Selected tags

Further tags

Παλιά, κλισέ φράση την οποία έλεγε (ωσάν από μαγνητόφωνο) η τσατσά (ή ο τσάτσος) στα μπουρδέλα της οδού Φυλής, τέλη δεκαετίας '80 αρχές δεκαετίας '90 (δεν ξέρω αν το λένε ακόμη, αλλά υποθέτω ότι δεν θα άλλαξαν και πολλά από τότε).

Έμπαινες, ερχόταν να σε υποδεχτεί η κωλόγρια (ή ο μπούστακλας, ή κάτι ερμαφρόδιτο), έβγαινε το εμπόρευμα να κάνει μια στροφή, και άκουγες τη θεϊκή ατάκα! Ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς τι είναι τα «ελεύθερα πιασίματα»... Αν είναι το ότι μπορείς να χουφτώνεις ελεύθερα όπου θες, τι το λέγανε; Υπήρχε περίπτωση να γαμήσεις και να μην πιάσεις;!; (άβυσσος η ψυχή της τσατσάς!)

- Παιδιά, η Μαίρη είναι... Ωραίο κοριτσάκι, μόνο για λίγες μέρες στο μαγαζί, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό στα γόνατα, ελεύθερα πιασίματα... Ποιος θα περάσει;
- Άσε καλύτερα, ξέχασα το πορτοφόλι μου (βγαίνουν όλοι έξω).
- Στο καλό, στο καλό... Άει στο διάολο, μαλακισμένα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνα Κολάντα (Pina Colada).

Κοινώς η λεύκανση κωλοτρυπίδας. Εκ του χρώματος (λευκού) του ποτού και της ηχητικής γειτνίασης (κολάντα - κώλος).

Η Πίνα Κολάντα εφαρμόζεται σε ινστιτούτα αισθητικής και θεωρείται επέκταση του καλλωπισμού της βουβωνικής χώρας. Η Πίνα Κολάντα δεν είναι συμβατή με τα κουρέμπελα.

  1. - Χθες χρυσή μου πήγα στην Άντζελα. Μού 'κανε ένα μπραζίλιαν φοβερό, και μιας και ήμουν εκεί έκανα και μια Πίνα Κολάντα… Γιατί καλοκαίρι έρχεται ποτέ δεν ξέρεις…

  2. - Κουνιστός ο ξάδελφος, Γιαννάκη…
    - Έλα ρε Κώστα επειδή έχει ξυρισμένο το στήθος του, δηλαδή;
    - Εγώ σου λέω ότι έχει κάνει και Πίνα Κολάντα…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουρδελοξενοδοχείο. Συχνά θα ονομάζεται με κάποιο αρχαίο ελληνικό ή αιγυπτιακό όνομα, όπως «Όσιρις», «Τουταγχαμών», «Καλυψώ», «Άλκηστις», «Άρτεμις», «Κλεοπάτρα» κ.ά., το δε οικοδόμημα θα είναι είτε ετοιμόρροπο νεοκλασικό, είτε σε στυλ πολυκατοικίας ανατολικού μπλοκ.

— Τελικά τι έκανες με τη Μίνα;
— Την πήγα σε γαμοτέλ και περάσαμε αξέχαστα!

Να ένα γαμοτέλ τύπου "μπλοκ" (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 20/05/10)

Δες και γαμο-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκοέκφραση που ακουγόταν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. Σημαίνει «γαμάω», «τονε φοράω/ακουμπάω/μπήγω/σβουρίζω» κ.τ.λ., αναφέρεται δε στο έργο «Συνώνυμα και Συγγενικά» του Π. Βλαστού (σ. 176), λήμμα «γαμίσι» (sic).

Συνώνυμα: άπειρα, με πιο ενδιαφέρον και εξίσου παλαιό το: «κάνω κάνουλα (εις τινά)» (id. 177).

Και που λες, της τράβηξα δυο μανίκια... που έφυγε κουτσαίνοντα(ς)!

...και τρία μανίκια, άμα λάχει (να \'ούμ\') (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 20/05/10)Θα σου τραβήξω δυο μανίκια (από gagman, 11/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υμνητικό προσωνύμιο του γαλατικού παγανιστικού θεού «Bargalatsos», ο οποίος, κατά τη μυθολογία, εισέβαλλε ορμητικά στα μουνάκια των κοριτσιών άμα τη ενηλικιώσει των και τα γονιμοποιούσε.

Λογοπαίγνιο με την ονομασία του μεσαιωνικού όπλου που αποτελούταν από ένα μεγάλο κορμό δέντρου που κατέληγε συνήθως (αλλά όχι πάντα) σε ομοίωμα κεφαλής κριαριού, και χρησίμευε για να σπάνε τις καστρόπορτες («πολιορκητικός κριός»). Ο κορμός αντιστοιχεί στον κορμό του πέονος, ενώ η κεφαλή κριαριού αντιστοιχεί στην πεοκεφαλή.

— Θυμάσαι την πρώτη νύχτα που έκανες έρωτα, καλή μου Γελλοουσαμπμαρίνα;
— Θυμάμαι... Ήταν τα 18α γενέθλιά μου. Αποκοιμήθηκα γλυκά, όταν ήρθε στον ύπνο μου ο «Πολιορκητικός Κρύος» –μεγάλη η χάρη του. Από τότε δεν ησύχασα ποτέ, θέλω συνέχεια σεξ!

(από Αλάριχος Τεκέλογλου, 20/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που εχει αναφερθεί και ως σαύρα ή σαυροειδές ή καληνύχτας, ο οποίος επιδιώκει μετά μανίας σχεδόν να βρίσκεται κοντά σε άτομα του ασθενούς (σιγά...) φύλου, να κλείνει σπανιότατα και κανένα κουτσοραντεβουδάκι, αλλά τελικά γυρνάει μόνος κι έρημος σπίτι του χωρίς εν τέλει να καταφέρει να ικανοποιήσει τη λίμπιντό του.

Εν ολίγοις τελικά τα πλένει πάντα στο χέρι.

— Τεράστιο αεροβόλο ρε συ ο Λάκης. Δεν τον είχα κόψει για έτσι!
— Εγώ σου τα 'λεγα, μας είχε φλομώσει στους δράκους τόσον καιρό.

(από perkins, 20/05/10)(από perkins, 20/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο/λεξιπλασία με τον αγγλικό όρο homosexual και το «ωμός». Αναφέρεται σε άτομο μπρουτάλ, χωρίς συναίσθημα, παραδομένο στην ικανοποίηση των ορμών του. Η φιλοσοφία του είναι «κρέας θα μπει, κρέας θα βγει και το βούτυρο δικό σου».

Σούλα: Αχ για πες καλέ Μπία, τί έγινε με τον Νώντα τελικά;
Μπία: Καλός είναι μωρέ αλλά πολύ ωμοσέξουαλ το παλικάρι: βγάζει τόσο συναίσθημα όσο περίπου ένας νεροβούβαλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ της ελληνικής λέξης «κώλος» και της αγγλικής «lover».

Σημαίνει μεταξύ άλλων:

  • με την κυριολεκτική έννοια, αυτός που του αρέσουν οι κώλοι.
  • με την υποτιμητική έννοια, ο κακός εραστής, της πλάκας.

    Προκύπτει από το ρήμα «κωλάβ».

- Τη γυναίκα όταν έρχεται την κοιτάω στο πρόσωπο. Όταν φεύγει την κοιτάω στον κώλο. Αφού σου λέω είμαι... κωλάβερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκοέκφραση που ακουγόταν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. Σημαίνει γαμάω, «τραβάω μανίκι», «τονε φοράω / ακουμπάω / μπήγω / σβουρίζω» κ.τ.λ., αναφέρεται δε στο έργο «Συνώνυμα και Συγγενικά» του Π. Βλαστού (σ. 177), λήμμα «γαμώ» (sic).

Από την ομοιότητα που έχει ο πέοντας με την πέννα (= καλαμάρι), η οποία είναι μακριά και φτύνει υγρό (εδώ: μελάνι) από την άκρη της.

- Ρε την καλαμάρωσες τελικώς τη Φούλα;
- Ε, 'ντάξ', φιληθήκαμε, της έγλειψα βυζάκια κ.λ.π.
- Καλά κρασά... Άμα δεν την καλαμάρωσες τι κάθομαι και σου μιλάω ακόμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H γλειφοκωλάδα.

— Πού πήγε ο άλλος ρε;
— Πίσω από κάνα θάμνο θα την πήγε για καμιά γλειφοκωλάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified