Εύηχο αλλά και χρησιμοποιήσιμο ρήμα για να δηλωθεί πως κάποιος αερίστηκε...

Πάλι την αμόλησες ρε βρωμόκωλε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αιφνίδια κατάληψη από ακατάσχετη διάρροια.

Προέρχεται ως προς την εικόνα, από τον παραλληλισμό σοκολατούχου γάλακτος γνωστής μάρκας και του χρώματος και υφής των κοπράνων του ατυχήσαντος.

Συνώνυμα: τσίρλα, τσιρλιπιπί, ζουμί, θόλωσα τα τζάμια, μου φύγανε με πίεση, τα γιόμισα, ευκοίλια, διάρροια, κόψιμο, μ' έχει κόψει, κλάνω φακές, με πήγε σερπαντίνα, έχω ασχημάτιστες κενώσεις.

Αγγλιστί: (I've got the) leak, runs. Ιταλιστί: Ho il cagotto
Ισπανιστί: Tengo la cagalera

- Ρε γαμώτο, δεν έφερα ν' αλλάξω ο μαλάκας, κι έμεινα με το μαγιό και στέγνωσε πάνω μου όλη μέρα.

- Ντάξει μωρέ, καλοκαιράκι είναι ...

- Τί ντάξει ρε παπάρα σου λέω, έχει βάλει και κρύο και μ' έχει πάει μίλκο απ' το πρωί. Έχει εδώ κάνα περίπτερο να πάρω καμιά κόκα-κόλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νομίζω είναι προφανές τι ξύνει αυτός στον οποίον αναφέρεται η έκφραση, οπότε το προσπερνάμε...

Λέγεται για αρχιτεμπέλαρους, που αφοσιώνονται στο να μην κάνουν τίποτα ή στο να κάνουν κάτι αμφιβόλου σημαντικότητας και σημασίας.

Λέγεται τόσο για άντρες όσο και για γυναίκες, γιατί συχνό φαινόμενο αποτελεί η φαγούρα στο επίμαχο σημείο και στους δύο.

  1. -Βρήκε δουλειά ο αδερφός σου;
    -Σιγά μην έβρισκε... Αφού βαριέται που ζει ο άνθρωπος, κάθεται όλη μέρα σπίτι και το ξύνει και βαριέται να κουνήσει το δαχτυλάκι του ποδιού του.

  2. -Σταμάτα να το ξύνεις όλη μέρα στον υπολογιστή, βγες λίγο έξω, πήγαινε καμιά βόλτα...
    -Όχου, δε μας χέζεις ρε Νταλάρα!

Βλ. και ξύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλάνω, πέρδομαι, την αμολάω, την απολάω. Με αυτή την έννοια συνήθως στον αόριστο: την άφησα. Η έκφραση προήλθε με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος (που ή θα το ακούσεις ή θα το μυρίσεις ή και τα δύο, αλλά να μην το καταλάβεις μάλλον σπάνιο). Λογιότερος τύπος: την άμφησα (< Άμφισσα).

  2. Γαμάω, συνουσιάζομαι, ρίχνω πούτσα, τον/την ακουμπάω, τραβάω μανίκι κ.τ.τ. Η έκφραση προήλθε ωσαύτως με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος. Με αυτή την έννοια η αντωνυμία-αντικείμενο μπορεί να είναι και σε αρσενικό γένος: τον αφήνω, ενώ δέχεται συχνά και έμμεσο αντικείμενο (της/του/τους).

  1. -Πω-πω μπόχ(λ)α!
    -Κάποιος την άφησε, φαίνεται.

  2. -'Ντάξ' με το μανούλι; Το γλέντησες;
    -Ρε της τον άφησα κανονικά, τι μας πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει την αιφνίδια κατάληψη από ακατάσχετη διάρροια.

Παρά το φαινομενικά οξύμωρο του ορισμού (μιας και το τσιμέντο είναι από τα πιο σκληρά υλικά), είναι προφανής η ομοιότητα της υφής του τσιμέντου που πέφτει από την μπετονιέρα με την υφή των ασχημάτιστων κενώσεων που πέφτουν στη λεκάνη.

Συνώνυμα: με πήγε σερπαντίνα, με πήγε μίλκο, τσιρλιπιπί, κόψιμο

- Φίλε, μπόμπα το hotdog που χτυπήσαμε χτες βράδυ! Κρίμα που δεν πήραμε και δεύτερο...
- Καλά ρε, είσαι σοβαρός; Εδώ ένα έφαγα και ξύπνησα μες στον ύπνο μου...
- Γιατί ρε; Σε πόνεσε το στομάχι σου;
- Ποιο στομάχι ρε συ; Με πήγε τσιμέντο...!!! Όλο το βράδυ στην τουαλέτα την έβγαλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παθαίνω διάρροια βαρέας μορφής.

Μεταφορικά σημαίνει ότι έπαθα κάτι άσχημο ή αντιμετώπισα μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Προέρχεται πιθανότατα από το άνοιγμα των φύλλων του μαρουλιού που προσομοιάζει το άνοιγμα του ανθρώπινου σφιγκτήρα.

- Σ' άρεσαν τα πιτόγυρα που φάγαμε χτες;
- Ουουου! Όλο το βράδυ με πήγε μαρούλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή αχαμνοξύστης. Ότι προτιμάτε :)

Ξύνω χαμηλά (κοινώς στα άχαμνα). Είμαι δηλαδή ξυσαρχίδας. Φυσικά, δεν χρειάζεται να είμαι ΔΥ για να τα ξύνω.

Είναι η πιο ευγενική εκδοχή, καθώς δεν περιλαμβάνει το "πρόθεμα" αρχιδ-

Οι φοροχωροφύλακες χρειάζονται ζεστό αίμα (ευρώ) για να πληρώσουν τα δανεικά στα αφεντικά τους, τα χιλιάδες ρουσφέτια, τους δεκάδες χιλιάδες αχαμνοξύστες και τις προεκλογικές σπατάλες της κάθε κυβέρνησης, αλλά μένουν με τα ντουβάρια στο χέρι (βλ. κτήρια Γαβαλά σε Κολωνάκι και Κορωπί (*))

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφήνω κλανιά.

Για τα ζώα μπορεί να σημαίνει κάτουρο, κουτσουλιά κλπ.

Τι μυρίζει έτσι; Ποιος την αμόλησε;

Ρε δε σού 'πα να προσέχεις τον σκύλο; Την αμόλησε στο χαλί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον πίνω / τον ήπια (κανονικά): Έκφραση που, αν και παραπέμπει σε προστυχιά, τις περισσότερες λέγεται για περιπτώσεις παταγώδους αποτυχίας ή μεγάλης ζημιάς, νίλας.

Δεν είναι σαφές σε τι αναφέρεται η αντωνυμία «τον», αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι πρόκειται για σεξουαλικό υπονοούμενο.

Για πιο εμφατική χρήση της έκφρασης χρησιμοποιείται και η λέξη «κανονικά», όπως στο πρώτο παράδειγμα που ακολουθεί.

  1. -Πώς πήγε ο αγώνας μπάσκετ χθες;
    - Τον ήπιαμε κανονικά, οι αντίπαλοι μας γάμησαν στα τρίποντα και εμείς καθόμασταν σαν μαλάκες και το ξύναμε... Ήμασταν να μας κλαίνε οι ρέγγες.

  2. Αφού η εταιρία του τον ήπιε μετά το σκάνδαλο, αποφάσισε να την κλείσει.

Βλ. και την πίνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει φάει ληγμένη ή χαλασμένη τροφή με τα γνωστά αποτελέσματα. Αρχικά ηχηρές εκφυσήσεις βρωμούχων αερίων από την περιοχή του παχέος εντέρου (πορδές) και ύστερα ευκοίλια (το λεγόμενο τσιρλόζουμο).

Βλ. επίσης με πήγε σερπαντίνα.

- Πω μαλάκα δεν ξανατρώω από τον βρωμιάρη τον Γιώργο. Για τον πούτσο κρέας έχει...
- Γιατί ρε μαλάκα; Τι έπαθες;
- Παραγγείλαμε χθες που είχε τον αγώνα και πήρα 2 σουβλάκια και κάτι άλλα. Ε και μετά από κανά 2ωρο τι να σου λέω. Εκεί που καθόμουν στον καναπέ είχα γαμηθεί να κλάνω. Και με πιάνει μια σουβλιά και τρέχω σφαίρα στην τουαλέτα. Με πήγε ζάρι... Άσε ρε με το γύφτουλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified