Selected tags

Further tags

Όταν η μεθυστική μυρωδιά των κλανιών σε οδηγεί να κάνεις τον σταυρό σου για να φύγει η μπόχα.

Τέτοιος μπουχέσας που έχει γίνει από το πολύ φαΐ έτσι και μπεις στο ασανσέρ μαζί του θα σε πιάσει κλασοκατάνυξη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Koelreuteria paniculata & Κοelreuteria apiculata. Μικρού έως μεσαίου μεγέθους δέντρο που απαντάται σε αρκετά μέρη του κόσμου. Λόγω της oμοιότητάς του όταν ανθοφορεί με εκείνη της χρυσής βροχής πήρε την ονομασία «golden rain tree».

  2. Από την αγγλική «golden rain» ή εναλλακτικά «χρυσό ντουζ»(golden shower) από το χρυσαφί χρώμα προφανώς που έχουν τα ούρα. Πρόκειται για παραφιλία. Στην ψυχολογία και σεξολογία, παραφιλία είναι η σεξουαλική διέγερση που προκαλείται από ενέργειες ή καταστάσεις που δεν σχετίζονται άμεσα με τον συνηθισμένο τρόπο σεξουαλικής συνεύρεσης. Κατά την Wikipedia υπάρχουν κλινικά 8 μεγάλες μορφές παραφιλικής συμπεριφοράς: Ι. Επιδειξιομανία ΙΙ. Φετιχισμός ΙΙΙ. Εφαψιμανία ΙV. Παιδοφιλία/Παιδεραστία V. Σαδισμός VI. Μαζοχισμός VII. Παρενδυσία VIII. Ηδονοβλεψία.

Έχουν καταγραφεί επίσης περισσότερες από 100 περιπτώσεις που δεν προσδιορίζονται αλλού, μεταξύ αυτών και η Ουρολαγνεία αγγλιστί «pissing» στην οποία ανήκει η «χρυσή βροχή» (golden rain) η διέγερση δηλαδή με τη θέα, οσμή ή κατάποση ούρων. Ιδιαίτερη μνεία στην ουρολαγνεία γίνεται σε γράμματα και βιβλία του Μαρκησίου ντε Σαντ.

Στις 4 Οκτωβρίου του 1779 γράφει χαρακτηριστικά προς τον υπηρέτη του Martin Quiros(La Jeunesse):

« [...] It is true that I act like a bulldog, and when I see all that pack of curs and bitches yelping around me, I just lift a leg and I piss on their noses... »

Στο βιβλίο του «120 ημέρες στα Σόδομα» γράφει:

« [...] by God yes, you'll piss in my presence and, what's worse, you'll piss upon me [...] off you go my little one piss cried he, flood my prick with that enchanting liquid whose hot outpouring exerts such a sway over my senses. Piss, my heart, care not but to piss [...] »

  1. - Κοίτα κάτι πορνίδια που κάθονται απέναντι μας. Τατουάζ απ' το μπούτι μέχρι την πλάτη και βαμμένες κάργα. Να τις γαμάς και να τις χύνεις ασταμάτητα. - Να τις γαμάς, να τις χύνεις και να τους κάνεις και golden rain στη μάπα! Τέτοια καριολοπούτανα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ξερνάς τα άντερά σου, και κατ' επέκταση ό,τι είναι εμετικό και αηδιαστικό, λ.χ. εμφάνιση, δηλώσεις, συνήθειες, φυλλάδες κ.ά. Αγαπημένη λέξη στο ιδιόλεκτο του Mikeius.

1. Τι ξερνάντερο είναι πάλι ετούτο; Η επιλογή της φωτογραφίας είναι τυχαία, αλλά έχει γεμίσει ο διαδυκτιακός τόπος με τέτοιες μαλακίες...

2. Αυτό που έχει σημασία στην προκείμενη, είναι το αποτέλεσμα: Αυτό που αποκαλούμε «μόδα» ευθύνεται για ότι ξερνάντερο (clopyright by Mikeius) βλέπουν τα μάτια μας και θέλουν να βγάλουν πηχτή βλέννα από τους δακρυγόνους αδένες.

3. τοσο πολυ σιχαμενος.τι φυλλαδα ειναι αυτη.τι εμετιλα,τι ξερναντερο μονο που δε μας βριζει επειδη θελουμε αυτη την επιθετικουρα -ηγετη στην ομάδα.

Στο 1.17. (από Khan, 12/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για τη σκατόβουρτσα ή αλλιώς τη μεγάλη οδοντόβουρτσα... Κάποιοι το αποκαλούν και κουραδοφονιά!

- Πω ρε Τάκη μια κουράδα που έβγαλα!!! Άφησε και αποτυπώματα!! Έλα να δεις!!!
- Τι να δω ρε μαλάκα; Πάρε το πιγκάλ να την καθαρίσεις! Έρχεται η μάνα μου σε λίγο!!

(από Ladysapia, 13/04/14)Place pigalle, Paris (από gaidouragathos, 14/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση που γίνεται από άτομο το οποίο μόλις έκλασε και θέλει να παρακινήσει τους συνευρισκόμενους να μυρίσουν την ευωδιά. Γκαραντί πιάνει.

-πρρτσςςςςςς... Ωπ! Ποπ-κορν μου μυρίζει;
βαθιά αναπνοή... -Έλα ρε σιχαμένε...

(προσέξτε, έδωσα έμφαση στο Σ για να φανεί πως είναι τζούφια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρώμα και ιδίως η αναδυόμενη εκ της μασχάλεως.

Όποιο κουνούπι πλησίαζε τη μασχάλη του, πέθαινε ακαριαία από τη ζγόρτζα του.

Βλ. και σκόρτσα, σκάρτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον πατέρα μου, ήξερα τον όρο «χεσαμόλη, η» που, κυριολεκτικά, σήμαινε ένα αχταρμά από διάφορες ποικιλίες και ποιότητες σκατών, με διάφορες χρήσεις. Από το «χέσαμ(ε) όλοι».

Παρόμοια και «η χυσαμόλη», αλλά τότε η οικιακή σλανγκ ήταν πιο πολύ κοπρική παρά σεξουαλική.

Περιγραφή συνταγής
- Βάλαμε κόλιανδρο, μαιντανό, πιπέρι καγιέν, μπαχάρι, ...
- Βάλε και χεσαμόλη από πάνω.

Στη γυναίκα ή στον ταβερνιάρη
- Φέρε και λίγη χεσαμόλη να πιώ τό ούζο μου. (ενν. ταραμοσαλάτα ή άλλη αλοιφή)

- Πονάνε τα κόκκαλά μου
- Τρίψου με χεσαμόλη να σου περάσουν...

κλπ κλπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κατάπτωση, ο εκφυλισμός, ο εξευτελισμός, η κατρακύλα σε οποιονδήποτε τομέα του επιστητού.
    1. Σύνολο ανθρώπων ή καταστάσεων που θεωρείται ότι είναι κατώτεροι ηθικά/ κοινωνικά/ διανοητικά κλπ και ότι έχουν επιβλαβή επίδραση στους άλλους.
    2. Απανωτές ατυχείς καταστάσεις.
    3. Ως (βρώσιμη) απάντηση-πρόταση σε ενοχλητικές προσεγγίσεις.
  1. Εσένα το τρίπτυχό σου είναι Στικούδη, Παντελίδης, Πάολα και το λες μουσική εγώ πάλι αναρωτιέμαι, μέχρι πού θα φτάσει ο κουβάς με τα σκατά;
  2. Πώς έχει μπλέξει έτσι μ' αυτούς τους μαλάκες.. Δεν το βλέπει ότι έχει πέσει στον κουβά με τα σκατά;
  3. Ασε ρε συ, όλα στραβά μου πάνε τελευταία. Όλο μαλακίες. Έχω πέσει στον κουβά με τα σκατά.
  4. Ρε παπάρι, φάε έναν κουβά σκατά να ισιώσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος που τρώει τα καρκάδια από τη μύτη του, ανεξαρτήτου υφής, ξερά, μαλακά,υγρά ή ματωμένα.
Ο καρκαδοφάγος δεν αφήνει τίποτα να πάει χαμένο. Και μπαλάκια να φτιάξει τα τρώει σαν σνακ με το ουίσκι του.
Τον καρκαδοφάγο δεν τον νοιάζει αν τον κοιτάνε, μάλιστα σκαλίζει ακόμα πιο περήφανα την κακομοίρα τη μύτη του που ξεκίνησε Γαλλική όταν γεννήθηκε και έχει γίνει Αρμένικη.

-Λάκη κοίτα την μαντάμ στη στάση.
-Ποπο, παίζει τρελλό σκάψιμο, θα έχει ορυχείο στη μύτη.
-Ωπ, να και ο μεζές, ρε για στάσου, μην μου πεις;
-Το έφαγε αδελφέ.Και ψάχνει για το επόμενο με δύο δάκτυλα.
-Σωστή η κυρία. Κρυφός καρκαδοφάγος μας προέκυψε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμφιβόλου ποιότητος και προέλευσης κρέας σε σουβλατζίδικο που πιθανολογείται ότι προέρχεται από το συμπαθές αιλουροειδές.

-Λοιπόν χθες πήγα να φάω σουβλάκι στου Μπάμπη, δε ξέρω το κρέας ήταν έτοιμο να νιαουρίσει!
-Στο πα να προσέχεις! Εκεί το κρέας είναι 100% γατόπαρδος....

(από σφυρίζων, 27/06/14)

Βλ. και γατόγυρος, γκοτζίλα, κατιμάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified