιει.
Δες
Πρίν από μερικά χρόνια όταν η λέξη λαθρομετανάστης ήταν άγνωστη στους περισσότερους Αθηναίους όπως
και οι λαθρομετανάστες επίσης, υπήρχε μια «τάξη»
στην εγκληματικότητα.
Μια συμφωνία Κυρίων και Κυριών.
Οι τραβεστί είχαν πιάτσα στη Συγγρού λίγα αγοράκια
στην Πλατεία Κουμουνδούρου και τα δικά τους μαγαζιά
τόπους συνάντησης και διασκέδασης στου Ψυρρή και μετά
στο Γκάζι.
Οι φτηνοί οίκοι ανοχής με Ελληνίδες πάντα στη Φυλής, στην Ιάσωνος,
στην Κεραμεικού,
οι μεσαίοι στα στενά της Πατησίων και οι πολυτελείας στο Κολωνάκι.
Σωστή χωροθέτηση που εξυπηρετούσε τους πάντες.
Εκδιδόμενες-ους, πελάτες και Αστυνομία.
Τα πάντα με πρόγραμμα όμορφα και ήρεμα.
Προσαγωγές για παραβάσεις ρουτίνας.
Ασφαλώς υπήρχαν και οι ληστές και οι διαρρήκτες στην πλειοψηφία
τους όμως τσακωμένοι με τη βία και με τα όπλα.
Όμορφες δουλειές.
Ο γριλάκιας που έμπαινε στα σπίτια σπάζοντας δύο γρίλιες
στο παράθυρο και ανοίγοντας το τσεμπερέκι (μάνταλο) με το
κατσαβίδι.
Άνοιγε έμπαινε στα νύχια άοπλος ούτε καν με σπρέϋ ύπνου
έπαιρνε κάτι τι και την κοπάναγε.
Την άλλη ημέρα στην Ασφάλεια οι σεσημασμένοι γριλάκηδες
παρόντες για καφέ.
Μετά από κανά δυό ώρες «εντάξει εγώ ήμουνα κυρ αστυνόμε»
και τελείωνε.
Got a better definition? Add it!
Αγαπώ, αλλά με σεξουαλική ή ειρωνική διάθεση. Λογοπαιγνιακός σλαγκοόρος που προέρχεται από σύμφυρση του «αγαπώ» και του «γαμώ», καθότι τα δύο έχουν κάποια κοινά φωνήματα, αλλά και μοιράζονται κάποιες σημασίες (βλ. π.χ. στίχους όπως «Έλα ν' αγαπηθούμε». Μη μου πείτε ότι εννοεί «έλα να νιώσουμε αγάπη ο ένας για τον άλλον». Πότε; Τώρα δα να τη νιώσουμε;).
Το ρήμα «αγαμώ» και ασυναίρετο «αγαμάω» (που ακούγεται ακόμα καυλύτερα), δίνει τα εξής παράγωγα:
αγάμη, αγαμημένος /-η, αγαμητός (και όχι «αγάμητος»), αγαμητικός /-ιά, αγαμησιάρης /-α κ.ά.
Έχει ιδιαίτερη φάση όταν η προηγούμενη λέξη λήγει σε -α, οπότε μόνο το «μ» μένει να κάνει τη διαφορά από το «γαμώ» και τα παράγωγά του. Π.χ. «θ (-α/α-) γα[μ/π]ηθούμε».
Μόνο από το http://www.poiein.gr/archives/7660/index.html αντλήσαμε τα εξής παραδείγματα:
Αγαμημένη
Αγάμησέ με σού είπα
Σ’ αγαμώ μού είπες
Μ’ αγαμάς σού έλεγα
Σ’ αγαμώ μού έλεγες
Κι αγαμηθήκαμε
Το γάμμα τής αγάπης έφαγε ολόκληρο το πι
και την έκανε ολόκληρη αγάμη
Ω αγάμη αγάμη
Ω αγάμη μου
αγάμη μου
Αγαμημένη μου
Αγαμημένε μου
Αγάπη και αγάμη ένα μαζί
Θέλετε κι άλλα;!;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει τον πολύ επιθετικό άντρα (αναφορικά με τις πεφτικές του ικανότητες κατά κύριο λόγο). Προέρχεται φυσικά από την παροιμιώδη επιθετικότητα της συγκεκριμένης ράτσας κυνοειδών, η οποία ράτσα μάλιστα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το αρσενικό φύλο. Κατά συνέπεια, θεωρείται τελείως αδόκιμη η χρήση του λήμματος για την περιγραφή γυναικών, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τη μακρά εμπειρία.
Συνώνυμο από το υγρό στοιχείο: καρχαρίας.
- Μαλάκα, τέλος τα φλωριλίκια. Από δω και πέρα θα παίζω φουλ επίθεση.
- Ηρέμησε...
- Αλήθεια ρε, θα γίνω ντόπερμαν σου λέω!
Got a better definition? Add it!