Το χείλος του γυναικείου αιδοίου. Χρησιμοποιείται και σαν βρισιά.
Κοινώς:
Έχω μια ελιά στο μουνόχειλο.
Βρισιά:
Άμα σε πιάσω ρε μουνόχειλο θα σε σκίσω!
Το χείλος του γυναικείου αιδοίου. Χρησιμοποιείται και σαν βρισιά.
Κοινώς:
Έχω μια ελιά στο μουνόχειλο.
Βρισιά:
Άμα σε πιάσω ρε μουνόχειλο θα σε σκίσω!
Got a better definition? Add it!
Published
Σεξουαλικό σύμπλεγμα με δύο άντρες και μία γυναίκα, στο οποίο η γυναίκα κάνει στοματικό σεξ στον ένα και πισωκολλητό με τον άλλο.
- Πού να σ' τα λέω ρε ψηλέ, χθες με το Μάκη καταφέραμε μιά σαραντάρα, την πήγαμε σπίτι και την τρελάναμε στη σούβλα.
- Αλήθεια ρε; Άντε μπράβο, που μου παραπονιόσουνα τόσον καιρό με τις νηστίσιμες.
- Άσε μεγάλε, ανάσταση.
Βλ. και πίπα-κώλο, πλάτη για τάβλι, πύργος του Άιφελ, χιώτικο.
Got a better definition? Add it!
Σεξουαλική στάση στην οποία ο άντρας (ή η γυναίκα με στραπ ον) βλέπει πλάτη.
Βλ. και σκυλίσιο
Got a better definition? Add it!
Απειλή, η οποία αναφέρεται στην σεξουαλική κακοποίηση άνω των δύο (2) ατόμων. Άμυνα απέναντι σε οργανωμένη ομάδα συνομιλητών, η οποία διαφωνεί μαζί μας. Καλαμάκι θεωρείται το πέος και κομματάκια κρέας οι κώλοι των συνομιλητών.
Ουδεμία σχέση με τη φράση «αγοράζω σουβλάκι».
- Πάρε Γιώργο και Νίκο και ελάτε από το σπίτι μου!
- Λέγαμε να αράξουμε απο το δικό μου...
- Έτσι και με κρεμάσετε θα σας πάρω σουβλάκι, ρε!
Got a better definition? Add it!
Τοπική παραλλαγή της λέξης καυλιάρης στο βόρειο μέρος της Έλλαδας.
Επίσης: γκαυλιάρα, γκαυλιάρικο.
- Ρε συ Τάκη... άσε τη μπουγάτσα σε λέω και κοίτα εκεί τη Μαιρούλα με το min-άκι της! Πωωωωώ!
- Ναι ρε, πολύ γκαυλιάρα η γκόμενα! (Τσομπ-τσομπ...)
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα με την οποία υπό φυσιολογικάς συνθήκας δεν θα συγχρωτιζώσουν αλλά αγαμίας ένεκα αναγκάζεσαι. Το αποτέλεσμα της σεξουαλικής πράξεως είναι μηδαμινό. Διεκόρευσες αλλά είναι σαν να μην διεκόρευσες διότι ντρέπεσαι να το πεις.
– Καλά ρε Μάκη, πώς κοιτάς έτσι; Πόσον καιρό έχεις να γαμήσεις ναούμ;
– Άστα... 6 μήνες... Εξόν τις νηστίσιμες...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πούτσα Αράπικη! Πηγάζει από διάσημη τηλέ-φάρσα που στο πέρασμα των χρόνων έχει τροποποιηθεί για λόγους ευκολίας στη χρήση.
πούτσα αράπικη > πούτσα 'ράπικη > τσα 'ράπικη > τσαράπικη
- Τσαράπικη έχεις φάει; Να την βάλεις στο στόμα και να τρέχεις;
Got a better definition? Add it!
Οι όρχεις στην καθομιλουμένη. Η λέξη πιθανώς να ανακαλύφθηκε από αναγνώστη γνωστού περιοδικού στη στήλη «Γράμματά Σας».
Γενικότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απροσδιόριστος χαρακτηρισμός για μη-ακλόνητα στερεωμένα μικρά αντικείμενα που μπορούν να ταλαντεύονται.
Έχω ένα μικρό πρόβλημα με τον σκύλο μου και είμαι σε βαθιά απόγνωση. Kάθε φορά που κάνω έρωτα με τον φίλο μου (είμαι gay), o σκύλος μας (Aγ. Bερνάρδου) έρχεται και του γλείφει τα... καλαμπαλίκια.
Got a better definition? Add it!
Λέξη ρωσικής προελέυσεως υποδηλούσα τον μαλάκα. Εναλλακτικά, ο Ρωσοπόντιος ανώνυμος. Συνήθως, απευθυνόμενος σε κάποιον άλλο, οφείλει κανείς να τραβήξει το τελικό άλφα.
- Εεεε... Μπινταράαα... Εμένα κοίταξες έτσι... Να 'ρθω εκεί να παίξουμε τις γροθιές;
- Εμένα ρε; Μπλιαάατ... Έλα εδω κανονίσω σε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μπήκω τινά. Επιδίδομαι σε ερωτικάς πράξεις διεισδύσεως μετά ετέρας.
- Ρε συ Μάκη, τι είναι αυτό το γκομενάκι εκει πέρα;
- Το Μαράκι; Δεν θυμάσαι ρε που την έμπηκε ο Γιάννος πέρσι;
Got a better definition? Add it!
Published