Further tags

Αργκό της φυλακής.

Δεν είναι ο συνηθισμένος αρραβώνας με βέρες, πεθερικά και φαγοπότι, αλλά ο παρά φύσιν, που συμβαίνει μεταξύ δύο ανδρών, όταν ο ένας σκύβει να πάρει το σαπούνι.

Όποιος συνάψει πολλούς τέτοιους αρραβώνες, του γίνεται η ροδέλα κόσκινο.

- Γιατί ρε συ έβγαλε ο Στράτος το τραγούδι ο «Σαλονικιός»;
- Γιατί όταν είχε μπει στη στενή, ήτανε εκεί και ο Σαλονικιός (διάσημο μούτρο του υποκόσμου). Θα τον γλίτωσε φαίνεται από κανέναν αρραβώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μακράς διαρκείας χέσιμο.

Συνώνυμα:

  • συμβούλιο
  • αφιέρωση («ρίχνω μια αφιέρωση»)
  • διαλογισμός
  • σπονδή («κάνω σπονδή»)
  • οβολός («ρίχνω τον οβολό μου»)

Βλ. και όποιος συσκέπτεται δεν σκέπτεται

- Πού πας;
- Έχω μια σύσκεψη...
- Α, κατάλαβα.

(από nick, 05/04/09)(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει πως κάποιος έχει τέτοιες σηκωμάρες, τέτοιες καύλες ασήκωτες και απάλευτες, τόσο η λίμπιντο έχει χτυπήσει κόκκινα, ώστε αρχίζει να παραβλέπει το Λευιτικόν 18:23 και ξαφνικά καλοβλέπει τα καπούλια του γαιδαράκου του κυρ-Μένιου. Δεν πα να μουλαρώσει (καθότι ως γάιδαρος είναι και ξεροκέφαλος), δεν πα να είναι στην ανηφόρα, αυτός θα τον σπρώξει ασάλιωτα, αβάδιστα, αβαβά και αβασάνιστα.

Για να σοβαρευτούμε τώρα και να μιλήσουμε επιστημονικά, είναι προφανές ότι μετά το κατώφλι της πρώτης μοίρας, το μέγεθος της καύλας βρίσκεται σε σχέση ευθείας αναλογίας με τις μοίρες της ανηφόρας.

Πέρα από τα παραπάνω, η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται και με ακόμα πιο μεταφορική σημασία για να δείξει ότι κάποιος δεν μασάει το μπούτσο του, ότι είναι ο γαμιάς της γειτονιάς, ο μάο γαμάω.

  1. - Θα κανονίσεις με τίποτα γκόμενες γι' απόψε;
    - Δεν μπορεί καμιά καλή για σήμερα...
    - Μωρέ ό,τι νά 'ναι φέρε! Έχω κάτι καύλες αυτόν τον καιρό, γαμάω γάιδαρο στην ανηφόρα!
    - ΟΚ, θα δω τι μπορώ να κάνω...

  2. (Από εδώ)
    «mages piaste dio dramamines i mpourmpoulithra irthe me rimes pios iligos mori flora egw gamaw gaidouri stin anifora»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αφλογιστία του πυροδοτικού μηχανισμού, τουντουφεκιού που λέγεται μπαργαλάτσος, είτε κατά τη συνουσία, είτε κατά τη χειροτεχνία, αποτελεί προϋπόθεση για την αφλοκιστία. Τι είναι αφλοκιστία; Αφλοκιστία (όπως λέει και το όνομά της) σημαίνει: ανυπαρξία εκροής φλοκώδους υγρού.

Το πρόβλημα της αφλοκιστίας, ανάγεται στο πρόβλημα της αφλογιστίας.

Αυτό, μπορεί να σχετίζεται με ανίατα οργανικά ή ψυχολογικά προβλήματα, προβλήματα, που ενδεχομένως να μπορούν να επιλυθούν μέσω της Ιατρικής, π.χ: μέσω Ασκητοθεραπείας.

Υπάρχουν όμως και προβλήματα, που σχετίζονται με τις περιστασιακές συνθήκες της ζωής του πεοφόρου. (π.χ: ο άντρας να είναι μπαγιάτικο μύδι από κάποια περιστασιακή κοπιαστική εργασία, να βιώνει ένα πρόβλημα που τον έχει αγχώσει, να είναι σε φάση ντεκαβλέ, κλπ).

Αν κάποιος τώρα, δεν προχωρήσει σε διαδικασία συντήρησης (δες εδώ, εδώ αλλά κι εδώ) και θέλει εδώ και τώρα, να επιτελεστεί το θαύμα της εγέρσεως του μπργαλάτσου του, από την αρχίδια νάρκη του, χρειάζεται βελτίωση του ηθικού του (κατανόηση, κλπ) και βελτίωση ανύψωσης του ανήθικου του (εδώ παίζουν οι ορθοπεϊκέςικανότητες της συντρόφου, το βυζογραφικό της και τα λοιπά σωματικά προσόντα της).

- Ημουν χθες κουρασμένος. Ηθελα νακουτουπώσω τη Σούζυ, αλλά πού...
Το ένδοξο άτι του Μεγαλέξανδρου, είχε γίνει μόριο λαγού.
- Και τι έγινε;
- O Φούφουτος (βλ. βραστοσχόλιο)δεν εκτελούσε τα παραγγέλματα. Είχε κάνει κατάχρηση γραψαρχιδίνης. Το πουλί δε λαλούσε με τίποτα. Είχε κατεβάσει ρολά. Άσ' τα... αφλοκιστίας το ανάγνωσμα. Δε λέω άλλα.

(από Khan, 30/10/13)

βλ. και ξεροχύνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την ακούω με ντραγκζ. Φτιάχνομαι, γίνομαι σκατά, με την καλή έννοια.

Γιατρέ, δεν κλάνω πια (βλ. μύδι)...

(από xalikoutis, 01/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος βιάζεται και κάνει λάθη σημαντικά, που μοιάζουν με τη μεταφορά μιας γεμάτης (ξέχειλης) καρδάρας (όπως έλεγαν κι οι αρχαίοι Έλληνες) με γάλα, που θέλει προσοχή στο περπάτημα για να μη χυθεί το γάλα και αυτός που τη μεταφέρει ψωλοπαραπατά και του φωνάζει ο άλλος «σιγά ρε θείο θα χυθεί το γάλα».

Ατάκα πρώτο-ακουσμένη από τα χειλάκια του Χαρούλη του καθαρού.

Υπάρχει και η περίπτωση που κάποιος σου πουλάει μαγκιά και τον γειώνεις λέγοντας του την ατάκα «σιγά ρε θείο θα χυθεί το γάλα». Αντί της «σιγά ρε μάνγκα μας έκανες τα μούτρα κρέας», ή «για δες, ματώνω;» και του δείχνεις το ένα άκρο των χειλιών σου, εννοώντας «τσιμπάω;»: μια και δεν τσιμπάς το δόλωμα δεν έχεις και αίμα στα χειλάκια σου.

Επίσης, τραβάς και μια ροχάλα μεγέθους ταλίρου κρητικής πολιτείας λέγοντας του... «φτου ρε και κολύμπα». Αν σε φτύσει κατάμουτρα και σου πει «φτου ρε και σε πιτσιλάω» κάνε την αλάργα διότι είναι μαγκάκος πονηρός.

-Θα τον σκοτώσω τον παλιοπούστη, θα κλείσω συμβόλαιο θανάτου... Αλλά όχι, είναι ακριβό... Να τι θα κάνω, θα στείλω 5 παλικαράκια να τον κάνουν τόπι στο ξύλο!
-Σιγά ρε θείο θα χυθεί το γάλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη σεξουαλική πράξη, συνήθως πισωκολλητό. Η διείσδυση πραγματοποιείται εκεί που η γυναίκα δεν το περιμένει.

-Σιγά Βαγγέληηη ΠΟΝΑΕΙ...
-Συγγνώμη μωρό μου..συγγνώμη.. ηρέμησε... .....
(ΑΣΤΡΑΠΟΠΟΥΤΣΑ)

-ΑΑΑΑΑΧ

Αστραπόπουτσα είχε και ο Δίας πριν πουστρέψει. Εδώ με την Δανάη. (από Khan, 17/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είχα διαβάσει στο Nitro προ 15 ετίας σε άρθρο με σλανγκιές.

Βάμβακας είναι το τελειωμένο πρεζόνι, που έχει φτάσει να σουτάρει τα υπολείμματα της ηρωίνης που βρίσκονται σε βαμβάκια από προηγούμενες χρήσεις του (ή και χρήσεις άλλων, οπότε μιλάμε για πραγματικά τελειωμένη φάση). Σκληρό μεν, αλλά σλάνγκ.

- Πω ρε φίλε, κοίτα τον βάμβακα πώς έχει γύρει! Θα φάει τα μούτρα του!
- Δεν παίζει! Μπορεί να κάνει «καθίσματα» για δύο μέρες συνεχόμενα, αλλά δεν πρόκειται να πέσει - στο τσακ πάντοτε το σώνει!

(σ.σ. μεγάλη αλήθεια, προερχόμενη απ' την παρατήρηση)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή φράση που σημαίνει «χεστήκαμε και τα λερώσαμε». Στη μαρτυρική Μεγαλόνησο το λένε όταν μένουμε άκαρποι μετά από μια προσπάθεια που κάναμε.

- Ίντα νέα ρε; Εγάμησες την μιτσιά, οξά ακόμα;
- Όι, γαμά την άλλος τώρα. Εσιέσαμε τσιε γκρίσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βυζί ή βυζούνι, ή, επίσης, η κύστη κόκκυγα.

Η έκφραση αποτελεί συνήθως κατάρα ή / και χαρακτηρισμό κάποιου που μας σπάει τ' αρχίδια, που μας γίνεται τσιμπούρι, βδέλλα, κεχαγιάς στ' αρχίδια μας κλπ.

Παραπέμπει δε -πιθανόν- και στο αγγλικό pain in the ass, που λέγεται για τον ενοχλητικό τύπο (έκφραση που περιγράφει μεταξύ άλλων και τις αιμορροΐδες).

  1. - Είδες που στά 'λεγα;
    - Μπα που να βγάλεις κακό σπυρί στον κώλο σου μαλάκα, γρουσούζη, τι ήθελες και το μελέταγες;...

  2. Τι θα γίνει πια με αυτόν τον Στράτο; Κακό σπυρί στον κώλο μου έχει γίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified