Selected tags

Further tags

Νάουσα Ημαθίας. Ντοπιολαλιά που σημαίνει ρεύομαι. Πιθανόν ηχομιμητικό από τον ήχο (γκρουγκ) που κάνει ένα μεγαλοπρεπές ρέψιμο. Το ρήμα έχει και μέση φωνή, εμφανιζόμενο ως «ρουγκαλνιέμαι», ενώ παράγωγα ουσιαστικά είναι τα
α. ρουγκάλνισμα, πληθυντικός ρουγκαλνίσματα ή / και
β. ρουγκαλνιά (κλίνεται όπως η κλανιά)

- Κοκακόλα παράγγειλες;
- Έσκασα στο φαΐ, και την πήρα να ρουγκαλνίσω λίγο, να ξαλαφρώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πιστή στην φροϋδική θεωρία περί γλώσσας λανθάνουσας, θεωρώ ότι ουχί τυχαία η αρχιδίλα αναρτήθηκε με κεφαλαίο Α- στο Δ.Π. από τον συνάδελφο συσλανγκιστή BuBis, πλην αλλ' όμως οφείλω να την υποβιβάσω και να την αναρτήσω στο καλό με μικρό, πρώτον επειδή, εκτός εξαιρέσεων, δεν δεχόμαστε κεφαλαία εμείς εδώ στο σλανγκρ, δεύτερον επειδή, ε, όσο και νά'ναι, η αρχιδίλα δεν μπορεί να συγκριθεί με τη μουνίλα κι ας ανήκει στο ισχυρό φύλο. Καλό γι' αυτήν.

    Την αρχιδίλα λοιπόν γνωρίζουν καλά όσες γυναίκες έχουν κατέβει χαμηλά σε αυτή τη ζωή, έχουν δηλαδή φτάσει εκεί όπου ο άντρας δεν μπορεί να σκύψει άλλο. Αυτά, βέβαια, υπό Κ.Σ., καθότι ως γνωστόν υπάρχουν και άντρες που έχουν βρεθεί εκεί, καθώς και γυναίκες που δεν βρέθηκαν ποτέ και ούτε πρόκειται (λεσβίες, αγάμητες, ξενέρωτες, πουτσοφοβικές, οι μαμάδες μας οι καημένες πολύ πιθανόν, και άλλες).

    Η αρχιδίλα είναι μια ύπουλη οσμή που δεν εντοπίζεται εξ' αποστάσεως. Μπορεί βέβαια να περάσει στο τζην που έχει να πλυθεί κάτι βδομάδες, αλλά και πάλι είναι ακαθόριστο το αν πρόκειται περί αρχιδίλας ή περί της γνωστής μπόχας του ρούχου αυτού όταν έχει τσακωθεί με τα σαπούνια.

    Είναι μια διακριτική, θα λέγαμε, μυρουδιά, η οποία όμως σε ξεγελάει, διότι τελικά μένει στα ρουθούνια σου. Δεν είναι απαραιτήτως προϊόν απλυσιάς. Τα καημένα τα αρχίδια, ναι, αυτά τα ανεξάρτητα κρατίδια επί του αντρικού σώματος, που κινούνται αργά ωσάν τον σαλίγκαρο, αλλά ταυτοχρόνως αλλοπρόσαλλα και ακατάπαυστα, ανεξαρτήτως του αν ο φέρων αυτά είναι έγκαυλος ή όχι (πολύ αστείο πράμα αυτό ομολογουμένως), τα αρχίδια λοιπόν δεν είναι κάτι το βρωμερόν και τρισάθλιον, δεν εκκρίνουν τίποτε το δύσοσμο, δεν μαζεύουν τυρί τόσο εύκολα όσο ο πέοντας, έχουν όμως την ατυχία να βρίσκονται στα σκοτάδια του Ερέβους και κει μέσα δεν αερίζονται όπως θα έπρεπε. Στριμώχνονται από στενά παντελόνια και σκληρά συνήθως υφάσματα, ζουλιούνται από τις ραφές, υπερθερμαίνονται από το καθισιό ή την καθιστική εργασία (και εκδικούνται ωσεκτουτού τον άντρα με στειρότητα), άρα επομένως συνεπώς όλο και αναδίνουν κάποια παραπανίσια μυρουδιά. Ακόμα και μετά το σαπούνι, παρόλο το διακριτικό της οσμής τους, την καταλαβαίνεις.

    Έχει κάτι από τη μυρουδιά του σπέρματος, κάτι από τη μυρουδιά του δέρματος, είναι ήσυχη και υπόκωφη, τεσπα είναι ακαθόριστη και ανάμικτα συμπαθητική και απωθητική. Προσώπικαλυ δεν έχω ιδέα τι γίνεται με την περίπτωση των αποτριχωμένων αρχιδιών, η ζωή δεν μου έχει διδάξει τόσα... Κάποιος /-α όμως που πιθανόν να ξέρει ή να έχει ακούσει, παρακαλώ να μας πει αν μυρίζουν το ίδιο ή όχι.

  2. Συνώνυμο της μπακουριάς, του αρχιδόκαμπου.

  1. Πάμε να φύγουμε, πολύ αρχιδίλα μυρίζει εδώ μέσα...

  2. Πάμε να φύγουμε, πολλή αρχιδίλα έχει μαζευτεί εδώ μέσα...

(από nick, 04/08/09)(από nick, 04/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω επίσημη δικαιολογία σήμερα για την σκατολογική μου αναφορά, να με συγνωμείτε δηλαδής, αλλά έπρεπε να κάνω προσθήκη ορισμού στο λήμμα αυτό, καθότι αναφερόταν μόνο στον εμετό και χρειάζομαι και την άλλη του σημασία για ένα λινκ που ετοιμάζω...

Ρουκέτα λοιπόν εστί μεταξύ άλλων η αιφνίδια αποβολή υγρών περιττωμάτων από του πρωκτού, οφειλομένη σε κάποια ίωση, ή σε κάποια δηλητηρίαση, πιθανόν δε και σε απλή βρώση καθακρτικών εδεσμάτων (κολοκυθάκια, μελιτζάνες, φρούτα και λαχανικά γενικώς). Η σωματική αυτή στιγμή αποκαλείται σλανκγιστί «ρουκέτα» διότι θυμίζει την εκσφενδόνιση της ρουκέτας από του στομίου του εκτοξευτήρος της.

Το είπα πολύ ευγενικά, νομίζω.

Τομπούστη, τι σκατά πάλι είχε φάει... όλη νύχτα ήταν στην τουαλέτα και αμόλαγε ρουκέτες, το σίχαμα...

Houston Rockets (από allivegp, 03/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης, ως κρυφή μπορεί να νοηθεί η κρυφή πορδή, γνωστή και ως υπόκωφος η αναισθησιογόνος. Πρόκειται για την πλέον ύπουλη πορδή, αφού δεν κάνει ήχο, αλλά τα αποτελέσματά της είναι ακόμη περισσότερο ολέθρια!

Πηγή (του σημαίνοντος, όχι του αντικειμένου αναφοράς): Vrastaman.

Παραμένει το ίδιο:

- Αχ αυτές τις κρυφές να φοβάσαι, αγάπη μου, αυτές τις κρυφές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκατίν ονομάζουμε την αποπνικτική μίξη των ακόλουθων αερίων:

  • Σκατίλα.
  • Κωλίλα.
  • Σπρέι με άρωμα αγριοκέρασο (και μάγουλο βερίκοκο).

    Το παραπάνω συνονθύλευμα κάνει τον χρήστη της τουαλέτας, που χέζει και νομίζει ότι το σπρέι θα καταπνίξει τη σκατίλα, να κρατάει την αναπνοή του ώσπου να βγει έξω από το WC. Το καλοκαίρι ειδικά το αέριο Σκατίν δεν αντέχεται με τίποτα!

Η λέξη παράγεται από τις λέξεις: Σκατά και Σαρίν.

(Ο Παναγιώτης βγαίνει απο την τουαλέτα με γαλήνιο ύφος, σφυρίζοντας)
Τάκης: Επιτέλους βγήκες!(πάει μέσα)
Παναγιώτης: Ωχχ... θα τη μυριστεί τη δουλειά.
Τάκης: Ρε μαλάκα! Βρομάει Σκατίν εκεί μέσα! Τι το ήθελες το Γκλέιντ!

Shoko Asahara (μπουχέσας Ιάπων) (από Vrastaman, 31/07/09)Σφαγή του Κατυν (από Vrastaman, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ωραιότατα διακοσμητικά κακάδια της μύτης ή τα κομμάτια κεριά των αυτιών –που η κιτρινίλα και η ωρίμανση ταυτίζεται με αυτήν των κεριών εκκλησίας– που ξεπροβάλλουν ευθύς μόλις φτάσεις κοντά στον θησαυρούχο τυροβρωμίκουλα.

- Μαλάκα δεν ξαναπατάω χημεία...
- Γιατί ρε;
- Άσε ρε με τον βρωμιάρη έρχεται αράζει δίπλα μου, και ο κρυμμένος θησαυρός της μύτης του βγάζει μάτι. Άσε που προχθές τον ξέθαψε και μου άφησε και μερίδιο στην πλάτη!!!!

Δες και ψάχνω για θησαυρό στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκατά με κρεμμύδι, στα Aρβανίτικα. Σαν τα: «σκατά με ρίγανη», «σκατά με φράουλες» και «σκατά με καλαμπόκι» στα ινδιάνικα.

Πάει να πει:

  • Το τίποτα: το κρεμμύδι φτηνό, τα σκατά τζάμπα, θα τη βολέψουμε και σήμερα. Τσιγαρίζουμε για νοστιμιά.
  • Μια από τα ίδια και σήμερα, χωρίς φαντασία
  • Κακοφτιαγμένη δουλειά
  • Διορθώνω κακοφτιαγμένη δουλειά όπως-όπως
  • Μου το έλεγε ο παππούς σου όταν ήμουν μικρός και μου έσπαγε τα νεύρα, ήρθε η ώρα να στο πω κι εγώ. Χαχαχαχα! Απόλαυση! Οι χαρές της πατρότητας!

-Τι θα φάμε σήμερα μπαμπά; - Μούτι με κεπ!

Μούτι... (από joe909, 10/10/11)...με ΚΕΠ. (από joe909, 10/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συνδυασμός χοντρού, χαζού και χέστη ψευτόμαγκα.

...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθαρίζω από την κοπριά ένα μαντρί, από τις κουτσουλιές ένα κοτέτσι ή ένα κλουβί, από τα σκατά μια τουαλέτα, κλπ, κοινώς καθαρίζω έναν χώρο από τα περιττώματα που περιέχονται σε αυτόν.

Να μην συγχέεται με το ξεσκατώνω.

- Ωχ ρε πστ!, ξεσκατίζει ο Μανόλης το μαντρί και έχουμε μποχιάσει όλοι, το κέρατό μου το τράγιο...

Got a better definition? Add it!

Published

Καθαρίζω από τα σκατά (δεν θέλετε να μάθετε πώς, αλλά σε όλους μας θα τύχει μια μέρα...) κάποιον που έχει χεστεί πάνω του. Ωραία πράγματα δηλαδή.

Ξεσκατώνουμε:
α. το μωρό μας,
β. τον γέρο μας,
γ. τη γριά μας,
δ. τον σκύλο ή την γάτα μας (στην περίπτωση της γάτας, μπορεί να μιλάμε απλώς για το καθάρισμα της άμμου της).

Το α. και το δ. τέσπα παλεύονται. Τα β. και γ. όμως, με τίποτα - μπλέκει και το ψυχολογικό στη μέση, βλέπετε.

Την ωραία αυτή δουλειά, η οποία μας επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις (ανάλογα με το ποιος έχει φάει τι ή με το ποιος πάσχει από τι), την κάνουμε είτε εμείς οι ίδιοι, ή κάποιος άλλος τυχερός, συνήθως γυναίκα.

Να μη συγχέεται με το ξεσκατίζω.

Αγάπη, σειρά σου σήμερα να ξεσκατώσεις τον μικρό γιατί νιώθω μια κούραση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified