Selected tags

Further tags

  1. To γνωστό κουρασάν, με λάθος προφορά. Αρτοσκεύασμα από μαλακή ζύμη, με ή χωρίς γέμιση.

  2. Μεταφορικά, το έξω γεννητικό όργανο του άρρενος όταν αυτό παρουσιάζει μυϊκή ατονία ακόμα και μετά το σχετικό χρόνο προθέρμανσης. Υποκοριστικό: το κουρασανάκι.

Επίσης, βλ. μαλακοκαύλης.

  1. - Θα πάω στο περίπτερο, θες κάτι; - Πάρε ένα κουρασάν σοκολάτα. Το φτηνό.

  2. (συζήτηση μεταξύ θηλυκών)
    - Και; Και;
    - Τίποτα… Απογοήτευση. Κουρασανάκι ο Νικόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται ως τέτοιο, γκομενάκι νεαρής ηλικίας με καλοσχηματισμένα οπίσθια, μικρού μεγέθους και μανιτζέβελα. Ο όρος δίδεται ως υποκοριστικό που εκφράζει με χαριτωμένο τρόπο το νεανικό γυναικείο κορμί.

Φίλε μου, η κοπελιά έχει ένα κωλαρίδι, άλλο πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντροπιαστική κατά πολλούς κατάσταση κατά την οποία, ο ανήρ, την ώρα που απολαμβάνει πεολειχίας, αναπάντεχα εξαπολύει πορδή απείρου ήχου, κάλλους και οσμής με λογικά επακόλουθα.

Μάγκες αφήστε, εχτές που με έγλυφε το γκομενάκι μου 'κατσε κλασόπιπα και την έριξα... τι να 'κανα ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γκράνι, ή σπανιότερα η γκράνι, πληθ. τα γκράνια, είναι η γυναίκα από 55-60 και πάνω ως αντικείμενο πουροφίλ ερωτικού πόθου.

Εἰναι καθιερωμένο εντός του μπουρδελο-ιδιώματος και πορνο-ιδιώματος, (ενώ δεν μπόρεσα να βρω παραδείγματα εκτός αυτού) ως ηλικιακός τύπος γυναίκας. Προέρχεται από το αγγλικάνικο granny, μάλλον ως ηλικιακή ένδειξη στις τσόντες, όπου μιλάμε για γυναίκα πολύ μεγαλύτερη από το μιλφ, μεγαλύτερη από το ματούρι, δηλ. στα χρόνια που έχει το gilf / τζιλφ, το γριόνι, το γιαγιόνι, ή η γριέντζω, η μου-νίντζα.

Χρησιμοποιείται, λοιπόν, για βιτσιόζικες τσόντες, για πιάτσες που καταλαμβάνονται από ηλικιωμένες καλντεριμιτζούδες, για τελειωμένες φάσεις σε παρακμιακά ντέλα ή κωλόμπαρα, αλλά και γενικότερα για όσους παίρνουν με κυριολεκτική ακρίβεια το η γριά κότα έχει το ζουμί, ή λόγω αγαμοσύνης καταφεύγουν στην δοκιμασμένη μέθοδο των γριών. Θα εισηγούμην και το βλέπω την σπασμένη γκράνα, δηλαδή βλέπω πεσιμιστικά το όχι και τόσο μακρινό μέλλον ενός θελκτικού ματσουριού- μιλφ.

Πάσα: u2pandelis.

  1. Ο σημερινός φούρνος με τα γιαγιόνια στο Μεταξουργείο σε οδηγεί σε ντεκαντάντ αισθητικές επιλογές.
    Δηλαδή, άντε και βλέπεις την γκράνι Όλγα. Ε, τι θα σου συμβεί, θα γεμίσεις ροζ μέσα σου; (από το ierodoules.com)

  2. Παρουσιάστηκε ημεδαπή γκράνι, πλέουσα σε κυτταρίτιδα, με βάδισμα παλαιστή. Απήλθαμε (από το bourdela.com)

  3. Αναλυτικό θρεντ εδώ από όπου η σταχυολόγηση:

- Τυποι μου τι λετε εδω για γκρανια; Παιζει να βρουμε πουθενα καμια καυλογιαγια να της χωνουμε τακτικα την κρεατινη σιδεροβεργα μας κι αυτη να μας δινει χαρτζιλικι απο τη συνταξη;
- η καυλα ειναι να εχουν χρυσο δοντι,οι ρωσοποντιες ετσι ειναι σιγουρα
- Επίσης εκεί γύρω στη Ζήνωνος γίνεται χαμός .. κάνουν τα ψώνια τους και μετά πάνε στις στάσεις για το λεωφορείο να γυρίσουν στα σπίτια τους . Λίγο θράσος χρειάζεται και τύχη ... - τυπε μου αυτες που λες ειναι milf, πιτσιρικες, οι gilf ειναι πιο μεγαλες, τις ξεχωριζεις απο το δερμα γυρω απο το στομα που εχει αρχισει να σπαει και να ζαρωνει
- λοιπον,να κανονισουμε μια κυριακη να κατεβουμε στον αγιο κωσταντινο,γινεται της μουρλης τα μεσημερια,θα κανουμε κυκλωτικη κινηση γυρω απο το τετραγωνο που ειναι η εκκλησια και θα ορμησουμε
- την κυριακη πηγαινε στην εκκλησια θα βρεις πολλα πουρα εκει να την πεσεις ,μη μασας οτι ταχα ειναι θεουσες,να βρουν κανα νεαρο γαμια πανε και προσευχονται..

Και ο Θεός έπλασε το γκράνι... (από Khan, 17/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χρόνια άπαρτος και γι'αυτό ανωμαλιάρης, που την βάζει ανεξέταστα σε κάθε πιθανή τρύπα, αγνοώντας ότι τέτοιες μεθόδοι είναι ενίοτε βλαπτικές..

Δευτερευόντως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εσχάτη προσβολή σε επαρχιώτη τύπο, ή σε αμόρφωτους και ανίδεους.

Μερικά συνώνυμα είναι τααιγοκμπήκτης, κατσικομπήχτης, γιδογάμης, κατσικαρέας, κτλ. Εναλλακτικά, υπάρχει και ο γαϊδουρογάμης.

1.Πολιτικός διάλογος σε φρούμιο:

- Πραγματικά ΘΑ ΠΡΟΤΙΜΟΥΣΑ ΜΠΕΝΝΥ ή και ΓΑΠ ξανά
(για τους οποίους οι φανατικοί ξέρουν τις απόψεις μου),
παρά Τσίπρα ή Αλέκα ή Κουβέλη ....
- Ρε γιδοσπρώχτη, ακόμη να φύγεις από τα χειμαδιά;

  1. Κρητική μαντινάδα:

Σου συνιστώ επίσκεψη στον Ομαλό να κάμεις,
μπορεί για σένα να βρεθεί κανένας γιδογάμης.

(από Vrastaman, 15/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πιο λεπτός τρόπος για να πεις οτι κάποια είναι λεσβία. Όταν δεν παίζει πλακωτό, τρώει ψάρι πλακί.

Διάλογος το θρυλικό bourdela.com:

- Γι'αυτό την λέω λεσβία. Νταραβεριζότανε και με την Καρύδη ένα φεγγάρι.
- Και η Καρύδη το τρώει πλακί το ψάρι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την σύνθεση των λέξεων «σεξ» και «βόμβα». Είναι η γκόμενα η οποία είναι μούναρος και ταυτόχρονα δείχνει ότι μπορεί να σε βάλει κάτω και να σου πετάξει τα μάτια έξω.

- Τελικά η καλύτερη γκόμενα που είχα ήταν η Γιώτα.
- Πως ήτανε; Δεν την είχα δει.
- Άστο φίλε. Ήταν ξανθό τούμπανο και θύμιζε την Πετρούλα Κωστίδου. Μιλάμε για την απόλυτη σεξοβόμβα, τι να σου λέω τώρα.

(από HardcoreGR, 13/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στις παρακάτω περιπτώσεις:

  1. Το «γαμάω και δέρνω» κάποια σε πιο light εκδοχή. Το λέει συνήθως ο άντρας στη γυναίκα χωρίς να αποκλείεται και το ανάποδο.

  2. Όταν θέλουμε να σπάσουμε κάποιον στο ξύλο.

  3. Όταν αναλύουμε μια κατάσταση και εξετάζουμε την επόμενή μας απόφαση.

- Τάκη, σου αρέσει το νέο κόκκινο μαγιώ που πήρα; Να, κοίτα...
- Άμα θα σε βάλω κάτω...τώρα θα δεις!

- Δε το βλέπεις το Stop ρε μαλάκα να πατήσεις φρένο;
- Ποιον είπες «μαλάκα» ρε; Άμα έρθω εκεί, θα σε βάλω κάτω και θα σε γαμήσω πατώκορφα!

- Με έχει φάει η Μαίρη να πάρουμε ένα δεύτερο αυτοκίνητο να πηγαίνει στη δουλειά.
- Κοίτα, με μία δουλειά που κάνετε ο καθένας, με το νοίκι να τρέχει και τώρα με το παιδί, αν τα βάλεις κάτω δε θα σου βγούνε οι δόσεις, με τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γεννητικά και πρωκτικά κονδυλώματα που προκαλούνται από τον ιό HPV. Με καργιόλια παρασημοφορούνται και παρασημοφορούν κυρίως τα ασκεπή στρώματα.

- μεσα τυπε μου, εχει κατι μουνακια σκετη ζαχαρη
- Ζάχαρι είναι αυτή ; Εμένα για κονδυλώματα μου φαίνονται. Αυτά που στην πιάτσα λένε καργιόλια. Κάνω λάθος ;
(εδώ)

- Και μια και ρωτήθηκε πιο πάνω τα κονδυλώματα μοιάζουν σαν μικρα μικρά κουνουπιδάκια....απο τα χειρότερα αφροδίσια.μπορεί να σε ταλαιπωρήσουν χρόνια ολόκληρα....Και να σας πω κάτι που ισως σε πολλούς δεν είναι γνωστό.Εξαρση παρατηρητε τελευταία στις Ελληνίδες στα καριόλια αυτά.
(εκεί)

Ο γοητευτικός ιός που τα προκαλεί. (από Vrastaman, 13/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλίνεται κατά το «μερακλής». Αναφέρεται εις τον νέον εκείνον, όστις αρέσκεται εις το σεχ. Είναι ασταμάτητος, δεν αρκείται σε μια μόνο γυναίκα και είθισται να είναι και πεοδύναμος, οπότε ο πουτσικλής, κλίνεται κατά το «Ηρακλής».

...

βλ. και πεοκλής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified