Selected tags

Further tags

Αυνανίζομαι μανιωδώς, πολλάκις της ημέρας, απανωτά και κατά κόρον, σε βαθμό ανησυχητικό, ακόμη και για γονείς προοδευτικών αντιλήψεων. Αναφέρεται σε άτομα της εφηβικής και μετεφηβικής ηλικίας που μπορούν να πετυχαίνουν υψηλά σκορ στο άθλημα.

  1. Κι αν το ίδιο παρακαλάει κάθε βράδυ κάποιος βάζελος για τη δική σου μαμά; Αν αύριο πεθάνει η μάνα σου επειδή ακούστηκαν οι προσευχές κάποιου βάζελου; Ωραία ε; Αγόρι μου έχεις τρελό εγκεφαλικό πρόβλημα… ζωή δεν έχεις; προβλήματα δεν έχεις; οικονομική κρίση δεν έχεις; το μόνο που σε νοιάζει είναι πώς θα γαμήσεις μάνες; Ποιο ζώο σε πότισε με τέτοιο οπαδιλίκι; Μάλλον σε έχει φάει η πολλή μαλακία επειδή δε γαμάς καμιά γκόμενα και μετά θες να γαμήσεις μάνες… το έχεις ματώσει το πετσάκι σου.

  2. Παρόλα αυτά… γιατί μερικοί μισθοφόροι του ΠΟΚ ματώνουν; Γιατί επίσης μερικοί Ελλαδίτες του ΠΟΚ ματώνουν; Βλέπεις π.χ. τον Πάντο… άμπαλος… αλλά τα δίδει όλα 110%... για αυτό και τον χειροκροτεί η εξέδρα ή τον Γεωργέα… ή τον Φον Δημητράκη.

Σε εμάς ποιος ματώνει πέρα από το πετσάκι του από την πολύ χρήση;
(από το νέτι)

Βλέπε και πέτσα, ματώνω, και σχήμα γνωστού αγνώστου για τον τύπο «το ματώνω».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο το οποίο, υπό την επήρεια αλκοόλ, κάνει one night stand αλλά δε θυμάται τίποτα την επόμενη μέρα.

- Ρε συ, η Λίλιαν! Πάω να της πω ένα γεια να θυμηθούμε τα προχτεσινά μας.
- Άσε ρε, αμφιβάλλω αν σε θυμάται καθόλου. Αυτή πότισέ την και πάει και με αμοιβάδα. Μπεκροσέξουαλ η γκόμενα.

Μπεκροσέξουαλ Τσιμπουκόφκσι. (από Khan, 24/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως κωλοκοτρώνα.
• Μεγάλος βράχος σε σχήμα κώλου, κάπου στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας, απο τον οποίο λέγεται οτι πήρε το όνομά του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
• Μεγάλος και σφιχτός κώλος. Σπάνιος και ιδιαίτερα δημοφιλής συνδυασμός.

Διάσημες κολοκοτρώνες: Jennifer Lopez, Kim Kardashian, Beyonce, Nicole Natalie Austin.

Πω-πω... κοίτα εκεί μια κολοκοτρώνα... Να φας κωλοσκάμπιλο να πάθεις διάσειση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνάνας.

Σκόπιμη ή όχι, η παραφθορά της λέξης προσδίδει μία αμφισημία που δηλώνει:

  • Τη μαλακία ως χειρωνακτική εργασία, που
  • Προσφέρει στον εργαζόμενο ένα αίσθημα πληρώσεως και υπέρτατης ευτυχίας, σαν να’ ναι βασιλιάς. Τουτέστιν είναι απόλυτος κυρίαρχος των φαντασιώσεων του, κάνει ό,τι θέλει μ’ αυτές και δεν ταλαιπωρείται από τα νάζια, τα καπρίτσια και τυχόν επιθυμίες της ερωτικής συντρόφου ασύμβατες με τις δικές του.

Ο άναξ ήτο Ολυμπιονίκης ιστιοπλόος, ενταυτώ όμως και δεξιοτέχνης χειράναξ παγκοσμίου φήμης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

• Αυτοκίνητο για γαμήλιες τελετές.
• Αυτοκίνητο για σεξ.

Ενα Γαμauto δόθηκε τιμητικά στη Βούλα Πατουλίδου, για το χρυσό μετάλλιο που κέρδισε στους ολυμπιακούς αγώνες της Βαρκελώνης το 1992. Η φράση της «για την Ελλάδα ρε Γαμauto», έχει μείνει στην ιστορία.

Παντρεύεστε και δεν έχετε αυτοκίνητο για τη γαμήλια τελετή; Το Γαμauto είναι αυτό που χρειάζεστε. To Γαμauto είναι το καλύτερο αυτοκίνητο και για το γαμήλιο ταξίδι. Κι αν δε μπορείτε να ανταποκριθείτε στα συζυγικά σας καθήκοντα, μην ανησυχείτε. Ο ειδικά εκπαιδευμένος οδηγός του Γαμauto θα σας αναπληρώσει επάξια !

(από dipyadip, 24/07/11)(από GATZMAN, 24/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έχουσα βυζόμπαλες μεγέθους πεπονιού (τουλάχιστον) και στητές ούτως ώστε να προσομοιάζουν με τορπίλες. Απαραίτητο προσόν για παρουσιάστριες πρωινών τηλεοπτικών εκπομπών ποικίλης ύλης, σε συνδυασμό με ξώβυζο.

(Παρέα σε αναζήτηση παραλίας)
- Εδώ καλά είμαστε; - Όχι, πάμε στο μπητσόμπαρο παρακάτω που έχει και βυζοδυναμική σερβιτόρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πεταχτός κώλος, ο κώλος που αψηφά την βαρύτητα, η καμπύλη του είναι ίδια με του μπουζουκιού. Συναντιέται κυρίως σε παραλίες ή σε εξόδους σε νυχτερινά κέντρα.

- Τι λε ρε παιδί μου, κοίτα τι περνάει απέναντι.
- Άσε ρε φίλε, μπουζουκόκωλος να σου βγάλει το μάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση απορίας για ορμές υπερφυσικά παρατεταμένης διαρκείας από (ξανθές συνήθως) γυναίκες.

Περιέχει εμφανή παρομοίωση του γυναικείου αιδοίου με εξοπλισμό μαγειρέματος συμβατικής τεχνολογίας.

Κυρίως εκφράζεται από έκφυλα θήλεα, μαστιζόμενα τόσο από αγαμία όσο και εθισμένα σεξομανή.

-Μαρία μου, που να σ' τα λέω. Έχω φτάσει σε τρελά επίπεδα αγαμίας. Το μουνί μου φλόγες βγάζει, λες να είναι πετρογκάζι;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερωτικά ελκυστική, συνήθως νεαρή γυναίκα, η οποία μπορεί να είναι λεπτή ή χοντρούλα. Δεν είναι μεγάλου μεγέθους. Δεν συμπίπτει με τους χαρακτηρισμούς «μουνάρα» ή «μούναρος».

Κατά τη γνώμη μου ευρύτερος όρος από το «μουνίτσα» που αφορά σχεδόν αποκλειστικά τηνέιτζερς.

– Πολύ καυλιάρα η Ελενίτσα!
– Ναι, είναι ωραίο μουνάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυναικάς, αυτός που κυνηγάει κάθε γυναικεία φούστα.

Πρόσεχε τον καθηγητή της Φαρμακευτικής, είναι πολύ μουρντάρης, δεν έχει αφήσει φοιτήτρια για φοιτήτρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified