Selected tags

Further tags

Είμαι γκέι, κατά το «το πάω το γράμμα», «τη σιδερώνω την γραβάτα» κ.λπ.

- Αυτός ο Γρηγοράκης, που σπουδάζει μεταλλειολόγος, πολύ χαριτωμένος δεν είναι:
- Μου φαίνεται ότι φοράει το σακάκι του κι από την άλλη.
- Δηλαδή:
- Ε! Πώς το λένε... Το πάει το γράμμα. Την χαλικώνει τη γεώτρηση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να ειρωνευτούμε κάποιον ο οποίος συνήθως δεν έχει τι να κάνει και μας πρήζει τον πούτσο.

-Πω ρε, είδες χθες είδες το ματς; Τι γκολάρα έβαλε θεε μου, αα δεν σου είπα, φασώθηκα με την Ελένη, ααα μαλάκα, θα πάμε Firewind έτσι;
-(Και εγώ σκεφτόμενος την χαμένη μου αγάπη), δουλειά δεν είχε ο διάβολος γαμούσε τα παιδιά του.

(από Vrastaman, 04/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρρώστια η οποία συναντάται σε γυναίκες οι οποίες έχουν μανία να αυνανίζουν άντρες που το πέος είναι η προέκταση του χεριού τους (ενίοτε προσβάλλονται και οι άντρες από αυτήν την αρρώστια, κυρίως οι gay παρασυρόμενοι από πρότυπα στν TV).

Ρε Μαρία όλο σπίτι σου θες να πάμε, τι σε έχει πιάσει; Πεοφιλίαση;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση χωρίς σάλιο ή τους γαμήσαμε ή τους πήραμε χωρίς σάλιο: τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε, τους εξευτελίσαμε.

-Πόσο πήγαμε με τη Χ ομάδα;
-Πέντε μπαλάκια ρίξαμε!
-Πω πω φίλε, χωρίς σάλιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ομοφυλόφιλος.

Συνώνυμα: το πάει το γράμμα, το σηκώνει το σακάκι, βάζει την κρέμα στο παστίτσιο.

Ο Χ το γεμίζει το κανελόνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ερωτικά ακόρεστος και με μεγάλες επιδόσεις εραστής, ο ασχολούμενος πολύ και με πάθος με σεξουαλικά και ερωτικά θέματα, ο cult σταρ της greek erotica σκηνής της δεκαετίας του '70 Κώστας Γκουζγκούνης.

- Με αυτά που βλέπεις στο internet όλη μέρα θα γίνεις τελείως Γκουζγκούνης.

(από Khan, 10/03/11)(από Khan, 10/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφατικό, μαλάκας και αρχίδης μαζί.

- Δεν με άφησε να μπω στα κλαμπάκι.
- Άντε ρε τον μαλακαρχίδη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του καραπουτσακλάρα. Δίνει περαιτέρω έμφαση από το στην πούτσα μου και καθιερώθηκε μετά το γνωστό ξέσπασμα Μαλεζάνι μετά από έναν αγώνα ΠΑΟ-Ηρακλή και το σκετσάκι με το οποίο ο Μητσικώστας σατίρισε το γεγονός.

-Καλά μαλάκα, άμα ξαναδείς χάρη από μένα...
-Στην καρακατσοκλάρα μου! Ανάγκη σε είχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την κυριολεκτική του χρήση για την διείσδυση στο σεξ χωρίς ύγρανση ή λίπανση, μεταφορικά χρησιμοποιείται για να χλευάσει μια επώδυνη κατάσταση.

- Πέντε γκολάκια φάγατε, ασάλιωτα σας πήγαμε ρε κακομοίρηδες!

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξελιγωμένος για γυναίκα, ο σεξομανής, αλλά και ο αγάμητος.

-Πω, κοίτα αυτή ρε τι γκομενάρα!
-Χαλάρωσε ρε, μην κάνεις σα λιγούρης!

Βλ. και λιγούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified