Selected tags

Further tags

Πολύ άσχημη γυναίκα. Σε πιο χυδαία μορφή, να μασάς σκατά και να φτύνεις.

Παναγία μου, η Παρθενόπη δεν βλέπεται! Είναι να μασάς κουκιά και να φτύνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περάσαμε γαμάτα, φανταστικά, καταπληκτικά, τόσο ωραία, σα να μας παίρνανε πίπες όλο το βράδυ οι καλύτερες γκόμενες. Χρησιμοποιείται σε συζητήσεις μεταξύ αντρών για να δώσουν έμφαση στο πόσο καλά πέρασαν.

Όταν η λέξη βέβαια πίπα χρησιμοποιείται στον πληθυντικό, τότε το νόημα είναι ακριβώς το αντίθετο.

- Χθες που λες βγήκα με τη Barbara και την Ιωάννα και περάσαμε πίπα...
- Εγώ πάλι βγήκα με το Γιώργο και το Μήτσο και περάσαμε... πίπες...

Πίπα περάσαμε με τον Αντρέα (από Khan, 21/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκδήλωση τρυφερότητας. Κατ' άλλους, τυπικό σύμπτωμα της μάστιγας του γουτσισμού.

Για να λάβει χώρα μουσουνισμός απαιτούνται ένας μουσουνιστής και ένας μουσουνιζόμενος. Ο μουσουνιστής πλησιάζει τον μουσουνιζόμενο, βάζει τη μουσούδα του στον λαιμό, τους ώμους ή το στήθος του μουσουνιζόμενου και αρχίζει να τρίβεται και να ρουθουνίζει. Συχνά, ο μουσουνιστής πασπατεύει επίσης τον μουσουνιζόμενο και του ψιθυρίζει και διάφορες γλύκες. Το μουσούνισμα είναι συχνά, αλλά όχι απαραίτητα, προοίμιο για σαχλά.

Η λέξη μουσουνίζω προϋπήρχε κατά πολύ του γουτσισμού. Συναντάται σε ντοπιολαλιές - υπάρχει και ο τύπος μουθουνίζω - και σημαίνει ακριβώς ρουθουνίζω. Αναφέρεται συνήθως στον ήχο που κάνουν διάφορα ζώα όταν πάνε να μυρίσουν και ρουφάνε τη μύτη τους. Για να μην ξεχνάμε και τις ρίζες μας.

- Γούτσου-γούτσου το μωρό μου ... έλα να σε μουσουνίσω λίγο, γλυκό μου ...
- Ναι, ρε καλό μου, αλλά αρχίζει το ματς σε δέκα λεπτάκια ... και ξέρεις πού καταλήγουν αυτά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζω μούτσο σημαίνει τραβάω μαλακία στην κυπριακή διάλεκτο.

Μουτσοπαίχτης αποκαλείται ο μαλάκας.

Η λέξη μούτσος πιθανώς να σχετίζεται με την λέξη πούτσος.

- Ο Πανίκος παίζειν με τον μούτσον του πάλιν!
- Μα ίντα που λαλείς, λαλώ-σε;

Μούτσος του Τσαρούχη (από Vrastaman, 26/08/08)Γιώργος Μαλάκας (βλ. σχόλιο νανάς) (από GATZMAN, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλοκάβαλο παντελόνι που αποκαλύπτει την κορυφογραμμή του κώλου, κατά το ντεκολτέ.

Βλ. και κερματοδέκτης.

- Ήρθε η άνοιξη και τα πιπίνια βάλαν τα ξεκωλτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη χημεία το pH αποτελεί μέτρο της οξύτητας ενός διαλύματος. Ουσίες με δείκτη μικρότερο του 7 χαρακτηρίζονται όξινες (π.χ: οξύ μπαταρίας, χυμός λεμονιού, ξύδι), με δείκτη 7 (π.χ: καθαρό νερό) ουδέτερες και με δείκτη μεγαλύτερο του 7 αλκαλικές (π.χ:σαπούνι, αίμα, θαλασσινό νερό).
Το συγκεκριμένο λήμμα σχετίζεται με τη γυναικεία θηλυκότητα. Στην περίπτωση αυτή το pH εκφράζει το μέτρο της γυναικείας θηλυκότητας. Έτσι όταν μιλάμε για ουδέτερο pH υπονοούμε πως μιλάμε για γυναίκα χωρίς θηλυκότητα, χωρίς ωστόσο να υπονοούμε ότι μιλάμε για λεσβία.

Κώστας: - Τι τύπος είναι η αδελφή της γυναίκας σου; Παίζει να γίνει κάνα κονέ;
Πέτρος (κολλητός του Κώστα):
- Άσ' τα φίλε, δεν κάνει. Ουδέτερο pH. Δε λέει η περίπτωση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρεΐστικο ερωτικό παιχνίδι, ιδιαίτερα προσφιλές μεταξύ εφήβων.

Στην τυπική μορφή του παιχνιδιού, η παρέα στήνεται κυκλικά γύρω από ένα μπουκάλι, το οποίο περιστρέφουν ένας ένας με τη σειρά. Αυτός ή αυτή που παίζει, οφείλει να φιλήσει όποιον ή όποια θα δείχνει το μπουκάλι αφού σταματήσει να περιστρέφεται.

Σε μεγαλύτερες ηλικίες η μπουκάλα μπορεί να παίζεται και λιγότερο αθώα. Για σκληροπυρηνικές παρέες.

  1. Η χαλάρωση και το ποτό έδωσαν τη θέση τους σε ιδέες παιδικές. Κάποιος έριξε την ιδέα να αναβιώσουν τα παιχνίδια των εφηβικών πάρτι και όλοι συμφώνησαν. «Να παίξουμε μπουκάλα», αυτή ήταν η επαναστατική ιδέα που έπεσε και όλη η παρέα ξέσπασε σε χειροκροτήματα και σε κραυγές επιδοκιμασίας.

Πρώτο ζευγάρι που «κλήρωσε» η μπουκάλα ήταν ο Αχιλλέας και η Νίκη. Δύο άνθρωποι που γνωρίστηκαν εκείνη τη μέρα. Η Νίκη σηκώθηκε με θάρρος και αποφασισμένη να φιλήσει τον Αχιλλέα. Τον βουτάει και κυριολεκτικά έχωσε τη γλώσσα της στο στόμα του [...] (από ιστολόγιο)

  1. Προτιμώ τελικά να τους θυμάμαι όπως ήταν τότε.
    Μικρά σκανδαλιάρικα τομάρια που μέσα στον πανικό που δίνουν τα νιάτα για ζωή αναστατώναμε το σύμπαν γύρω μας απλά και μόνο για να παίξουμε μπουκάλα. (από φόρουμ)

  2. Τα κορίτσια ήταν πολύ κουλ και ακομπλεξάριστα. Τότε σηκώνεται πάνω ο Δημήτρης και ρίχνει την μεγάλη βόμβα της βραδιάς:
    - Παιδιά έχω μια ιδέα. Τι λέτε να παίξουμε μπουκάλα;
    Σκάσαμε στα γέλια.
    - Σιγά μη παίξουμε και τυφλόμυγα, πετάχτηκα εγώ.
    - Δεν κατάλαβες, Σωτήρη. Αντί να φιλιόμαστε θα γαμιόμαστε.
    Μαχαίρι το γέλιο.

(από φόρουμ κι' αυτό)

H Sara Jessica Parker παίζει μπουκάλα και της λαχαίνει η Alanis Morissette (από Khan, 13/08/09)και μετά αρχίσαμε άλλες μπουκάλες... (από BuBis, 18/08/09)Στο 5:47 (απορώ πώς γίνεται να το ξεχάσατε!) (από mafie, 23/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πακέτο υπεραισθησιακών καλλονών από το Ρίο ντε Τζανέιρο που λικνίζεται σε ρυθμούς σάμπα και σε άλλους ρυθμούς λάτιν μουσικής. Το λικνιζόμενο πακέτο δύναται να ωθήσει σε ντελίριο άτομα του ανδρικού πληθυσμού. Ούτοι στην προσπάθειά τους να εστιάσουν σε επίμαχα σημεία, δύναται να οδηγηθούν σε σπερματοέκχυση όπως και σε αύξηση της οφθαλμολογικής πιέσεως που μπορεί να προκαλέσει παρέμβαση του εγκεφάλου όστις δύναται να αποστείλει μήνυμα στους δακρυγόνους αδένες μέσω του νευρωνικού δικτύου με απώτερο στόχο την παραγωγή, απελευθέρωση και έκχυση μικρής ποσότητας δακρύων. Εκ ταύτης της ιδιότητας του το κωλοίριο δύναται να δράσει ως κολλύριο.
Η λέξη κωλοίριο προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων: Κώλοι, Ρίο

Σε πλατεία του Μοσχάτου, την εποχή των Αποκριών, Βραζιλιάνες χορεύτριες συμβάλλουν στην ανύψωση της θερμοκρασίας καταμεσής του Φεβρουαρίου, παρά το κρύο που επικρατεί, πετώντας τα όλα. Σα να λέμε: ...ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει.
Δυο φίλοι σχολιάζουν:
- Μαλάκα, ντελίριο!
- Τι ντελίριο; Για κωλοίριο πρόκειται!

(από GATZMAN, 30/06/08)Κάτω από την κόκκινη ομπρέλα φαίνονται οι 2 φίλοι (karn2) (από GATZMAN, 30/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγοράκι των βορείων ως επί το πλείστον προαστίων με λεπτά χαρακτηριστικά, προσεγμένο μαλλί, λεπτεπίλεπτη συμπεριφορά και καμιά φορά διακριτικό μακιγιάζ. Ξεχωρίζει για τη γλυκύτητά του και τις χαριτωμένες κινήσεις του. Τον όρο πρώτος χρησιμοποίησε ο άρχοντας Κωστόπουλος στο περιοδικό NITRO.

- Κοίτα τον Γιαννάκη, πολύ γλυκό αγορίτσι...
- Τσάμπα τα λεφτά που έδωσε ο πατέρας του στο μαιευτήριο όταν έμαθε ότι έκανε αγόρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί το στρινγκ και το τάνγκα να έχουν τόση σχέση όση ο Στίνγκ με τον Τράγκα, αλλά αμφότερα έχουν ακόμη μικρότερη με το περιοδόβρακο.
Βασικό του χαρακτηριστικό είναι ότι διαγράφεται βασανιστικά πάνω στα κολλητά παντελόνια και μέσα απ' τ' αέρινα φορέματα. Καλύπτει ό,τι θεωρείται από ιατρικής τε και εμπειρικής απόψεως κώλος φτάνοντας στις παρυφές του μπουτιού, και σκεπάζει τα κωλομάγουλα χωρίς να αφήνει αμφιβολίες.
Πλέον απαντάται συστηματικά μόνο σε μη μεσογειακούς λαούς (κεντρική ευρώπη κατά κύριο λόγο, ούναμουχαθείτε άκωλες) και στους μεσογειακούς εξαιρετικά σπάνια, και πάλι με αίσθημα ενοχής από την περιοδοβρακοφορούσα.
Εκτός και είναι φέτα, μπαζόλα και τα λοιπά συναφή επαγγέλματα από τη μία, ή του κατηχητικού από την άλλη. Αν είναι και τα δύο, μάλλον δεν έχει απασχολήσει ποτέ κανέναν τι εσώρουχο φοράει.

Μαλάκα, καλό κωλαράκι αυτή η Γερμανίδα. Πώς κι έτσι!
— Ναι ρε συ, αλλά αυτό το περιοδόβρακο είναι παπαροκτόνο σκέτο να πούμε...

(από ironick, 28/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified