Selected tags

Further tags

Αναφέρεται στα γυναικεία στήθη.

Είχα πνιγεί στο βυζόκρεας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση εμψυχωτικής φύσεως, συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει και την υπερβολή. Είναι συνώνυμη του και τα αρχίδια μέσα.

  1. - Τι έγινε με τη γκόμενα ρε μαλάκα χθες; Την πήρες;
    - Ναι ρε, χαλαρά! Και τα καρούλια μέσα!

  2. (σε αγώνα ποδοσφαίρου)
    - Έτσι αγόρι μου... έτσι...! Και τα καρούλια μέσα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Old -time classic ατάκα που δηλώνει την ενδοπαλάμια πεοπαλινδρόμηση (βλέπε και τη χήρα με τα πέντε ορφανά).

- Ναι, αγόρι μου, ναι... Δε φτάνει που σ' έχει βάλει στην κιλότα της, δεν πηδάς κιόλας. Έχεις πάθει τενοντίτιδα να κάνεις Μαριγούλα Μαριγώ!!!

Βλ. και Μαρία, η χήρα με τα πέντε ορφανά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φράση με την οποία ο έχων μια α ηλικία νηφάλιος αρσενικός, επιχειρεί να αποφύγει το ποινικά κολάσιμο περαιτέρω με ξετσουλιάζοντα θήλεα πολύ νέας κοπής. Είναι γεγονός ότι οι Ελληνίδες σήμερα ωριμάζουν σεξουαλικά αρκετά νωρίς και μερικές φορές είναι σημαντικό να το συνειδητοποιείς επίσης αρκετά νωρίς.

  2. Φράση με την οποία περιγράφεται η σχετική κατάσταση ερωτικής συνάφειας.

Έχει κάποια σχέση ύφους με το κοπελιές το νου σας και πιείτε το νουνού σας.

  1. (κάπου, σχεδόν οπουδήποτε, μετά από κάποια ώρα)
    Λίλα: Εσείς, ας πούμε, δε θα με χαλούσατε χιιχιχιιιχαχαχιχιιι!
    Ο έχων μια α ηλικία νηφάλιος αρσενικός: Πώς το είπες αυτό Λίλα;
    Λίλα: Λέω, δε θα με χαλούσατε!!! Ε, θα μας χαλούσε;
    Μπιάνκα: Χιιχιχιιιχαχαχιχιιι, γιατί να μας χαλούσε; Ο έχων μια α ηλικία νηφάλιος αρσενικός: Κορίτσια, χωρίς παρεξήγηση, σφηνάκι και ύπνο...

  2. — Συνειδητοποιώ, που λες, ότι για να ξέρουν την ξαδερφούλα μου από το σχολείο πρέπει να είναι το πολύ 15+, και αρχίζω να καλλιεργώ ομαλά αλλά και αταλάντευτα κλίμα σφηνάκι και ύπνο...
    — Θυμάσαι κι εκείνη τη μπλακμεταλού στο χωριό που θα πήγαινε Β' γυμνασίου; Ευτυχώς που μας το ξεφούρνισε η μικρή πατσόλα η περιπτερού.

(από Vrastaman, 06/06/10)B - 52 (από perkins, 06/06/10)Στο 3:58. (από patsis, 10/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ρήμα «φασώνομαι». Μπαίνω σε φάση ερωτικών περιπτύξεων.

Ο λόγος που το προσθέτω στον ήδη υπάρχοντα ορισμό φάσωμα, είναι επειδή αυτό γίνεται μόνο μεταξύ δυο ατόμων που δεν έχουν ήδη σχέση.

- Έμαθα πέρασες καλά χτες στο παρτάκι;
- Φασώθηκα με τον Γιώργο ρε, αφού σου το 'χα πει ότι τον είχα βάλει στο μάτι.

(από perkins, 06/06/10)φασσώθηκε ο δολοφόνος (από perkins, 06/06/10)Εταιρία πλαστικών Fasoplast (από allivegp, 03/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πάρτυ στο οποίο είναι έντονη, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, η παρουσία του γυναικείου φύλου.

-Τι έλεγε χθες το πάρτυ της Μαρίας;
-Άστα να πάνε... Φουλ μουν πάρτυ! Όπου και να κοίταζες, βυζί και κώλος...

φουλ μουν (από GATZMAN, 06/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξανθό αξύριστο μουνί, του οποίου οι άτακτες ξανθές μουνότριχες θυμίζουν εντυπωσιακά το ομώνυμο γλυκό. Μιλάμε δηλαδή για φυσική ξανθιά και πολύ μάλιστα για να φτάσει να έχει μέχρι και στο μουνί ξανθές τρίχες.

Γενικότερα και καταχρηστικά ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για πιο μελαχρινά μουνιά, εφόσον είναι αξύριστα, δασέα και με άτακτη τριχοφυΐα. Προφ, πρόκειται για σλανγκ παλαιάς κοπής, γιαγιαδοσλάνγκ, κατά τη νονά του λήμματος Ιρονίκ (έβαλε ένα χεράκι κι ο Μρ Κάδμος).

  1. Φαντάζεστε ένα αξύριστο ξανθό μουνί ;
    Αυτό δεν θα είναι μουνί ... κανταΐφι θα είναι ...
    (Δώθε)

  2. Μουνότριχες κανταΐφι σε μενού ταβέρνας εδώ.

  3. Μαύρο κανταΐφι, ενίοτε ξανθό, σπανίως κόκκινο (δες μήδι).

(από Khan, 08/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά, το αντρικό μόριο.

Όρος που ακούγεται στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας και χρησιμοποιείται με ερωτικό υπονοούμενο από τους καπνιστές για να μην καρφωθούν και εκτεθούν από το πρόστυχο μυαλό-στόμα τους.

- Δοκιμάστε αυτό το πούρο κυρία μου, έχει μια ιδιαίτερη γεύση.
- Κύριε Γιώργο με κακομαθαίνετε..
- Δοκιμάστε το κανονικό γιατί μετά σας φύλαξα ένα πούρο με φλέβες για το σπίτι..

(από perkins, 08/06/10)(από perkins, 08/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικό επιφώνημα θαυμασμού, συνήθως για την εμφάνιση μίας γυναίκας.

Για να πετύχει πρέπει πρώτα το επιφώνημα να αρχίσει με ένα μακρόσυρτο «Πσσσσσσς» (όπως λέμε «Πσσσσς σκίζεις»), και μετά να ακολουθεί ένα «Ω-λα-λααά» όπως λέμε «Ω λαλααά, τη γκόμενα είσαι εσύ!!»

  1. - Σου αρέσει αυτό το φόρεμα;;
    - Πσσσσσς ω-λαλααά είναι πολύ ωραίο!

  2. - Πως σου φαίνομαι για απόψε;
    - Πσσσσσς ω-λαλααά φοβερή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για σεξουαλικό φετίχ, κατά το οποίο ο ένας σύντροφος ουρεί πάνω στον άλλον. Ο όρος προέρχεται από το χαρακτηριστικό κιτρινωπό χρώμα των ούρων.

Συναντάται και ως ουρολαγνεία ή ουροφιλία και δεν πρέπει να συγχέεται με την ουροφαγία.

- Τι έγινε χτες, έβαλες;
- Μόνο; Μαλάκα, δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό το πράγμα. Η γκόμενα τα ήπιε όλα και μετά μου ζήτησε και χρυσό ντους!
- Ηρέμησε ρε Τσαρώφ.
- Αλήθεια ρε φίλο. Άδειασα τελείως σε λέω.

βλ. και χρυσή βροχή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified