Further tags

Κουράδα υπερβολικά μεγάλου μεγέθους σε μήκος και διάμετρο, απαιτεί μεγάλη προσπάθεια για να βγει (η πουτάνα) και προκαλεί πέταγμα των ματγιώνε όκσω από το υπερβολικό σφίξιμο, κοκκίνισμα προσώπου και τσούξιμο της κωλοτρυπίδας. Κατεβαίνει μονοκόμματη.

Κατά τη διάρκεια του μαγκουροχεσίματος, λόγω του υπερβολικού σφιξίματος, ακούγονται διάφορα ακατάληπτα και μακρόσυρτα φωνήεντα (αααααααα ουουουουου ιιιιιιιιι) ενίοτε ανακατεμένα με δυνατές κλανιές. Σε αυτή την περίπτωση αν υπάρχει παρέα σε κοντινό δωμάτιο συμμετέχει φωνάζοντας «Σκίσουουουουου».

Τη στιγμή που ακουμπάει η κάτω άκρη της στη λεκάνη στραβώνει λίγο και μοιάζει με μαγκούρα. Συνήθως δεν προκαλεί πιτσίλισμα της κωλοτρυπίδας με σταγόνες από το νερό της λεκάνης. Η αιτία της δημιουργίας της μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους;
α) δυσκοίλιοτητα
β) σε ακατάσχετο πορδισμό που προκαλεί αφύγρανση των σκατών (το σκατό μου παξιμάδι)
γ) σε αλλαγή περιβάλλοντος. Πολύς κόσμος λόγω παιδικών βιωμάτων δε μπορεί να χέσει σε ξένη λεκάνη. Αυτό λύνεται με ψυχαναλυτικές συνεδρίες, ίσως και αναδρομές.

Λόγω της σφιχτής της δομής δεν μπορεί ο σφιχτήρας της κωλοτρυπίδας να τη κόψει σε μερίδες (κουρκουμπίνια), με αποτέλεσμα να κατεβαίνει αγέρωχη και ολόϊσια μέχρι να κοπεί από μόνη της λόγω της βαρύτητας (gravity is a bitch που έλεγε και ο Σταλόνε στο «Βαρομετρικό χαμηλό»). Πολλές φορές είναι τόσο μεγάλη που δε χωράει να πάρει τη στροφή στη λεκάνη για να εξαφανιστεί και χρειάζεται σπρώξιμο με το πιγκάλ (πως το λένε το γαμημένο στα Ελληνικά;) και πολλά τραβήγματα του καζανακίου.

1) - Τι έκανες ρε μαλάκα τόση ώρα στον καμπινέ; Τον έπαιζες;
- Άσε με ρε μπατζανάκη. Έβγαλα ένα μπαστούνι νααααα (μετά συγχωρήσεως)... Πήρε φωτιά ο κώλος μου!
- Αααα, γιαυτό τράβαγες 10 φορές το καζανάκι;

2) - Σκίσουουουουουουου
- Τι φωνάζεις ρε μαλάκα
- Καλά δεν τον ακούς που σφίγγεται; Καμιά μαγκούρα θα βγάζει πάλι.

(από nick, 18/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φυσικά και δε μιλάμε για του πουλιού το γάλα. Μιλάμε για την ανεξίτηλη σφραγίδα κάποιου κοτσιλοβομβαρδιστικού πτηνού. Κάποιου βομβιστή των αιθέρων. Κάποιου φτερωτού χεστικού. Κάποιου ελεύθερου σκοπευτή των αιθέρων. Το κοτσιλόσημο αποτελεί προσφορά του ουράνιου επισκέπτη και αποτελεί πλέον οικόσημο του αποδέκτη του.

Πάντως όπως η τύχη είναι τυφλή έτσι και αυτό χέζει στα τυφλά και εσύ έχεις ραντεβού (με την γκαντεμιά) στα τυφλά. Χέζει από ψηλά, εφαρμόζοντας την ατάκα: Χέσε ψηλά κι αγνάντευε.

Αν τη φας τώρα στο κεφάλι, και το κοιτάξεις απορημένα, τι περιμένεις να σου πει; Λες να παραφράσει τον Καζαντζίδη και να σου πει: «Υπάρχω, κι όσο υπάρχεις θα υπογράφω, σκλάβα την κεφαλή σου θα 'χω και δεν πρόκειται να μην ξαναχεστώ»;

Ρίχνει κατά ριπάς στου κασίδη το κεφάλι κι όποιον πάρει ο χάρος. Μέσω της ρίψης του κοτσιλόσημου, δηλώνει την ύπαρξη του. Παραφράζοντας τον Καρτέσιο, το πουλί είναι σα να λέει: «χέζω άρα υπάρχω». Ο ιπτάμενος κωλανδός δεν κάνει διακρίσεις, ούτε είναι δύσκολος στις επιλογές του αναφορικά με τη ρίψη του αυτοσχέδιου οικοσήμου. Ο ιπτάμενος φίλος χαλαρώνει και αρχίζει να υπογράφει αυτόγραφα στο κεφάλι, στο μηχανάκι (οϊμέ), στο αυτοκίνητο, στο παγκάκι, οπουδήποτε. Τα βομβαρδιστικά βομβαρδίζουν ανηλεώς χωρίς τελεσίγραφα και διαμεσολαβητές.

Τα κοτσιλοβομβαρδιστικά αποκαλούνται επίσης και spitfire (εκ των βρετανικών καταδιωκτικών αεροσκαφών που έδρασαν στο β' παγκόσμιο πόλεμο). Επειδή πολλές φορές ο αποστολέας του κοτσιλόσημου δε διακρίνεται κατά τη ρίψη της κοτσιλοβομβίδας, αποκαλείται ως: στελθ (αόρατος, εκ της τεχνολογίας των μη ορατών πολεμικών αεροσκαφών).

Ο ιπτάμενος φίλος δε χρειάζεται να εμπνευστεί για να δημιουργήσει ούτε τα αυτοσχέδια κονσέρτα του, που τα δίνει σε καλλιτεχνικές γωνιές, στις φυλλωσιές των δέντρων, αλλά ούτε και τα κοτσιλόσημά του που τα μοιράζει απλόχερα. Δημιουργία το να υπογράφει αυτόγραφα του κώλου; Βεβαίως. Μια μορφή δημιουργίας είναι.

Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κοτσιλόσημου, κατά ISO 9001 καθορίζονται από: το μέγεθος της κωλοτρυπίδας του πτηνού, την πυκνότητά του, την οσμή του, την κατάσταση της υγείας του (μπορεί να 'ναι γριπιασμένο), το σχήμα του, την ώρα παραγωγής του (άλλο πράγμα είναι να 'ναι φρεσκότατο, άρτι αφιχθέν από το φούρνο του, κι άλλο είναι να είναι ξερό και ληγμένο), το ύψος πτήσης, τους ανέμους που πνέουν στην περιοχή.

Το κοτσιλόσημο λειτουργεί ως ρουτινοσπάστης, γιατί ανατρέπει τη στάσιμη ροή των πραγμάτων. Πας για παράδειγμα να αράξεις το αμάξι σου, που το έχεις πλύνει πριν λίγο, κάτω από ένα δέντρο και το πρωί δε βρίσκεις αμάξι. Βόθρο βρίσκεις. Η κοτσιλιά έχει οξύ που οξειδώνει την επιφάνεια και αφήνει στάμπα και μετά πρέπει να βάψεις τον ουρανό, εξαιτίας της φωνής απ' τον ουρανό.

Άλλες φορές πάλι η φάση λειτουργεί ως υποστηρικτικό εργαλείο στο νόμο του Μέρφυ, κάνοντας μια κακή μέρα χειρότερη.

Άλλες φορές πάλι λειτουργεί ως εξισορροπητικός παράγοντας, όταν η τύχη μάς ευνοεί ατέλειωτα. Για παράδειγμα, πάμε και θαυμάζουμε ένα ωραίο τοπίο μαζί με το ταίρι μας, βλέπουμε τον ήλιο να βουτάει στο πέλαγο την ώρα του δειλινού θαυμάζοντας τα μοναδικά χρώματα της πλάσης, κι εκεί που ετοιμαζόμαστε για ζαχαρώματα, έρχεται το κοτσιλοβομβαρδιστικό και πετάει την πινελιά στον πίνακα. Και, ω του θαύματος, αυτή η μικρή πινελιά έρχεται να επιτελέσει ραγδαία αλλαγή στο σκηνικό. Ενώ πριν 1 δευτερόλεπτο είχαμε εικόνες παραδείσου, σε 1 sec, έχουμε σκηνές από την εκδίωξη των πρωτοπλάστων απ' τον παράδεισο, διά της ακούσιας παρεμβάσεως ενός τσιτσιφρίγκου.

Άλλο σκηνικό: Σκέπτεσαι να πας με το νέο αμόρε σου για ένα τρυφερό τετ α τετ, σε ένα υπαίθριο εστιατόριο και να κάτσεις σε ένα κατάμεστο εστιατόριο κάτω από το μοναδικό τραπεζάκι που βρίσκεται κάτω από ένα δέντρο, με πυκνές φυλλωσιές και παχιά σκιά. Και θεωρείς πως οι άλλοι είναι ηλίθιοι που δεν το προτίμησαν. Και ενώ αυτοσυγχαίρεις τον εαυτό σου, σε λίγο αρχίζει να βρέχει μέσα από το sky firewall (τείχος προστασίας από τον ουρανό), όταν ένα σμήνος πουλιών με ελάχιστη διαφορά φάσης το ένα από το άλλο αρχίζουν να βομβαρδίζουν κατά ριπάς το τραπέζι σου όπως οι Αμερικάνοι τη Σερβία. Και βομβαρδίζουν ανεξαιρέτως: κεφάλια, φαγητά, το φως των κεριών, το καινούριο μοντελάκι που αγόρασες από το Κολωνάκι για να κάνεις εντύπωση. Τα βομβαρδιστικά βομβαρδίζουν τα πάντα. Κι εσύ σηκώνεις τη χαρτοπετσέτα ως λευκή σημαία. Αλλά αυτά δεν ξέρουν από διεθνείς συνθήκες. Σε κλάσματα δευτερολέπτου απομυθοποιούνται τα πάντα. Και ρομαντικά σκηνικά και μοντελάκια. Τα πάντα. Τα κοτσιλοβομβαρδιστικά παίζουν με live σενάριο, χωρίς πρόβες και δοκιμές, χωρίς μοντάζ, χωρίς κομμένα πλάνα και σου φτιάχνουν μια ταινία που θα τη ζήλευε κι ο καλύτερος σκηνοθέτης.

Κάποιοι μαζόχες πάλι γουστάρουν να βασανίζονται και κάποιοι θεωρούν τον εαυτό τους γκαντέμη επειδή δεν πέρασαν το βάπτισμα του κοτσιλοχεστικού πυρός.

Κάποιοι άλλοι πάλι λένε: Γούρι... γούρι, και πάνε να παίξουν προπά και λόττο. (Τι κακό κι αυτό να θεωρεί κάποιος κάτι κακό σα γούρι).

Λένε πάλι κάποιοι: αν δεις σκατά στον ύπνο σου, λεφτά θα πάρεις. Το θέμα είναι τι γίνεται αν φας κουτσουλιά στον ξύπνιο σου;

Κάποιοι λένε πάλι, με κοτσίλισε πουλί, ε... σημάδι ήταν πως σήμερα το βράδυ το πουλί μας θα εκπυρσοκροτήσει.

Πολλοί επίσης αντί να κοιτούν την ουσία, το προσεγγίζουν το θέμα φιλολογικά, λέγοντας πως η λέξη κοτσιλιά φανερώνει εκλεπτυσμένη δημιουργία, ενώ η λέξη κουτσουλιά βλαχιά.

-Που λες περνούσα ατάρχα και δεν είχα προσέξει ότι στα σύρματα της ΔΕΗ, την είχε αράξει ένα εκτελεστικό απόσπασμα από περιστέρια. Πριν προλάβω να κάνω κίχ άρχισε τις βολές κατά ρυπάς και μ΄έκανε αγνώριστο.
-Σε βλέπω δόλιε.Το κοστούμι σου έγινε πουά απ' τα κοτσιλόσημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό δοχείο που έβαζαν στα παλιά χρόνια κάτω απ' το κρεβάτι για να αντιμετωπίζουν τις ακάλεστες, αιφνίδιες επισκέψεις της νυχτερινής ενούρησης (κυρίως αυτής, γιατί άμα τους ερχόταν να κάνουν το χοντρό τους βραδιάτικα, τότε ίσχυε το «χέσε μέσα» με όλη του τη σημασία).

Αναγκαίο σκεύος υγιεινής τότε που τα σπίτια δεν διέθεταν καμπινέδες. Ευτυχώς οι απολίτιστοι αυτοί καιροί παρήλθαν ανεπιστρεπτί, έπειτα από δικαιωμένους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες, λάβαρο και ένδοξο σύμβολο των οποίων υπήρξε ο μπιντές, κι έτσι σήμερα εμείς οι πολιτισμένοι απολαμβάνουμε καμπινέδες με ιλουστρασιόν πλακάκια, επώνυμα είδη υγιεινής, τζακούζι, χαμάμ και τα λοιπά απαραίτητα είδη κάθε αξιοπρεπούς σπα.

Η χρήση του καθικιού έχει περιοριστεί πλέον στα νήπια που βρίσκονται στο μεταβατικό στάδιο από την πάνα προς στη λεκάνη της τουαλέτας και ως τέτοιο αποκαλείται σαχλά και δήθεν ευγενικά «γιο-γιο».

Και τα παλιά χρόνια όμως για λόγους ευπρέπειας, το καθίκι λεγόταν «δοχείο νυκτός». Ευπρέπεια ωστόσο που δεν εμπόδισε τη μεταφορική χρήση της λέξης ως βρισιά. Τόσο κλασική και διαδεδομένη πια που δεν αποτελεί καν αργκό, αλλά δεν παύει, ακόμη και σήμερα, κάτω από ειδικές περιστάσεις να είναι ιδιαιτέρως προσβλητική. Σε υπερθετικό βαθμό, ο βρωμιάρης / -α στους τρόπους και κυρίως στο ήθος αποκαλείται και καθίκι «άπλυτο» ή «λερωμένο».

Άλλη χρήση της λέξης γίνεται, ως παρομοίωση, για τα δεικτικού σχήματος καπέλα και γενικά υπερβολικά αξεσουάρ που κοσμούν το κεφάλι και κάνουν τον φέροντα να παρουσιάζει ένα γελοίο θέαμα. Κατά προέκταση, καθίκια λέμε τα πάσης φύσεως κέρατα (ιδίως τα μεγαλόσχημα που είναι κατασκευασμένα από πολύτιμα μέταλλα και κοτρώνες) που φοράει το παπαδαριό στο κεφάλι, όπως καλυμμαύκια, μήτρες, τιάρες κ.λπ.

Μία ακόμη και σχετικά πιο πρόσφατη χρήση της λέξης γίνεται με χαϊδευτικό ύφος όταν πειράζουμε αθώα κάποιον -και χωρίς προφανή λόγο («είσαι ένα καθίκι εσύ!» π.χ. προς ένα χαριτωμένο παιδάκι), αλλά συνήθως σε περιπτώσεις που ο άκακος μπαγαμπόντης προδίδεται για κάτι ασήμαντο και αστείο συνήθως (βλ. παράδειγμα 4).

Γράφεται και καθήκι, προέρχεται από το κάθημαι ή το καθίζω και συνώνυμό του είναι το αγγειό (μάλλον γιατί αρχικά κατασκευαζόταν από πηλό, ενώ η ίδια λέξη, αγγειό ή 'γγειό, μάλλον περιγράφει και άλλα κεραμικά οικιακά σκεύη). Με τη μεταφορική έννοια, της βρισιάς, σχηματίζεται το αρσενικό ο «καθήκης» αλλά και το λιγότερο συνηθισμένο θηλυκό η «καθηκού».

1 – κυριολεκτικά:
Αγλαΐα, το καθίκι! χέζεται το πιτσιρίκι!

2 – μεταφορικά:
- Αυτοί οι Παπαδοπουτσοπουλέοι είναι σαν την «εταιρεία δολοφόνων» ένα πράμα, το 'χουν πάρει γραμμή να γιατροπορεύουν γερόντια και καλά, αλλά στην ουσία τα ξεπουπουλιάζουν...
- Γνωστό κωλόσογο απ' τα παλιά, από πάππο προς πάππο όλοι τους καθίκια άπλυτα! Απ' όπου και να τους πιάσεις λερώνεσαι!

3 – μεταφορικά (για καπέλο):
- Τι, έτσι θα 'ρθεις στη θάλασσα; μ' αυτό το καθίκι στο κεφάλι; Ρεζίλι θα γίνουμε!
- Καλά εσύ κάτσε παραπέρα και κάνε ότι δεν με ξέρεις!

4 – πειραχτικά-χαιδευτικά:
- Είδες χτες Μαμαλάκη;
- Πφφφ… αμάν με το Μαμαλάκη κι εσύ πια. - Βρε είχε ένα κατσικάκι στη γάστρα άλλο πράμα σου λέω, μου τρέχανε τα σάλια!
- Αρνάκι ήταν!
- Α ώστε τό 'δες κι εσύ, καθίκι, ε καθίκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικειμενικός και σαφής όρος που περιγράφει ό,τι και οι ανούσια εξευγενισμένοι όροι χαρτί υγείας, χαρτί τουαλέτας κτλ. Εφόσον η χρήση περιορίζεται σε κάτι τόσο συγκεκριμένο, τι χρειάζονται οι ευγένειες;

Πάντως το κωλόχαρτο χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 1880 στην Αγγλία όχι ως ρολό αλλά ως φύλλα χαρτιού σε κουτί. Παλιότερα υπήρχαν οι εξής μέθοδοι καθαρισμού:

  • Φύλλα ή κλαδιά.
  • Εφημερίδες.
  • Το αριστερό χέρι (παραδοσιακή μέθοδος Ινδίας).

Σε δύσκολες περιπτώσεις ο μέσος πολιτισμένος άνθρωπος επανέρχεται στις πρωτόγονες μεθόδους.

Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται και για έγγραφα ή βιβλία που μας είναι εντελώς άχρηστα (πτυχία, δημόσια έγγραφα, σχολικά συγγράμματα κ.ά.).

Πληροφορίες: http://www.focusmag.gr/articles/view-article.rx?oid=222430

Παρακαλώ όποιος βρεθεί πρωινή ώρα στο Πολυτεχνείο να περάσει από την υπηρεσία καθαρισμού και να τους πει ότι τελείωσε το κωλόχαρτο.
Αν δεν είναι κάποιος εκεί να το πει στην επιστασία.
Και οι δύο υπηρεσίες βρίσκονται στο ισόγειο της πρυτανείας.
Όποιος το κάνει να με ενημερώσει μετά.
(την επόμενη φορά θα στείλω στη λίστα του αναξιοπρεπούς!)

(https://theatre.ntua.gr/pipermail/zucco/2008-April/000053.html)

Δες και πατόχαρτο, σκατόχαρτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έντονος γέλωτας ο οποίος συνοδεύεται από ακατάσχετο, ανελέητο, βροντερό και εν πάση περιπτώσει φρικτή ευωδία. Συνηθέστερο δε είναι ύστερα από κατανάλωση αμυλούχου γεύματος ήτοι φασόλια και άλλα ψυχανθή.

Φαίδων: - Έξοχο αστείο! Χα χα (πρρρρρρρ...) χε χε (πρρρ..)
Τίμων:
- Εάν εγνώριζα ότι θα πρόβαινες εις κλάνογελον τέτοιας ισχύος, θα σιωπούσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γενικώς βρώμικο και αηδιαστικά φτιαγμένο έτοιμο φαγητό. Θα το βρείτε κυρίως σε πλατείες όπου οι βαθύτατα φιλόζωοι μαγαζάτορες επιτρέπουν στα πεινασμένα και κακομεταχειρισμένα περιστέρια να βρουν καταφύγιο εντός του εστιατορίου...

- Πάμε πλατεία να φάμε κάνα σάντουιτς;
- Πάλι περιστερόπιτα...

"Αηδονόπιτα" (από Vrastaman, 28/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάντα στον πληθυντικό γιατί ποτέ δεν είναι μία. Ή, κι αν είναι, δεν είναι μονοκόμματη. Είναι αυτές που μας έχουν κάνει να περπατάμε με το κεφάλι κάτω. Που όταν τις πατάμε νιώθουμε χειρότερα απ' ό,τι αν διαμελιζόμασταν από μια πραγματική νάρκη. Τις συναντάμε καθημερινά, στα πεζοδρόμια, στα πάρκα, έξω από το σπίτι μας. Και θα έρθει η αποφράς στιγμή κατά την οποία, παρά την προσοχή μας, θα τις πατήσουμε, θα τις νιώσουμε να απλώνονται σε όλη την επιφάνεια της σόλας του παπουτσιού μας και θα τις μεταφέρουμε (ολόκληρες ή τα κατάλοιπά τους) μες το σπίτι ή μέσα στο αυτοκίνητο. Είναι το σήμα κατατεθέν της χώρας που επιμένει να το παίζει τσιβιλιζατσιόν χωρίς να τηρεί τους βασικούς κανόνες -μάλλον γιατί οι κανόνες ακόμα είναι μεγαλύτερη ντροπή και ταμπού από τη μπόχα και τα σκατά.

Νάρκες είναι, για όσους δεν το πιάσαν ακόμα, ό,τι αφήνει πίσω της μια βόλτα με τον (κατοικίδιο και ποτέ αδέσποτο, γιατί οι τελευταίοι ξέρουν να καλύπτουν τα ίχνη τους) σκύλο. Και ας μην κατηγορούνται άδικα οι σκύλοι ούτε όμως και οι Φιλίππες που τους βγάζουν βόλτα. Τα αφεντικά είναι πλήρως υπεύθυνα γι' αυτό. Και προσωπικά ξέρω μόνο δύο αφεντικά που κυκλοφορούν με το περίφημο σακουλάκι και δεν αφήνουν τις κουράδες των σκύλων τους εκτεθειμένες. Πού και να είχαμε και άλογα, όπως στη Λόντρα ή στο Νιουγιόρκ.

Για να λέμε όμως και του στραβού το δίκιο, στις χώρες αυτές έφτυσαν αίμα για να επιβάλουν τον νόμο καθότι η βρωμιά του δυτικού κόσμου έχει γράψει ιστορία την οποία δεν πρόκειται, ευτυχώς, να γράψουμε εμείς ποτέ.

Ο υπερθετικός βαθμός είναι (στον ενικό αυτή τη φορά, γιατί είναι μία και καλή): τούρτα. Και αφορά τα άλογα, τις αγελάδες και τους ελέφαντες.

Πρόσεχε μαλάκα πού πατάς γιατί αυτή την εποχή πέφτουν τα φύλλα από τα δέντρα και είναι πολύ επικίνδυνο να πατήσεις νάρκες κρυμμένες από κάτω χωρίς να το πάρεις χαμπάρι.

(από ironick, 09/11/08)

βλ. και ναρκοπέδιο, τούρτα, κουρατζίνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαρακτηριστικό χνουδάκι που αφήνουν σημάδι στον ομφαλό τα εσώρουχα και μας ενημερώνει πως το μπλουζάκι, ή το κασκορσεδάκι για τους μερακλήδες, ήταν μάλλινο. Αν φανταστήκατε κάτι σε «Minerva Was Here» είστε μέσα. Ανήκει στην κατηγορία από βρωμιές που όλοι μας βλέπουμε ότι υπάρχουν αλλά ντρεπόμαστε να το παραδεχτούμε μιας και νομίζουμε πως μόνο σε εμάς συμβαίνει. Έτσι η φυσιολογική ηλικία που κανείς μαθαίνει την (διαβάστε αν είστε τύποι «Αν έχω εγώ να έχουν όλοι») ανακουφιστική/ (διαβάστε αν είστε τύποι «Καλύτερα κανένας παρά όλοι») πικρή, αλήθεια είναι στην πρώτη μεγάλη σχολική εκδρομή του. Για την ιστορία, οι υπόλοιπες βρωμιές αυτής της κατηγορίας είναι, και μη περιοριστικά, τα ταρζανίδια, το περιστασιακό σουσαμάκι στα αρχίδια, το χλίπι χλίπι στα δάχτυλα των ποδιώνε και το ξεραμένο σάλιο γύρω από τα χείλη που ασυναίσθητα μασουλάμε αγουροξυπνημένοι.

Ο ομφάλιος βρώμος λοιπόν δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρεπόμαστε. Ίσα ίσα. Αναδεικνύει την περιοχή των κοιλιακών, μιας και τα βλέμματα στρέφονται απευθείας εκεί. Σας χαρίζει 2 λεπτά απόλυτης ηρεμίας αφού όταν τον βγάλουμε από τη θέση του τον κοιτάμε αποσβολωμένοι με εντελώς κενό μυαλό και τέλος αποτελεί απόδειξη πως φοράτε βαμβακερά εσώρουχα, δείγμα γνώσης της ποιότητας.

Επειδή πολύ συχνά θεωρείται εξαιρετικά ντεκαβλέ καλό θα ήταν να παραθέσετε το λινκ για να πειστεί και ο πιο δύσπιστος ότι συμβαίνει σε όλους και είναι υγεία! Άρα δικαιολογίες «Θεέ μου, τι είναι αυτό; Ξενέρωσα τελείως...» ισοδυναμούν με την αντίστοιχη «Έχω πονοκέφαλο». Δηλαδή είναι τελείως αβάσιμες.

(Σε δωμάτιο σε πενθήμερη, αφού έχουν φύγει οι καπνοί από τα τσιγάρα ο Γιώργος αλλάζει)

- Πω ρε φίλε, τι είναι αυτό εκεί;
- Ε τι να κάνω ρε. Ό,τι εσώρουχο και να δοκίμασα μου αφήνει το χνούδι...
- Ποιο χνούδι ρε φίλε! Ομφάλιος βρώμος είναι! Κοίτα έχω και 'γω!
- Πω ρε δικέ μου δεν το πιστεύω! Νόμιζα μόνο σε εμένα συνέβαινε! Για κατέβασε παντελόνι, σκύψε και άνοιξε πόδια να δω και κάτι άλλο.
- Γιωργάκη, ένα τη φορά...

Ομφάλιος βρώμος (από Vrastaman, 15/11/08)(από xalikoutis, 15/11/08)βρωμοκολος... (από BuBis, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφιλής επωνυμία εταιρειών που ασχολούνται με την εκκένωση βοθροδεξαμενών. Επίσης χαϊδευτικό προσωνύμιο των ίδιων των βυτιοφόρων. Εξίσου αγαπητό και το «Αχόρταγος».

- Τι βρώμα είναι αυτή;
- Έχει πιάσει δουλειά ένας φαταούλας στη γωνία, πλημμύρισε ένας βόθρος...
- Αάααχ, ανάσανα!...

Μετα-φαταούλας (από Vrastaman, 15/11/08)"Τα σκατά σας είναι ψωμί και βούτυρο για μένα". (από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζεστό υγρό. Κυριολεκτικά μιλώντας. Όταν ένα άλλο υγρό (πόσιμο) είναι χλιαρό ενώ θα έπρεπε να είναι παγωμένο ή τουλάστιχον κρύο ρε παιδάκι μου και θυμίζει από πλευράς θερμοκρασίας την κίτρινη ουσία που αφήνουμε το πρωί στην τουαλέτα, το λέμε κάτουρο. Επίσης και κλύσμα ώστε να έχουμε πιάσει όλες τις κάτω εξόδους.

Κατ' εξοχήν ποτά που αν είναι κάτουρο απλά δεν πίνονται είναι η Κόκα Κόλα και τα κλασικά μπυρίτσουαλς.

- Ποιανού είναι η κοκακόλα ρε μάγκες;
- Δικιά μου, πιες.
- (γκλου, γκλου, γκλου) λιαξ αρακατάνγκ ρε πούστη μου. Σαν κάτουρο είναι... Πόσες ώρες είναι εδώ πάνω;
- Νομίζω προχθές το βράδυ την άνοιξα.
- ...

...σερβίρεται κατεξοχήν στα κατσιμηχεσω μαγαζά (από xalikoutis, 23/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified