Further tags

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες κακαράντζας:

Α. Ζωικής προέλευσης

Πρόκειται για τα σφαιρικά χέσματα κατσικιδίων ή λαγών που πολλοί αγαθιάρηδες βορειοευρωπαίοι παραθεριστές συχνά γεύονται, θεωρώντας ότι πρόκειται για κάποιο καρπό της Ελληνικής γης.

Β. Ανθρώπινης προέλευσης

Πρόκειται για κεφτεδάκι μύξας που πλάθει ο κακαδέμπορας με τον δείκτη και τον αντίχειρά του. Στα πρώιμα στάδια μυξαρίσματος, η κακαράντζα είναι πρασινωπή, κολλώδης και φέρει χαρακτηριστική εσάνς μπίχλας. Μετά από αρκετή επεξεργασία, παγιώνεται και αποκτά την φαιοπράσινη πολυμερή υφή ενός μικρoύ μετεωρίτη. Μερικοί τις τρώνε.

Πολλοί τολμηροί ανασκαφείς δεν αρκούνται στην μυτόγκα τους. Αξιοποιούν υλικά από άλλα απόκρυφα σημεία του σώματος, παράγοντας τετηγμένα σφαιρίδια τύρου, περιοδικού σπληναντέρου, καρκαμάντζας, ταρζανιδίου, κ.α. Οι πραγματικοί connoisseurs ανατρέχουν στην αφαλοκρηπίδα για τον περιζήτητο για τις πλούσιες ουρδικές του ουσίες ομφάλιο βρώμο.

Πιθανώς εκ του κάκαδο < καίω.

- Κάτω υπήρχαν αρκετές φρέσκες κακαράτζες, απόδειξη ότι εδώ την νύκτα βοσκά κάποιος λαγός.
(από εδώ)

- Πολλές φορές το γάλα, το γιαούρτι και το τυρί μυρίζει άσχημα και τούτο οφείλεται και στην κακαράντζα ή κακαρέντζα, που είναι το αποπάτημα των γιδιών και προβάτων. Οι βοσκοί αρμέγουν τα γιδοπρόβατά τους δυο - τρεις φορές το εικοσιτετράωρο και μια από αυτές πέφτει το πολύ πρωί, πριν φέξει. Έτσι, πάνω στον κουβά που αρμέγουν, πολλές φορές αποπατούν τα ζωντανά τους.
(από εδώ)

- Οι καλά επεξεργασμένες κακαράντζες εκσφενδονίζονται σε ανυποψίαστο στόχο με χαρακτηριστικό τίναγμα των δακτύλων. Μερικές βρωμαντικές ψυχές προτιμούν να τις φυλάνε στην πολύ προσωπική τους συλλογή εκπλήξεων και μεζέδων. 'Αλλοι τις τρώνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είναι το γαλλικό portemanteau, η κρεμάστρα-έπιπλο ύψους περ. 2 μέτρων όπου αφήνεις το παλτό σου και το καπέλο σου μπαίνοντας μέσα στο σπίτι.

Ασίστ Μες και Έλεκτρον από το λήμμα το «καθώς μπαίνεις».

Δεν γνωρίζω γιατί λέγεται έτσι. Μάλλον γιατί με τα παλτά κρεμασμένα πάνω του δείχνει για καλόγερος.

  1. Καλόγερος είναι και ένα μεγάλο σπυρί που βγάζει ο άνθρωπος και πονάει πολύ. Αντιμετωπίζεται καλύτερα με χειρουργείο.
  1. - Λέω να αγοράσω έναν καλόγερο.
    - Τι πασέ χρυσή μου...

  2. - Πάω να μου σφάξουν τον καλόγερο.
    - ;;;
    - Στο χειρουργείο ρε ούφο, να βγάλω το σπυρί.

Got a better definition? Add it!

Published

Εκείνος που έχει μικροσκοπικά μπαλάκια (αρχίδια).

- Ποιος κατούρησε στην λεκάνη;
- Ο γαταρχίδας ο Σιλβής που τα αρχίδια του είναι σαν κεράσια.

ε, όχι και μικρά μγμσ! Και μια ουρά να! (από BuBis, 04/10/09)(από Vrastaman, 05/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και έτσι, τα χοντράδια.

Ενδιαφέροντες συνειρμούς δημιουργεί η λέξη πουριτανός.

- Πω, πω, έχω τρεις μήνες να γαμήσω και ζαλίζομαι από την αγαμία.

- Γιατί δεν τραβάς μια παχιά να φύγει το πουρί να ξελαμπικάρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φόλα λέγεται ένα πολύ κακής ποιότητας φαγητό ή βρώμικο που μας κάνει αφού το φάμε να βγάζουμε τ΄άντερά μας. (Παρ.1)

Για την ιστορία, η δραστική ουσία της φόλας είναι η αντιπηκτική ουσία κουμαρίνη ή βαρφαρίνη που οδηγεί το δύστυχο τετράποδο που την καταναλώνει σε εσωτερική αιμορραγία και θάνατο. Ο μύθος θέλει τον Ιωσήφ Στάλιν να έχει δηλητηριαστεί και υποστεί το μοιραίο εγκεφαλικό επεισόδιο από φόλα.

Επίσης, φόλα σημαίνει και «πάρα πολύ», «σε υπερθετικό βαθμό». (Παρ.2)

  1. Όλη νύχτα έφτυνα το συκώτι, τη σπλήνα και τη χολή μου, με τη φόλα που φάγαμε στην καντίνα.

  2. Αποκλείεται να ψήφισε άλλο κόμμα! Είναι φόλα ΚΟΔΗΣΟ από τα γεννοφάσκια του, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για πορδή πολύ ηχηρή, απότομη, αναπάντεχη. Ετυμολογείται από τις φερώνυμες χειροβομβίδες που έχουν στόχο όχι τόσο τον τραυματισμό (αμυντικές, επιθετικές), αλλά το νταβαντούρι και τον εκφοβισμό.

  1. Εκεί που καθόμασταν αφήνει ο Μήτσος μια κρότου-λάμψης, τρομάξαμε.

  2. Πάνω που σαλιαρίζαμε με την Τόνια, αφήνει μια κρότου-λάμψης, με ξενέρωσε τελείως!

χειροβομβίδα κρότου-λάμψης (από panos1962, 01/11/09)Πορδή flashbang (από panos1962, 01/11/09)Σχετικό προειδοποιητικό σήμα (από panos1962, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια λέξη με πολλαπλά νοήματα, όλα όμως με κοινή προέλευση το μυθιστορηματικό ήρωα Ταρζάν.

Σύντομη βιογραφία:
Οι γονείς του Ταρζάν (κατά κόσμον Τζον Κλέιτον ο 3ος) ήταν ευγενείς αγγλικής καταγωγής. Κατά τη διάρκεια ενός θαλάσσιου ταξιδιού έπεσαν θύματα ανταρσίας και εγκαταλείφθηκαν σε μια ακτή της Αφρικής. Ο Τζον έχασε τους γονείς του σε ηλικία ενός έτους και στη συνέχεια υιοθετήθηκε από μια φυλή πιθήκων. Σε μεγαλύτερη ηλικία γνώρισε τη Τζέιν (η οποία είχε βρεθεί εκεί με τον ίδιο τρόπο), την ερωτεύτηκε και στη συνέχεια εγκατέλειψε την Αφρική για να την αναζητήσει στην Αμερική. Αργότερα επέστρεψαν μαζί στη ζούγκλα όπου εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος από τις περιπέτειες του Ταρζάν.

Στο θέμα μας:
Μεγαλώνοντας στη ζούγκλα, ο Ταρζάν αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στους κινδύνους της φύσης και ανέπτυξε σε μεγάλο βαθμό κάποιες δεξιότητες, ενώ εξαιτίας της απουσίας ανθρώπων... ας πούμε απλά ότι σε άλλες έμεινε πίσω. Εκτός από τα σωματικά προσόντα του, ο Ταρζάν είναι γνωστός και για την ικανότητά του να επικοινωνεί με πληθώρα άγριων ζώων, καθώς και για τον πρωτότυπο τρόπο μετακίνησής του, κρεμάμενος δηλαδή από τα υπερμεγέθη κλαδιά και πηδώντας από δέντρο σε δέντρο.

Η λέξη ταρζανάκι μπορεί να αναφέρεται σε πρόσωπα ή πράγματα τα οποία παρουσιάζουν έντονα κάποιο κοινό χαρακτηριστικό με τον Ταρζάν.

Έχουμε και λέμε:

1) Πρόσωπα:
α) Ταρζανάκια χαρακτηρίζονται τα μικρά, αεικίνητα και ενοχλητικά παιδάκια εξαιτίας των (συγκρίσιμων με αυτές του Ταρζάν) ικανοτήτων τους στο τρέξιμο και το σκαρφάλωμα. Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης η ανάγκη τους να βγάζουν άναρθρες κραυγές σα να προσπαθούν να ακουστούν σε ολόκληρη τη ζούγκλα και η παντελής έλλειψη επικοινωνίας με τους ανθρώπους. Χρησιμοποιείται και από τις μαμάδες τους σε πιο γλυκό τόνο.

β) Ταρζανάκι αποκαλείται από την κοπέλα του (κατ' ευφημισμόν και μόνο μπροστά στις φίλες της) ο βρωμιάρης, ατημέλητος και άξεστος τύπος, σε μια προσπάθεια της ταλαίπωρης να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Εκτός από τις προφανείς ταρζανικές ιδιότητές του, το ταρζανάκι αυτό εμπεριέχει και την κρυφή ελπίδα της κοπέλας του να μπορέσει (ως άλλη Τζέιν) να τον φέρει πιο κοντά στον πολιτισμό.

2) Πράγματα:
Ταρζανάκι μπορεί να αποκαλεστεί χαϊδευτικά οτιδήποτε θυμίζει ταρζανικά χαρακτηριστικά, όπως π.χ. ένα ευκίνητο αυτοκίνητο πόλης που υστερεί σε ανέσεις.

3) Κουράδες:
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του υπολείμματος κουράδας το οποίο, αρνούμενο πεισματικά να μας αποχωριστεί, αγκιστρώνεται σε μια απέλπιδα προσπάθεια στην πλησιέστερη τρίχα. Αν δεν έχει ήδη γίνει ξεκάθαρο το γιατί καλείται ταρζανάκι, διαβάστε ξανά το κομμάτι πάνω στον αγαπημένο τρόπο μετακίνησης του Ταρζάν.

1) Πρόσωπα
α) «Έχω τρελό πονοκέφαλο... Πήρα το ανήψι μου στην παιδική χαρά και μου έβγαλε την Παναγία. Αν τα δικά μου βγουν ταρζανάκια θα τα δώσω σε κάνα ίδρυμα.»

«Λέμε για Σπέτσες το τριήμερο της Πρωτομαγιάς, μάλλον χωρίς το ταρζανάκι μας!»

β) - Ώρες-ώρες απορώ πώς τον ανέχεσαι. Πώς περιμένεις να φροντίζει εσένα όταν δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του; Εγώ στη θέση σου θα ντρεπόμουν να τον κυκλοφορώ. Ξέρεις τι λένε πίσω απ' την πλάτη σου;
- Δε με νοιάζει τίποτα. Αν τον ήξερες κι εσύ τόσο καλά όσο εγώ θα έβλεπες ότι το ταρζανάκι μου είναι το πιο γλυκό πλάσμα του κόσμου!

2) Πράγματα
«Πλάκα πλάκα θα δώσω πάνω από 1000 ευρώ για το ταρζανάκι μου μιας και ήρθε και η ασφάλεια αλλά χαλάλι του!»

3) Κουράδες
«Πίστεψα ότι ήταν κουράδα τεφλόν και έφυγα ασκούπιστος, αλλά τελικά μερικά ταρζανάκια με έστειλαν σπίτι για αλλαγή.»

(από Iasonas, 14/12/09)μια ατυχής στιγμή με τη Τζέιν (από Iasonas, 14/12/09)

Για το 3. δες και ταρζανίδιο και ταρζανέλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χνουδοσυσσωμάτωση δημιουργούμενη είτε:

α) σε βαθείς αφαλούς, εξαιτίας της πολύωρης αλληλεπίδρασης με μάλλινη ένδυση, ή

β) στα πέλματα και τις κοιλότητες των δακτύλων των ποδιών, οφειλόμενη στις καινούριες κάλτσες.

Μπορεί να γενικευτεί για οποιαδήποτε βρώμα σε μορφή χνουδιού.

Πρέπει να βάλω καμιά σκούπα αλλιώς σύντομα τα μπάμπαλα θα φτιάξουν μοκέτα.

Βλ. επίσης ομφάλιος βρώμος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται κοινώς για την κολόνια ή το άρωμα ή γενικώς ό,τι χρησιμοποιείται στον αρωματισμό του σώματος (ή και στόματος) με σκοπό την εξουδετέρωση της κακοσμίας / δυσοσμίας / μπόχας.

- Ρε συ οι μασχάλες σου μυρίζουν σαν παστουρμάς, πώς θα βγεις έξω;
- Α μην σε απασχολεί, θα βάλω λίγη ξεβρωμίστρα και τελείωσε η υπόθεση.

Βλ. και γαλλικό ντους

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified