Further tags

Ψωλοτύρι αποκαλείται η ποικιλία μαλακού τυριού που παράγει το μικρό τυροκομείο που κρύβει ο κάθε άνδρας στην περισκελίδα του.

Η παραγωγική διαδικασία ξεκινάει με το σμήγμα (σλανγκιστί: ούρδα), την κρεμώδη αλοιφή που εκκρίνεται ανάμεσα στην βάλανο και την ακροποσθία του πέοντος. Με εκούσιο ή ακούσιο τσακωμό με τα σαπούνια, η βασική αυτή μαγιά ζυμώνεται οργανικά κι αναερόβια με νεκρά κύτταρα, βακτηρίδια, ταρζανίδια, φλόκια, κατρουλιά κι άλλα μυστικά συστατικά του κάθε παραγωγου. Έτσι δένει το ψωλοτύρι, ένας «ζωντανός» οργανισμός του οποίου η υφή, το χρώμα, το άρωμα και (για τους μερακλήδες) η γεύση εξαρτάται inter alia από:

Αυτά λοιπόν παιδάκια για σήμερα. Για περισσότερα, μην παραλείψετε να μελετήσετε το ανύπαρκτο λήμμαν του ατσεγκέ τυρί.

1.
Ψωλοτύρι παθητικιά πούστρα με αδυναμία στη βρώμικη ψωλή... Στην καθαρίζω με τη γλώσσα μου.....

2.
ΤΟ ΨΩΛΟΤΥΡΙ ΜΟΥ ΗΔΗ ΣΕΡΒΙΡΕΤΑΙ ΩΣ ΠΡΩΙΝΟ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ ΣΕ 5ΑΣΤΕΡΩΝ ΓΑΜΙΣΤΡΩΝΕΣ ΤΗΣ ΧΕΛΣ ΚΙΤΣΕΝ ΚΑΙ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΩΝ ΠΟΔΙΩΝ ΜΟΥ ΘΥΜΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΜΑΜ-ΡΑ.

3.
Και αυτό που γίνεται από ψωλοχύματα πως το λένε; ψωλοτύρι; γιατί εγώ μόνο τέτοιο τρώω, κάνω δίαιτα από τα άλλα τυριά

Καλή όρεξη! (από σφυρίζων, 28/11/14)Φρομάζ μεσαίας ωρίμανσης (από σφυρίζων, 28/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό σπέρμα, άκα το ψωλόχυμα, το ερωτικόν γλεύκος, το παχύρρευστον πίαρ.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

- Αχ νάξερες -σ'τό ξαναλέω- νάξερες πόσο σου πάει το το ψωλόχυμα στο πρόσωπό σου... Σού το γέμισα παντού... Σού το έκανα μούσκεμα... θ'αθελα να είχα έναν καθρέφτη νε το έβλεπες και συ... Θαρρώ όμως πως θ'ελεις και άλλο σπέρμα.... Μπόλικη, παχειά ψωλόκρεμα... Δέν είναι έτσι, Φλώσσυ;
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ.23).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαραίτητο συστατικό διαφόρων παρασκευασμάτων, κυρίως φαγώσιμων ή πόσιμων. Προκύπτει από το χύσαμε όλοι.

Μόλις μου είπαν ότι είχαν ρίξει μέσα στο γάλα χυσαμόλη, το ξέρασα κατ' ευθείαν! Μετά τους άρχισα στις μπουνιές να μάθουν να κάνουν τέτοιες πλακίτσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χλίμπι χλίμπι είναι η βρώμα η μπίχλα που εμφανίζεται ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών, κυρίως μετά από αρκετό καιρό απλυσιάς και παραμονής σε κλειστά παπούτσια. Συνήθως έχει ένα γκριζομαύρο χρώμα και μια χαρακτηριστική «ξινή» οσμή.

Από τραγούδι των Ημισκουμπρίων «Πάμε όλοι μαζί σε μια παραλία»:

«ΟΧΙ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ ΟΧΙ ΣΕΞ ΟΧI ΚΑΠΟΤΕΣ ΣΕ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΙ ΑΚΤΕΣ. ΠΑΛΙΟ ΤΥΡΟΒΡΟΜΙΚΟΥΛΟΙ. ΜΕ ΤΑ ΧΛΙΜΠΙ ΧΛΙΜΠΙ ΣΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΤΩΝ ΠΟΔΙΩΝΕ».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φλέμα. Λέγεται συνήθως όταν θέλουμε να δείξουμε απέχθεια.

- Ρε μαλάκα καθάρισε το νιπτήρα, δεν μπορώ να βλέπω τις χλαπάτσες σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Tα κάθε λογής έντυπα που θα μας κρατήσουν συντροφιά τις «ώρες» της «ενεργητικής» μας συνεισφοράς στην παραγωγική διαδικασία.

-Pε παπάροβιτς, θα μου δώσεις τα «κόκκινα αυτιά» του reiser που έχεις στην τουαλέτα;
-Mπαά... δεν το αποχωρητίζομαι...

(από Vrastaman, 25/01/09)

βλ. και χεστικό, περιοδικό τουαλέτας, χεζόλεξο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεκάνη της τουαλέτας.

- Πού πήγε ο Δημήτρης; - Τον πείραξε το σουβλάκι που έφαγε και τώρα είναι στη χέστρα.

Καζανάκι απαραιτήτως - θα μας γαμήσει όλους ο Σπύρος. (;) (από Galadriel, 23/02/09)(από vip, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χέσιμο + στούκας (τα μαχητικά αεροπλάνα της Βέρμαχτ).

Το φαγητό που προκαλεί γερό και άμεσο χέσιμο. Απαραίτητο συμπλήρωμα της καθημερινής μας διατροφής, αποτελεσματικό κατά της δυσκοιλιότητας.

- Αγάπη μου, τι μαγείρεψες σήμερα;
- Χωριάτικο λουκάνικο με αγκινάρες, και μελιτζάνες ιμάμ.
- Όχι ρε πούστη, πάλι χεστούκας θα φάμε; Αφού σου είπα ότι έχω προπόνηση το απόγευμα...

Got a better definition? Add it!

Published

Οποιοδήποτε ανάγνωσμα (περιοδικό, εφημερίδα, βιβλίο, οι οδηγίες στη συσκευασία της χλωρίνης ή του σαμπουάν) που φυλάσσεται στην τουαλέτα προς χρήση κατά την ώρα της αφόδευσης.

Ο Φαίδων είχε ήδη διαβάσει όλα τα χεστικά, ακόμη και τα τασιενεργά συστατικά του Τάιντ, και μετάνιωσε που δεν είχε πάρει μαζί του την εφημερίδα.

Η λέξη, ο ορισμός και το παράδειγμα πρωτοεμφανίστηκαν στο Πλαθολόγιο του Λύο Καλοβυρνά.
Βλέπε ειδικότερα και περιοδικό τουαλέτας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο προς αφόδευσης αρωγήν αποσκοπών καφές (π.χ. σκέτος αχτύπητος φραπές).

  2. Ο κακής ποιότητας καφές.

  3. Η γνωστή ομόηχη εφημερίς, η οποία θεωρείται κατάλληλη για ανάγνωση στο αποχωρητήριο.

  1. Έτσι όπως έχω στουμπώσει, μόνο ένας χεσπρέσσο θα με σώσει.

  2. Χέσπρεσσο τον έκανες, να χέσω τον Γκλούνευ μου μέσα!

  3. Η γιαγιά μαζί με τους Financial Times πήρε και την χεσπρέσσο και χάθηκε στο βάθος της αυλής.

Δουλεύει στη μονάδα παραγωγής της Χεσπρέσο Πάππας (από GATZMAN, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified