Selected tags

Further tags

Γαμάω-πηδάω με μεγάλη διάρκεια.
Σύνθετη λέξη που αποτελείται απο τις λέξεις γαμάω (=συνουσιάζομαι) και πιλώθω (=σπρώχνω, στην Κρητική διάλεκτο).

- Μπάμπη, θα κατέβουμε Κοραή για καφέ;
- Ναι ρε συ ναούμ, παίρνω τηλέφωνο κι αυτόν τον μαλάκα τον Σωτήρη, αλλά τίποτα.
- Α,τον Σωτήρη... άσ' τον καλύτερα. Πέρασα από το σπίτι του το μεσημέρι και είχε εκεί τη Μαρία και τη γαμοπίλωθε...
- Κατάλαβα... το μουνί της θα έχει βγάλει τυρί γραβιέρα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που διακρίνεται για την εκρηκτική παρουσία της και την υπερσεξουαλικότητα της.

- Πω πω πω. Κοίτα ρε μαλάκα τι κόμματος περνάει μέρα μεσημέρι.
- Τι κόμματος και κουραφέξαλα. Αιδοιεσέλ κανονικό. Θα μας τρελάνει η τύπισσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρίτο πρόσωπο πληθυντικού στον παρατατικό του ρήματος γαμιέμαι- στον υπερθετικό βαθμό, εννοείται. Η εξεζητημένη κατάληξη -συγκριτικά με τον, ας πούμε, στάνταρ τύπο γαμιόντουσαν- και σε συνδυασμό με την επιμήκυνση της λέξης, δείχνει ότι αυτοί στους οποίους αναφερόμαστε όχι απλώς το έκαναν αλλά το έκαναν με ένταση, με διάρκεια και κατ' εξακολούθηση. Μιλάμε για ξέσκισμα κανονικό.

Η σωστή εκφορά είναι γαμιοντουσ -τά-ντενε. Δηλαδή, μικρή παύση μετά το -σ- και τονισμός με μεγάλη έμφαση της συλλαβής -τά-.

Αν θέλουμε να αναφερθούμε σε γαμήσι λίγο ηπιότερο, ο συγκριτικός βαθμός είναι γαμιοντουστάντε - μια σχετική σμίκρυνση με την παράλειψη του τελικού -νε.

Η πατρότητα του γαμιοντουστάντενε, σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές, αποδίδεται στον Γιάννη Ζουγανέλη από την εποχή του «Αχ Μαρία». Μπορεί να ακούγεται τραβηγμένο - κυριολεκτικά και μεταφορικά - αλλά η αλήθεια είναι ότι εντάσσεται ωραιότατα σε μια μακρά γλωσσική παράδοση που ειδικά το γ' πληθυντικό του παρατατικού το θεωρεί πρόκληση και πρόσκληση για δημιουργική αναρχία. Όλοι οι τύποι στην λίστα αυτή απαντώνται και δεν είναι κατασκευασμένοι:

  • γαμιόνταν
  • γαμιόντανε
  • γαμιούνταν
  • γαμιούντανε
  • γαμιένταν
  • γαμιέντανε
  • γαμιόντουσαν
  • γαμιόντουσανε
  • γαμιόσαντε
  • γαμιούσαντε
  • γαμιόσανε

Και πιθανότατα να υπάρχουν και άλλοι.

Ακριβώς τα ίδια ισχύουν και για το ρήμα πηδιέμαι, δηλαδή: πηδιόντουσαν πηδιόντουστάντε πηδιοντουστάντενε.

- Καλέ, με ξέρεις εμένα ... έχω ανοιχτό μυαλό όσο νά 'ναι ... αλλά αυτό το πράμα δεν τό 'χα ξαναδεί ... καλέ, αυτές οι ξένες οι μεθυσμένες μπροστά στα μάτια του κόσμου πηδιοντουστάντενε ... παιδί μου, σαν τα σκυλιά στους δρόμους γαμιοντουστάντενε οι ξέκωλες ... μετά συγχωρήσεως, δηλαδή ... φωτιά, φωτιά θα ρίξει ο Θεός να μας κάψει ...

(από patsis, 23/10/09)Ίσως κάτι παρόμοιο να συμβαίνει και με το "γαμιούνταν" (από Khan, 17/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει αναγάγει την μαλακία σε τέχνη και επιδίδεται σε αυτήν με ξεχωριστή μαεστρία.

Στη μουσική: ο αποτυχημένος σολίστ. Αυτός που θα γινόταν μουσικός της προκοπής μόνο αν ήταν το πουλί βιολί.

  1. Ο Τάσος είναι κορυφαίος ψωλίστ! Από το βράδυ ως το πρωί τραβάει κουπί, θα πάθει τίποτα στο τέλος...

  2. - Τι μου είπε αυτός ρε συ; Είναι σολίστ στη Λυρική Σκηνή;
    - Τι σολίστ ρε, ψωλίστ είναι! Τον παίρνουνε καμιά φορά έκτακτο στη χορωδία και πουλάει ιστορία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι οι μεγάλες σε ηλικία γυναίκες έχουν λόγω εμπειρίας άριστη σεξουαλική συμπεριφορά.

- Φίλε τι ωραία γυναίκα είναι αυτή.
- Καλά ρε είναι τουλάχιστον 45 ετών ........
- Ναί αλλά όπως λέει και ο ελληνικός λαός, η γριά κότα έχει το ζουμί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται συχνά με μεταφορική έννοια. Πλην της προφανούς κυριολεκτικής έννοιας συχνά την συναντούμε για να δείξουμε πώς ένα άτομο (ή ομάδα ατόμων) παραδόθηκε χωρίς αντίσταση ή και ακόμα χειρότερα λόγω συμφερόντων.

- Γεια σου ρε Ξάνθη ομαδάρα, άνοιξες καλά τα πόδια και φέτος στον γαύρο.
- Τι μιλάς ρε αεκάκι και εσύ, λες και επαίξε μπάλα ο ΠΑΟΚ και του ρίξατε τέσσερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει τις εύκολες γκόμενες που οδηγούνται εύκολα στο κρεββάτι κάποιου επίδοξου γαμιά και που είναι πάντα διαθέσιμες για αχαλίνωτο sex. Κατά μια πηγή η έκφραση αυτή προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα όπου διάφορες ιέρειες του σεξ αποκαλούσαν χαϊδεύτηκα το αντρικό μόριο κόνικλο (= κουνέλι) και με τις γεμάτες επιδεξιότητα κινήσεις του αιδοίου τους ήταν σαν να το έπνιγαν (όποιος κατάλαβε , κατάλαβε). Βέβαια η εκδοχή αυτή αμφισβητείται από πολλούς και γιαυτό παρακαλώ όποιος γνωρίζει κάτι συγκεκριμένο να το καταθέσει

- Τι λες, το πνίγει το κουνέλι η Τασία;
- Τι να σου πω ρε φίλε, την κόβω λίγο σεμνή.
- Αυτές φίλε μου είναι οι μεγαλύτερες καριόλες, να ξέρεις...

. (από MXΣ, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στοματικό πλατάγισμα σε κάθε λέξη που περιέχει το γράμμα ταυ. Συναντάται συνήθως σε άτομα εθισμένα στο στοματικό σεξ (και των δύο φύλων). Επίσης σε άτομα που φορούν μασέλα. Ο συνδυασμός των δύο ανωτέρω χαρακτηριστικών αφήνει πολύ έντονο χτύπημα!

- Ρε μαλάκα παρατήρησες ότι η Άτζελα λέει περίεργα τις λέξεις που έχουν το γράμμα ταυ;;
- Από τα τσιμπούκια θα είναι.. Το χτυπάει το ταυ η Άτζελα...
- Παρατήρησα ότι το χτυπάει κι ο Αλέξης το ταυ όμως
- Αυτός φοράει μασέλα ρε μαλάκα!
- ...Μόνο γι΄αυτό; Γιατί αυτουνού το ταυ χτυπάει πιο δυνατά απ' της Άτζελας...

ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ...

Βλέπε και την τρίζει την όπισθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ μεγάλη, χοντρή και χορταστική πούτσα.

- Κοίτα τα μαλακισμένα μόνο να διαμαρτύρονται ξέρουν. Να πάνε να ανοίξουν κάνα βιβλίο ούτε λόγος. Α ρε βοϊδόπουτσα που σας χρειάζεται...

Μετά το 1.30 (από Khan, 17/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που χειρίζεται με μαεστρία την ψωλή κάποιου ή κάποιων άλλων. Μία καλή ψωλίστ μπορεί να χειριστεί ταυτόχρονα με μεγάλη επιτυχία πολλές ψωλές. Τα τελευταία χρόνια το συγκεκριμένο επάγγελμα ασκούν εξίσου αποτελεσματικά και άντρες ψωλίστ.

- Καλά ε τι παιδί είναι αυτή η Μαρία... Με ξετίναξε χθες το βράδυ στο κρεββάτι! Μιλάμε για μεγάλη ψωλίστ...

Από τα ψωλή και σολίστ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified