1. Η κατάπτωση, ο εκφυλισμός, ο εξευτελισμός, η κατρακύλα σε οποιονδήποτε τομέα του επιστητού.
    1. Σύνολο ανθρώπων ή καταστάσεων που θεωρείται ότι είναι κατώτεροι ηθικά/ κοινωνικά/ διανοητικά κλπ και ότι έχουν επιβλαβή επίδραση στους άλλους.
    2. Απανωτές ατυχείς καταστάσεις.
    3. Ως (βρώσιμη) απάντηση-πρόταση σε ενοχλητικές προσεγγίσεις.
  1. Εσένα το τρίπτυχό σου είναι Στικούδη, Παντελίδης, Πάολα και το λες μουσική εγώ πάλι αναρωτιέμαι, μέχρι πού θα φτάσει ο κουβάς με τα σκατά;
  2. Πώς έχει μπλέξει έτσι μ' αυτούς τους μαλάκες.. Δεν το βλέπει ότι έχει πέσει στον κουβά με τα σκατά;
  3. Ασε ρε συ, όλα στραβά μου πάνε τελευταία. Όλο μαλακίες. Έχω πέσει στον κουβά με τα σκατά.
  4. Ρε παπάρι, φάε έναν κουβά σκατά να ισιώσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ, εξαιρετικά πολύ.

- Γουστάρεις σήμερα μπαρότσαρκα;
- Άσε ρε, αύριο δίνω κι'έχω να βγάλω του κώλου την ύλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκουπιδιάρα στα ελληνικά στρατά.

- Τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
- Πλοίο της Αγάπης...

Captain Stubing (Καπετάν Στουμπωμένος) (από Vrastaman, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι επιστημονικοί ορισμοί των τριών βασικών κατηγοριών του φυσικώς εξερχόμενου αερίου εκ του πρωκτού, κοινώς αναφερόμενης και ως κλανιάς ή πορδής. Οι ορισμοί γίνονται με βάση το ηχητικό αποτέλεσμα, που προηγείται, και τις συνέπειες που έπονται (κάτι σαν την αστραπή και την επακόλουθη βροντή).

Αναλυτικά:

Βροντόφωνος η άοσμος: Χαρακτηριστικός δυνατός ήχος πολυβόλου ή και φερμουάρ, ο οποίος είναι μεν τρομακτικός αλλά καταλήγει συνήθως σε false alarm. Καμία μυρωδιά και κανένα παρεπόμενο. Καταλαβαίνεις όμως εύκολα τον ένοχο.

Συρίζουσα η βρομούσα: Τυπικότατος σφυριχτός ήχος, ο οποίος μάλιστα χαρακτηρίζει κινήσεις μεγάλης ταχύτητας. Όταν τον ακούσεις, είναι πλέον αργά για να αντιδράσεις. Απλώς βιώνεις τις συνέπειες, συνήθως με ένα ηλίθιο χαμόγελο τραγικής μαστούρας. Αν είσαι ο «ο Μπάμπης είμαι, έπεσα!» μπορεί να προλάβεις να ανοίξεις το παράθυρο, και να πηδήξεις ακόμα. Το πιο πιθανό είναι ότι θα καταλάβεις τον ένοχο.

Υπόκωφος η αναισθησιογόνος: Δεν άκουσες τίποτα, μόνο βρέθηκες ξαφνικά μέσα στις αναθυμιάσεις από ληγμένο κουνάβι και μετά δεν θυμάσαι τίποτα πλέον, ίσως μόνο να ξερνάς την τελευταία μπουκιά της τηγανιάς που έτρωγες. ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΠΟΤΕ ΤΟΝ ΕΝΟΧΟ!

Κάθε μια από τις προαναφερθείσες κατηγορίες περιλαμβάνει και άλλες μικρότερες υποκατηγορίες, αλλά γενικά οι τρεις κύριες κατηγορίες καλύπτουν όλο το φάσμα της αγενούς, πλην όμως αναγκαίας έκφρασης του ανθρώπου.

(Στο γραφείο του διευθύνοντος)
- Κ. Γεωργακόπουλε, θέλω να αλλάξω γραφείο. Μου είναι αδύνατο να δουλεύω με τον Κανέλλο. Κλάνει συνέχεια!!!
- Τι εννοείς Παυλίδη παιδί μου. Σε ποια κατηγορία κλανιάς αναφέρεσαι;
- Συρίζουσα η βρομούσα κ. Γεωργακόπουλε και καμιά φορά βροντόφωνος η άοσμος! Αλλιώς δεν θα βρισκόμουν εδώ να διαμαρτύρομαι τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μεταφορικά όταν θέλουμε να πούμε ότι το φαγητό που θα φάμε δεν είναι και τίποτα το ιδιαίτερο.

- Τι φαΐ θα φάμε σήμερα;
- Σκατά με φράουλες.

.. (από MXΣ, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακαταστασία, το ρημαδιό, το χάος.
Επίσης η δυσμενής, δυσάρεστη κατάσταση.

  1. - Πρόσεχε με την πορτοκαλάδα ρε Μήτσο, το έκανες το χαλί σκατέ ολέ.

  2. - Με πήρε χτες τηλέφωνο και είχα και τα νεύρα μου, της τα έχωσα και γίναμε σκατέ ολέ.

(από ironick, 22/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι η έλλειψη κάποιου στοιχείου, συστατικού ή χαρακτηριστικού υποβαθμίζει κατά πολύ την αξία κάποιου πράγματος.

- Που 'σαι, Κώστα, τα δικά μου πές του χωρίς τζατζίκι.
- Ελα ρε μαλάκα, πιτόγυρο χωρίς τζατζίκι είναι σαν κατούρημα χωρίς κλάσιμο.
- De gustibus et de coloribus...........
- Δε μας χέζεις ρε Βιργίλιε με την Αινειάδα σου. Πατάτες να παραγγείλω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, σοκολάτα-μπανάνα εστί ιδιαίτερως γνωστός συνδυασμός γεύσεων εις την κρέππα. Εν τοιαύτη περιπτώσει όμως, αναφερόμεθα εις τα χρώματα τα οποία ενεφανίζονται εις (ανδρικά ως επί το πλείστον) τα (πρώην) λευκά εσώρουχα ύστερα από παραταμένη χρήση πολλών ημερών. Και δια όσους δεν δύνανται κατανοήσουν, Έμποσθεν: μπανάνα, όπισθεν: σοκολάτα. Αίσχος λέγωωω!

Αρμόλαος: «Άφεσον ταύτα φίλτατε Περικλή, έχω χρείαν επιγόντως αλλαγής εσωρούχων λόγω του ότι φορεσα το ίδιο προ ημερών και δεν έχω αλλάξει!»
Περικλής: «Κύριε ελέησον...! Σοκολάτα Μπανάνα μέλλει γενέσθαι!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαρακτηριστικό χνουδάκι που αφήνουν σημάδι στον ομφαλό τα εσώρουχα και μας ενημερώνει πως το μπλουζάκι, ή το κασκορσεδάκι για τους μερακλήδες, ήταν μάλλινο. Αν φανταστήκατε κάτι σε «Minerva Was Here» είστε μέσα. Ανήκει στην κατηγορία από βρωμιές που όλοι μας βλέπουμε ότι υπάρχουν αλλά ντρεπόμαστε να το παραδεχτούμε μιας και νομίζουμε πως μόνο σε εμάς συμβαίνει. Έτσι η φυσιολογική ηλικία που κανείς μαθαίνει την (διαβάστε αν είστε τύποι «Αν έχω εγώ να έχουν όλοι») ανακουφιστική/ (διαβάστε αν είστε τύποι «Καλύτερα κανένας παρά όλοι») πικρή, αλήθεια είναι στην πρώτη μεγάλη σχολική εκδρομή του. Για την ιστορία, οι υπόλοιπες βρωμιές αυτής της κατηγορίας είναι, και μη περιοριστικά, τα ταρζανίδια, το περιστασιακό σουσαμάκι στα αρχίδια, το χλίπι χλίπι στα δάχτυλα των ποδιώνε και το ξεραμένο σάλιο γύρω από τα χείλη που ασυναίσθητα μασουλάμε αγουροξυπνημένοι.

Ο ομφάλιος βρώμος λοιπόν δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρεπόμαστε. Ίσα ίσα. Αναδεικνύει την περιοχή των κοιλιακών, μιας και τα βλέμματα στρέφονται απευθείας εκεί. Σας χαρίζει 2 λεπτά απόλυτης ηρεμίας αφού όταν τον βγάλουμε από τη θέση του τον κοιτάμε αποσβολωμένοι με εντελώς κενό μυαλό και τέλος αποτελεί απόδειξη πως φοράτε βαμβακερά εσώρουχα, δείγμα γνώσης της ποιότητας.

Επειδή πολύ συχνά θεωρείται εξαιρετικά ντεκαβλέ καλό θα ήταν να παραθέσετε το λινκ για να πειστεί και ο πιο δύσπιστος ότι συμβαίνει σε όλους και είναι υγεία! Άρα δικαιολογίες «Θεέ μου, τι είναι αυτό; Ξενέρωσα τελείως...» ισοδυναμούν με την αντίστοιχη «Έχω πονοκέφαλο». Δηλαδή είναι τελείως αβάσιμες.

(Σε δωμάτιο σε πενθήμερη, αφού έχουν φύγει οι καπνοί από τα τσιγάρα ο Γιώργος αλλάζει)

- Πω ρε φίλε, τι είναι αυτό εκεί;
- Ε τι να κάνω ρε. Ό,τι εσώρουχο και να δοκίμασα μου αφήνει το χνούδι...
- Ποιο χνούδι ρε φίλε! Ομφάλιος βρώμος είναι! Κοίτα έχω και 'γω!
- Πω ρε δικέ μου δεν το πιστεύω! Νόμιζα μόνο σε εμένα συνέβαινε! Για κατέβασε παντελόνι, σκύψε και άνοιξε πόδια να δω και κάτι άλλο.
- Γιωργάκη, ένα τη φορά...

Ομφάλιος βρώμος (από Vrastaman, 15/11/08)(από xalikoutis, 15/11/08)βρωμοκολος... (από BuBis, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζεστό υγρό. Κυριολεκτικά μιλώντας. Όταν ένα άλλο υγρό (πόσιμο) είναι χλιαρό ενώ θα έπρεπε να είναι παγωμένο ή τουλάστιχον κρύο ρε παιδάκι μου και θυμίζει από πλευράς θερμοκρασίας την κίτρινη ουσία που αφήνουμε το πρωί στην τουαλέτα, το λέμε κάτουρο. Επίσης και κλύσμα ώστε να έχουμε πιάσει όλες τις κάτω εξόδους.

Κατ' εξοχήν ποτά που αν είναι κάτουρο απλά δεν πίνονται είναι η Κόκα Κόλα και τα κλασικά μπυρίτσουαλς.

- Ποιανού είναι η κοκακόλα ρε μάγκες;
- Δικιά μου, πιες.
- (γκλου, γκλου, γκλου) λιαξ αρακατάνγκ ρε πούστη μου. Σαν κάτουρο είναι... Πόσες ώρες είναι εδώ πάνω;
- Νομίζω προχθές το βράδυ την άνοιξα.
- ...

...σερβίρεται κατεξοχήν στα κατσιμηχεσω μαγαζά (από xalikoutis, 23/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified