Το πέος στα κυπριακά, η βίλλα, εκ του κατουρώ και βίτσα (δες).
Φράση που έχει συνδεθεί με σεξουαλική δραστηριότητα (τον παίρνεις τον πέοντα). Όποτε και αναφερθεί σε συζήτηση με άλλη σημασία, τα πρόστυχα παρευρισκόμενα μυαλά αλαλιάζουν ή αναστατώνονται γενικότερα.
Συνήθως χρησιμοποιείται στο δεύτερο πρόσωπο και συνοδεύεται από τα εξής: από πίσω κι από μπρος, και γέρνεις, ολότελα, από πίσω κ.α.
Εκτός από την κυριολεκτική έννοια που δεν την απαντάμε συχνά, τον παίρνεις είναι γνωστή γείωση, ή, στην ερωτηματική μορφή, χρησιμοποιείται για να κομπλάρουμε, να προσβάλλουμε ή να χρεώσουμε κάποιον.
Παράλληλα, εκτός από την πρόστυχη έννοια, αναφέρεται από νυσταγμένους που «πάνε να πάρουν έναν υπνάκο» .
Βέβαια υπάρχει και το γνωστό άσμα «Πότε τον παίρνεις, πότε τον τρως, λίγος είναι ο μισθός» του Μπουγά.
Ουυυυυααααααργγκχχχχ... Θα πάω να τον πάρω λιγάκι.
- Καυλό η Ντίνα που σου γνώρισα ε;;
- Α, καλά, εσύ αγόρι μου τον παίρνεις...
συγκάτοικοι:
-Τα 'παιξα λάθος και πρέπει να μου 'φυγε ένα πενηντάρικο παραπάνω στη ΔΕΗ.
-Καλά ρε μαλά, τον παίρνεις; Τι θα τρώμε; Τρέχα γύρευε τώρα να σ' το δώσουν πίσω.
Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λολοπαίγνιο αμφίβολου γούστου και ελαφρώς σεξιστικό, εκ του μιλκομπούκαλο, δηλαδή του μπουκαλιού γάλακτος Milko, και του μιλφ, αρκτικολέξου του Mother I'd Like to Fuck, που λέγεται για πολύ όμορφη, σέξι και τρε κρεβατάμπλ γυναίκα, η οποία είτε έχει παιδί, είτε είναι σε ηλικία όπου την βλέπουμε και ως μητέρα (30-35 χρονών και μέχρι να γίνει τζιλφ).
Πρόκειται για λεξιπλασία νέας κοπής από αμφιβόλου χούμορ ανέκδοτα, που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες: Στον καυλύτερο από όλους τους δυνατούς κόσμους, πρόκειται για μιλφού μπουκαλομούνα, με τρε κομιλφό σωματότυπο παρόμοιο με μπουκάλι κοακόλας, δηλαδή μεγάλα βυζιά, στένεμα στη μέση και πάλι πλούσια περιφέρεια, μια αμβλυμένη κλεψυδρομούνα με άλλα λόγια.
Σε λιγότερο καυλούς κόσμους μπορεί να πρόκειται για μιλφίδιο μίλκο, δηλαδή για κοντό μιλφέιγ με ύψος ένα κι ένα milko. Δεν μας χάλασε (καθόλου). Οι δυο ερμηνείες άλλωστε δεν αλληλοαποκλείονται.
Γενικά η παρομοίωση με γαλακτοκομικά προϊόντα είναι αναμενόμενη για μια μιλφομάνα που δύναται να κεράσει και μιλφ σέηκ. Εξάλλου αυτά τα ό,τι να 'ναι β΄ συστατικά λέξεων πολλές φορές δεν προσφέρουν τίποτα το συγκεκριμένο πέρα από το να επιμηκύνουν την λέξη καθιστώντας την πιο ο,τινανιστικώς εμφατική (βλ. παρατήρηση Βίκαρ για καραγκιοζοπαίκτη).
2. Και ιδού γιατί ειμαι Μιλφομπούκαλο. Έτσι ειναι η ζωη μου!
Got a better definition? Add it!
Νεωτεριστική σύνθετη λέξη από το παίρνω + δίνω. Χαρακτηρισμός ο οποίος αποδίδεται μόνο σε άνδρες με παθητική αλλά και ενεργητική σεξουαλική ομοφυλοφιλική συμπεριφορά.
- Πωπω, κοίτα έναν κουνιστό...
- Να σου πω την αλήθεια, για παιρνοδίνη τον κόβω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναφέρεται για δύο στενές φίλες που η πολύ μετακύ τους οικιότητα και ενίοτε τα «αθώα» αγγίγματα δημιουργούν την υποψία ότι μπορεί να έχουν λεσβιακή σχέση.
Αυτές είναι πλοκαμάτες. Συνήθως το φαινόμενο απαντάται σε εργασιακούς χώρους με πολλές γυναίκες...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται κυρίως από βάζελους και χανούμια ως κακεντρεχές παρατσούκλι του πάλαι ποτέ ιδιοκτήτη τση γαυροΠΑΕ και εθνικού μας προμηθευτή Σωκράτη Κόκκαλη.
Λολοπαίγνιο επί των πισωκρότης του Σωκράτους του σοφού.
Παραγγελιά: Kilerakias, Khan.
- Όπως είναι ο Πισωκράτης,να πάρει φόρα και να έρθει....όπως είναι!!!
- Αν έχουν τα άντερα αυτοί που κάνουν ρεπορτάζ Θρήνου,ας βγουν κι ας γράψουν για τις οικονομικές εκκρεμότητες του Πισωκράτη
3. είναι καιρός να αποκτήσει και το χανουμάκι μια σοβαρή διοίκηση (βλέπε μελισσανίδη), ωστε το μέτωπο να γίνει διπλό εναντίον του καθεστώτος του πισωκράτη.
4.
δεν έχεις καταλάβει οτι οι ρίζες της παράγκας του πισωκράτη επεκτείνονται πολύ πιο βαθειά απο τα αμιγώς ποδοσφαιρικά.
Got a better definition? Add it!
Ο ομοφυλόφιλος, πρβλ. και πισωβρόντης.
Got a better definition? Add it!
Γαμάω. Καταφέρνω τελικά και βρίσκω τρύπα να το χώσω.
- Τελικά ο Τάκης έβγαλε καμιά γκόμενα στο χτεσινό πάρτι; - Δεν τον φοβάμαι, όλο και κάπου θα βρήκε να κουφώσει.
Got a better definition? Add it!
Στα δόκιμα, μολυβήθρα αποκαλείται το μολύβδινο βαρίδι που δένεται στα δίχτυα ή στην πετονιά για να παραμένουν στον πάτο, η καντηλήθρα (rhymes with κωλήθρα), και το μολύβδινο έλασμα των παλαιών οπισθογεμών όπλων.
Όπως είπε κι ο Πετρόπουλος στο “Μπουρδέλο”, η αργκό των θαλασσινών και του υποκόσμου είναι συγκοινωνούντα δοχεία, εξ ου και η κουτσαβάκικη σλανγκοποίηση της μολυβήθρας για την χιλιοτραγουδισμένη σούφρα. Ο Πετρόπουλος γράφει ότι υιοθετήθηκε τοιουτοτρόπως περί τα έτη '45-'46.
Το λήμμαν συνήθως συνοδεύεται με άκρως μπουτς ρήματα τ. θα σου ξεσκίσω, θα σου σπάσω, θα σου τρυπήσω, και πάει λέγοντας.
Βλ. και μολυβοθήκη.
Ασίστ: HODJAS, εδώ.
1.
γλίστρησε κι έπεσε, σα *μολυβήθρα *στον ***πάτο***.
(Ν. Καββαδίας)
3.
Πίσω λαμόγια! Πίσσα και πούπουλα! Καμμένε σκίστους τη μολυβήθρα!!!!!
4.
Στα αρχαία και λόγια συνώνυμα του πρωκτού συμπεριλαμβάνονται τα: αφεδρών / έδρα / πυγή / οπίσθια κτλ. Στα σύγχρονα συνώνυμα προέχουν τα: κώλος / πισινός / πάτος / καπούλια / το νόθο μετόπισθεν και άλλα. Στην αργκό του υποκόσμου βρίσκουμε τα συνώνυμα: χαλκάς / δεκάρα / μολυβήθρα / πάτος / σούφρα / κλανιάς / κεφτές / διαφορικό κτλ.
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Μπουρδέλο»)
Got a better definition? Add it!
Το αντίθετο του μαλακισμένος, όταν αυτό το τελευταίο το εννοούσαν και κυριολεκτικά. Δηλαδή, αυτός που δεν έχει ακόμα βαρέσει μαλακία, ο σεξουαλικά άγουρος, ο ψυχονοητικά ανώριμος, ο ακόμα παιδί.
Δεν το άκουσα, αλλά το διάβασα, και είπα να το σημειώσω, μέρες πού' ναι, γιατί κατά τη γνώμη μου είναι μνημειώδες.
Ο ΑΜΑΛΑΚΙΣΤΟΣ
Ἐσύ δέν κάνεις γιά δῶ
εἶσαι ἀκόμη «ἀμαλάκιστος», τοῦ εἶπαν
καί τόν ἔδιωξαν.
Ἦταν δέν ἦταν ἕντεκα χρονῶ
καί πῶς νά τά ᾿βγαζε πέρα μέ τά θηρία τῆς λαχαναγορᾶς·
μά ποῦ νά ἤξεραν
τήν εὐδόκιμη μετ᾿ οὐ πολύ θητεία του
στό θανάσιμο γιά τά ἤθη ἐκείνου τοῦ καιροῦ ἁμάρτημα
-μιά ἱστορία ἐξίσου ὀδυνηρή
ἀλλά δέν εἶναι τοῦ παρόντος-
Θά ᾿βρισκε ἀλλοῦ δουλειά
θά χτυποῦσε ἄλλες πόρτες
τί ἄλλο τοῦ ἔμενε μέ τόν πατέρα του στίς ἐξορίες
καί τή μανούλα του ὁλημερίς στίς φάμπρικες.
Μοῦ ἀφηγήθηκε τό περιστατικό χρόνια μετά
ψημένος πιά γιά τά καλά μέ τίς δικές του ἐξορίες
τή δικηγορική καί τά κρυφά χαρτιά του,
διόλου τουτέστιν «ἀμαλάκιστος»!
Λευκόθριξ
γάστρων ὀλίγο λόγω τῆς οἰνοφλυγίας
μ᾿ ἕνα μπαλονάκι στήν καρδιά
στ᾿ ἄπατα πνιγμένος
ἀπό τή μαλακία τῆς λεγόμενης μεταπολίτευσης.
(Ποίημα του Χρήστου Ρουμελιωτάκη, απ' εδώ).
Got a better definition? Add it!
Published