Selected tags

Further tags

Ο τοιούτος ή χαριτωμένος ή όπως λέει και ο παππούς μου, ο τικιτάκας.

Τον πούστης εννοώ ντε.

- Αχ Λίτσα μου, τι τεκνό είναι ο Βασίλης, πω πω λιώνω ΛΙΩΝΩ ΛΕΜΕ!

- Άστον καλύτερα αυτόν Ρίτσα μου, δεν είναι για μας.

-Τι;Τι ξέρεις και δεν το λες; Τα 'χει μ' άλλη ε; Αυτό είναι! ΩΙΜΕ!

-Τι άλλη μωρή; Πες άλλον καλύτερα...

-ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!! Μη μου πεις! Φούστα κλαρωτή ο Βασιλάκης;

Λίμνη Τιτικάκα, Περού. Νο ρηλέησον. (από Jonas, 19/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο τρεις μεγάλες κατηγορίες κατηγορίες σφυρίχτερμαν οι οποίες ενίοτε αλληλεπικαλύπτονται:

Οι σφυρίχτερμεν χαρτογραφούνται τόσο σε μπουτς όσο και σε φαμ παραλλαγές.

Ετυμολογία: εκ των σφυρίχτρα (δύο πρώτες περιπτώσεις), σφυρίχτρα (δεύτερη) και σφίχτερμαν.

  1. - σε πολλά σύγχρονα αφηγήματα, όχι κατ' ανάγκη πουστρομανιέρας, αλλά ίσως και πουστρονεωτερισμού βλέπουμε ένα μενάζ α τρουά νέας κοπής: Αυτό αποτελείται από έναν συνεσταλμένο, ομορφούλη άντρα τ. πουστρίγκος, συχνά κοντούλη, μία αρρενωπή γυναίκα και ένα τεκνό, είτε τύπου ήρωα ταινιών του Visconti, είτε σφ(υρ)ίχτερμαν. (Χάνκων o Μεγαλόσλανγκος, εδώ)

  2. Vrastaman: - Το σφυρίχτερμαν παίζει;
    ironick: - αχαχαχαχα, κάτι σε γκέουλα σφίχτη τροχονόμο δηλαδή;
    (εκεί)

  3. - Δεν είναι κι ο σφίχτερμαν που τον έχει σφυρίχτρα; Συφτωματικά σήμερα μου έλεγε μια γκόμενα για ένα απο το μεγαλύτερα τούμπανα της Κυψέλης που τον έχει τσιγάρο. (Jeanoir, παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουλί.

Ο Τζόνυ πήρε τ' όπλο του και πήγε να κυνηγήσει καμιά πέρδικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουστεία είναι αφηρημένο ουσιαστικό, που φτιάχτηκε μάλλον κατ' αναλογία προς την πορνεία. Ο Μπάμπης φυσικά δεν το έχει ενώ το γουγλ δεν δίνει κανένα αποτέλεσμα. Εντούτοις διαβεβαιώ τους λίγους που τυχόν δεν την έχουν υπόψη τους πως δεν αποτελεί δικό μου κατασκεύασμα.

Δεν ταυτίζεται με την πουστιά, που κατέληξε να σημαίνει κυρίως πράξη προδοτική και ειδεχθή. Πράξη στην οποία, υπό Κ.Σ., μόνο μια τελειωμένη λούγκρα θα μπορούσε να προβεί, και ποτέ ένα ωθέντικ αρσενικό που φοράει παντελόνια.

Η πουστεία έχει πολύ πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο. Είναι η κατάσταση του να είναι κάποιος πούστης / γκέϊ / αδερφή / λούγκρα. Ειδικότερα, κατ' αναλογία προς την πορνεία, η πουστεία νοείται ως οιονεί επαγγελματική δραστηριότητα, ένα μέσο βιοπορισμού για κίναιδους.

Η αρχαιόπρεπη κατάληξη -εία προσδίδει μια ψιλοεπισημότητα στο λόγο, ο οποίος έτσι καταφέρνει ενίοτε να γίνει πολύ πιο δηκτικός απ' όταν μεταχειρίζεται καθαρόαιμες αγοραίες εκφράσεις. Κλασικό παράδειγμα είναι ο ευφημισμός τιμημένο, που υπο προϋποθέσεις μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερη αίσθηση απο το χιλιοειπωμένο γαμημένο.

Ο όρος πουστεία χρησιμοποιείται κατά κανόνα σε πλαίσια γενικολογίας, δίχως να εστιάζει σε συγκεκριμένα πρόσωπα.

- Η κοινωνία πάει κατά διαόλου, δε βλέπεις πως εξαπλώνεται η πουστεία στους νέους;

- Η πουστεία, τα ναρκωτικά, η σαπίλα του πολιτικού συστήματος, ο σταρχιδισμός, αυτά είναι τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας.

Κανείς βέβαια δεν σου απαγορεύει να πεις π.χ.

- πάει ο μαλάκας ο Θόδωρας, έπεσε κι αυτός στην πουστεία...

Αλλά, είπαμε, δεν είναι αυτή η κύρια χρήση της.

- Μερικοί λένε πως ο Πέτρος Κωστόπουλας είναι ο αρχιερέας της πουστείας εν Ελλάδι, αυτός που την απενοχοποίησε μέσα απ' τα περιοδικά του.

(από Τσακ εις την μέσην, 23/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπανεύκολη ρίμα τ. χέρι- μαχαίρι, ως καημός για το ότι δεν έχουμε εμείς (που το αξίζουμε) κάποιο τριφασικό μουνί, αλλά το τραβάει κάποιος άλλος το κορμί, ο οποίος διαθέτει και το μαχαίρι = φαλλικό σύμβολο. Τέτοιοι καημοί έχουν ως επωδό την ελπήδα ότι θα γυρίσει ο τροχός. Κυκλοφορεί και στην λογοκριμένη εκδοχή: Τα κορμιά και τα μαχαίρια.

Στο Δ.Π. υπό Beth.

- Καλά, πού το τραβάει το θεόμουνο ο μπούλης!
- Ας μην είχε τα λεφτά του μπαμπά και σού 'λεγα εγώ...

(από Khan, 26/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προσγειώνει σκληρά στην πραγματικότητα κάποιον που δεν διαθέτει την απαραίτητη εγρήγορση (π.χ. κοιμήσης, αργόστροφος κλπ) ή επιδεξιότητα (π.χ. ατσούμπαλος, άγαρμπος κλπ) ή ρώμη (κακαντράκι, φιλάσθενος κλπ) ή εμφάνιση (χλωμός, κουρασμένος κλπ), προκειμένου ν’ ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις μιας ομάδας ή παρέας.

Οι περισσότεροι αθρώποι, αγωνιούντες μην χαρακτηρισθούν αποσυνάγωγοι (ξέροντας τί τους περιμένει), μοχθούν ν’ αποδείξουν στην κοινότητα ότι διαθέτουν τουλάχιστον μιαν από τις παραπάνω αρετές επιβίωσης (είτε κραυγάζοντας την ειδίκευσή τους – είτε υποτιμώντας των άλλων). Μερικοί τις καλλιεργούν κιόλας.

Η έκφραση απηχεί την αντίληψη ότι η μαλακία αδυνατίζει και το σώμα και το πνεύμα (το ίδιο κάνει, αλλ’ όχι αντίστροφα).

Η Φύση (και η κοινωνία) ξερνάει τον αδύναμο. Η συμπόνια δεν πασπαλίζει πάντα το ψωμί της ανάγκης.

Πάντως, ο αρχιδεσμοφύλακας ενός ξερονησιού στην Γαλλική Γκυιάνα, πιστός στον Κανονισμό που επιτάσσει ένα minimum ενδιαφέροντος από καθήκον, σύστησε στον Papillon (F.J. Schaffner 1973), να μαλακίζεται όσο το δυνατόν λιγότερο, για να μη ρέψει εντελώς, (δεδομένων των -ούτως ή άλλως- απάνθρωπων συνθηκών) κατά την διάρκεια της διετούς (!) απομόνωσής του, παραβλέποντας ωστόσο, τα καταπραϋντικά ψυχικά ευεργετήματα των κατά μόνας ηδονών...

Βλ. εδώ για την κοινωνικά απαιτούμενη ετοιμότητα και εδώ για τις συνέπειες της έλλειψής της.

  1. - Πάμε το βράδυ στης Νανάς;
    - Πήγαμε!
    - Πάρε και τον Μπάμπη μήπως θέλει να ’ρθει!
    (ο αφηρημένος):
    - Ρε για δεν πάμε καμιά μπουρδελάδα καλύτερα;
    - Από μαλακία έρχεσαι; Τί λέμε τόσην ώρα; Συγκεντρώσου!

  2. - Μην το πειράζεις αυτό, μου το ’φερε ο πατέρας μου απ’ την Αίγυπτο!
    - Κράκ!
    - Ωχ! Σόρρυ μου ’πεσε...
    - Ρε κουλαρία, από μαλακία έρχεσαι; Δεν ακούς που σου μιλάνε;

  3. - Δώσε χέρι ρε ν’ ανέβω στη βάρκα! Δεν μπορώ να κρατηθώ, γλιστράω!
    - Βόηθα τονε ρε μια, να βάλω μπρος!
    - Ωωωωχ! Δε γίνεται ρε, ασήκωτος είναι ο πούστης...
    - Από μαλακία έρχεσαι ρε παράλυτο; Άντε απ’ την άλλη μη μπατάρουμε, θα τονε τραβήξω εγώ...

  4. - Πώς είσαι έτσι ρε, τί μάτια είν’ αυτά; Από μαλακία έρχεσαι;
    - Άσε ρε, ξενύχτησα χτες, έγινα λιώμα και στα ξίδια, γάμησέ τα...
    - Εμένα μου λες; Κόφ’ την πρωϊνή ρεεεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουρδελοκατσαρόλα χαρακτηρίζουμε μια γυναίκα η οποία δεν είναι άξια προσοχής, ή απλά δεν την πάμε.

Ήσουν, είσαι και θα είσαι μια μπουρδελοκατσαρόλα και δεν πρόκειται να ασχοληθώ μαζί σου! ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ!

Η κατσαρόλα του μπουρδέλου... (από Τσακ εις την μέσην, 30/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α. Γυναίκα που συχνάζει ή εργάζεται σε σκυλάδικα, κωλάδικα και λοιπά νυχτερινά καταστήματα διασκέδασης και μετα-νυχτερινής μαζικής εστίασης.

β. Γυναίκα που ομοιάζει με γυναίκα που συχνάζει ή εργάζεται σε σκυλάδικα, κωλάδικα και λοιπά νυχτερινά καταστήματα διασκέδασης και μαζικής εστίασης.

γ. Γυναίκα που ομοιάζει με σκύλα (θηλυκό του σκύλου) εμφανισιακά και μόνο.

δ. Γυναίκα που γουστάρει σκυλάδες ή και σκύλους.

ε. Άνδρας ομοφυλοφιλικών παραδόσεων και κατευθύνσεων και που ομοιάζει ή φέρεται ως γυναίκα μίας εκ των ανωτέρων κατηγοριών.

Δεν θα πρέπει να την μπερδεύεται με την σκύλα (κοινώς bitch) ή το σκυλί. Η σκυλού ακόμα κι αν είναι είναι άνδρας, έχει αρχίδια. Πολλές σκυλούδες τυχαίνει να είναι λεσβίες αλλά να μην το γνωρίζουν.

α. Ου ρε σκυλού!

β. Ου ρε σκυλού!

γ. Ου ρε σκυλού!

δ. Ου ρε σκυλού!

ε. Ου ρε σκυλού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ελληνική μετάφραση / παράκουση του mother fucker.

- I'm the best morofokas in the whole world!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν στην πίπα το πέος πάει πολύ βαθιά και η κοπέλα πνίγεται...

Καλά, τις έριχνα ένα τσοκάρισμα μέχρι φωνητικές χορδές!

Mrs Chokesondick (South Park) (από Vrastaman, 30/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified