Further tags

Συγκεκομμένος τύπος του εξοδούχος. Νεολογισμός που ευδοκιμεί στον ένδοξο Έψιλον Σίγμα (Ελληνικός Στρατός ντε), αυτή την κοιτίδα ανανέωσης της πατρίου ημών γλώσσης.

Γραμματικώς, είναι κατηγορηματικός προσδιορισμός, περιγράφει δλδ μια μη μόνιμη ιδιότητα του υποκειμένου, π.χ. ο Γιώργος είναι εξόδου απόψε (αλλά αύριο ποιος ξέρει, παίζει να τον φάει η μαρμάγκα και να χτυπήσει καμιά γερμανικούρα).

Διατί η συντόμευσις; Διότι στας ατελείωτας ώρας εντός του στρατοπέδου, τα κωλοφάνταρα, μη έχοντας πως να σκοτώσουν το χρόνο τους, ασελγούν επί της γλώσσας, όπως ακριβώς οι φυλακισμένοι και άλλες «ειδικές» πληθυσμιακές ομάδες. Πάνε κόντρα στην ορθοδοξία της επίσημης γλώσσας, και μεταχειρίζονται τους λόγιους τύπους της με τη δέουσα ασέβεια, όπως ακριβώς τους αξίζει: ακρωτηριάζοντάς τους.

Η φανταρίστικη ασέλγεια δεν περιορίζεται μόνο επί της γλώσσας. Ενίοτε επεκτείνεται και στο ίδιο το σώμα του φαντάρου (τατουάζ, τσαμπουκάδες, ντραγκς) ή - ακόμη καλύτερα - στο σώμα των συστρατιωτών του. Υπάρχουν διάφορα εξαιρετικά βίαια φανταρίστικα παιχνίδια για σκότωμα της ώρας, π.χ. ο περίφημος βεζίρης. Σε ακόμη πιο εξτρήμ καταστάσεις, λένε απλά πως στο στρατό ανακαλύπτεις τις κρυφές σου κλίσεις. Αλλά δε συνεχίζω μ' αυτά διότι αποτελούν αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

Και κάτι τελευταίο. Το εξόδου ακούγεται και σαν γενική του έξοδος, κι όλοι έχουμε καταλάβει τα τελευταία χρόνια πόσο πιασάρικες είναι αυτές οι γενικές που αντικαθιστούν ονομαστικές, π.χ. ο τύπος είναι παμπλούτου (αντί πάμπλουτος), η κατάσταση είναι απαλεύτου (αντί απάλευτη), αυτά που μου λές είναι απιστεύτου (αντί απίστευτα) κ.ο.κ.

(στην παραμεθόριο)

- Μαλάκα, το βρίζουμε το κωλονήσι που μας στείλανε, αλλά έχει και τα καλά του. Πήγα χτες σ' ένα μπουρδελάκι στην πόλη που μου είχαν πει, κι η κοπέλα τα έσπαγε! Το καλύτερο τσιμπούκι της πενταετίας, άσε που τέτοιο θεόμουνο δεν παίζει με την καμία να γαμήσεις σε νορμάλ φάση. - Ναι ε; Καλά, θα πάω αύριο που είμαι εξόδου να ρίξω ένα βλέφαρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Παλαιά προσφώνηση μεταξύ ομοσείρων ναυτών/πιλαφιών, που χρησιμοποιείται και σήμερα.

Εκ του κληρουχία: Σειρά κατάταξης, π.χ. Α 99 (αν πήρε 4 φορές το Ναυτικό στρατευσίμους το 1999, έχουμε Α, Β, Γ και Δ 99). Επί το λαϊκότερον χρησιμοποιείται ψευδο-αδερφίστικα ως: «Πού 'σαι μωρή κληρού;».

Κοντοκληρούχας: Kοντοσείρι, δηλ. ο Α99 είναι κοντοκληρούχας του Β99 κ.ο.κ., δηλαδή δεν υφίσταται μεγάλη διαφορά μεταξύ παλιού και νέου.

Συνήθως δημιουργεί κάποιου είδους δεσμό δια παντός (και μετά την απόλυση), ενώ κατά την διάρκεια της θητείας, ανάγεται σε σφηκοφωλιά έναντι των στραβόγιαννων, π.χ. «Λοιπόν μάγκες, οι βάρδιες θα μοιραστούν κληρουχικά», ήτοι «οι νέοι θα τις πάρουν όλες ή τις χειρότερες»...

-Ρε Κώστα, για δε λές του Σταύρου να μαζέψει τους κάβους, μη φάει κανείς καμιά σούπα ;
-Εσύ να τους μαζέψεις ρε στραβόγιαννο ! Που πά' να χώσεις τον κληρούχα μου !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτική αργκό.

Ο τσάτσος του οπλονομείου (= επιλοχάδικο στους στρατέους, δηλ. του γραφείου, που υπάρχει σε κάθε υπηρεσία και που βγάζει βάρδιες, αγγαρείες κλπ. βλ. χωσίματα). Ο τύπος αυτός έχει την εξουσία να βγάζει τις βάρδιες-αγγαρείες και (φυσικά) ευλογεί τα γένια του πρώτα και άμα λάχει και τους κληρούχες του και οι άλλοι να πάνε κατά Καπερναούμ. Να το κάνουμε και κέρματα: Αυτός δεν μπαίνει ποτέ ένδον και μοιράζει εντελώς άδικα και καμιά φορά και σκόπιμα μπαλάκια στους άλλους, με τις ευλογίες του οπλονόμου (συνήθως ανθύπα μπακαούκα). Στην ερώτηση αφελούς, τύπου: «Πώς είναι δυνατό να γίνεται αυτό;», η απάντηση είναι εύκολη.

  1. Τα πιλάφια δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν τα βύσματα,

  2. Τα πιλάφια δεν θέλουν ν' αναλάβουν την ευθύνη της διανομής χωσιμάτων, για να μην δυσαρεστήσουν τους λοιπούς ναύτες (δεν ξέρεις ποτέ τί βύσμα έχει ο άλλος) και, το κυριότερο,

  3. Δεν συμφέρει το στράτευμα η ομόνοια των στρατευμένων (βλ. Άστους να σκοτωθούνε μεταξύ τους ...)

- Είδα το χοντρό απ' το θάλαμο στον Πόρο.
- Μπα; Τί κάνει αυτή η ψυχή;
- Έγινε οπλονομόπαιδο στον Παλάσκα και τους έχει πάει αίμα όλους, ο πούστης!
- Ούου στο διάολο το κωλόβυσμααααα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Αγγαρεία, συχνάκις κακοβούλως διανεμηθείσα για πήξιμο. Χρησιμοποιείται ενεργητικώς ως: χώνω/ρίχνω μπαλάκι και παθητικώς ως: τρώω μπαλάκι.

Παράγωγα: Μπαλακοχώστης, μπαλακοφάγος, τρελό μπαλάκι, τενίστας, Γουίμπλεντον (υπηρεσία όπου βρίθουν τα μπαλάκια) κτλ.

Συνώνυμα: Χώσιμο, χώστης, χοσέ κουέρβο, χοσάδας, πήξιμο, πηξ λα μουν (και δυο χορεύουν), τρέξιμο, τρέξιμο στα 100 γκίγκα-πήξελ, τσουνάμι (έφαγα), κ.τ.λ.

Να μην συγχέεται με το «μ' έχουν κάνει μπαλάκι» (του Δημοσίου), από το οποίο μάλλον προέρχεται το ανωτέρω λήμμα, διότι αναφέρεται σε διοικούμενο που τον στέλνουν από τον Άννα στον Καϊάφα, λόγω (δήθεν) αναρμοδιότητος, παρά για σκόπιμο πήξιμο.

-Άσε, πήγα σα μαλάκας στη Β.Ε.Ν. (Βάση Ελικοπτέρων Ναυτικού) κι έχω φάει τρελλό μπαλάκι φίλος ! 3-1 με παίζει ...
-Εμ, αφού μου ονειρευόσουνα οτι θα' παιζες καθημερινή εξόδου, για να κάνεις τα μπανάκια σου στο Σχινιά. Στα' χα πεί εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο Π. Ναυτικό, έτσι αποκαλείται ο βαθμοφόρος (Δον πιλάφας), που σε χώνει γλυκά (κατά το killing me softly with his song), ήτοι σου χώνει μπαλάκι μεν, αλλά προϊούσης της ιεραρχίας, της ευγένειάς του και του γεγονότος ότι ο και ίδιος δίνει το καλό παράδειγμα εργαζόμενος σκληρά, δεν μπορείς να αρνηθείς ή να κάνεις την κορόιδα, δε.

Συνήθως, σου μιλάει γλυκά, ευγενικά, απευθύνεται στο φιλότιμό σου και χρησιμοποιεί τα ρήματα στον πληθυντικό αριθμό, στην υποτακτική και με ένα ερωτηματικό στο τέλος: «Ρε συ Χρηστάρα, να πάμε μια τα σκουπίδια έξω;» Πονηρό το πιλάφι.

- Τί γίνεται ρε ; Πήγε 3 η ώρα. Δε θα πα' να την πέσεις ;

- Τί να κάνω, έχω το γλυκοχώστη άλφα-φι σήμερα και μου' χει αλλάξει τον ανανία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Παράγγελμα που ακολουθεί το «Έι!» (δηλ. «Προσοχή!» στα στρατέικα - όπως τσουκαλέικα, βραχνέικα κτλ).

Σημαίνει: Ανάπαυσις!

Το πιλάφι δίνει το προπαρασκευαστικό παράγγελμα: Ομοχειρία - Διμοιρία - Λόχος - πλήρωμα - άνδρες κτλ (αναλόγως) και τα ναυτάκια τραβούν μια βαθιά εισπνοή (όπως γίνεται πριν την κατάποση βότκας μπόμποβας ή την παρά φύσιν συνουσία) και προτάσσουν τα φουσκωμένα από υπερηφάνεια στήθη τους (δεν κάνω πλάκα).

Ακολουθεί: Στον καιρό! (=ανάπαυσις, χαλαρώστε, ξεφυσήξτε) οπότε οι ναύτες ξεφυσούν και τα στήθη τους επανέρχονται στην κανονική τους θέση.

Στη συνέχεια εκ νέου (κλήση ανδρών αναλόγως του οργανικού τους τμήματος ως ανωτέρω): Οι ναύτες ξανακρατούν την αναπνοή τους και καπάκι: Έι! (=Προσοχή!)

Μεταφορικώς σημαίνει: Χαλάρωσε δικέ μου, όπως άλλωστε χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους νυν και πρώην ναύτες.

Τα βλαχαδερά του στρατού ξηράς, για να μην κουράζονται (sic) λένε εν συντομία ιέ! (=προσοχή) - ό! (=ανάπαυση).

Σημείωση: Στο ναυτικό μέχρι πολύ πρόσφατα (50 περίπου χρόνια), έλεγαν τα παραγγέλματα στα αρβανίτικα, δεδομένου ότι οι καλύτεροι ναυτικοί της Ελλάδας ήταν (και είναι) αρβανίτες (π.χ. απ' το Ύντρα, το Σπέτσα, Πόρο, Κούλουρη, Γαλαξίδι, Λεψινιώτες-Ελευσίνα κλπ). Βλ. έ-για μόλα / έ-για λέσα κτλ. Ένα δε απο τα επίσημα λάβαρα του Πολεμικού Ναυτικού είναι το Υδραΐικο μπαϊράκι (βλ. εμβλήματα σχολής δοκίμων). Ωστόσο, η ναυτική εκπαίδευση, όθεν και ο σχετικός τουπές των πιλαφιών, είναι εγγλέζικιας προελεύσεως.

- Πάμε ρε να δούμε τι κάνει ο Γιαννάκης στο Φ-2 (φυλάκιο) ;
- Στον καιρό ρε, αφού βλέπεις, κοιμάμαι τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Ο ατσούμπαλος ναυτάκος. Από την αλήστου μνήμης ταινία με το Μόσιο «Ο Ταμτάκος στο ναυτικό» (τύφλα να ' χει ο Λαρς φον Τρίερ ...)

Πιλάφι:
- Πού πα' ρε ταμτάκο;
Στραβόγιαννο:
- Με στείλανε να φορτώσω καύσιμα για άπαρση του Γλαύκου.
Πιλάφι:
- Δεν έχει έρθει το σήμα ακόμα. Έλα αργότερα ...

Σκηνοθεσία: Τάκης Βουγιουκλάκης (1985).  (από poniroskylo, 25/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Χιουμοριστική ερώτηση πιλαφιού, μετ' ελαφράς θυμηδίας, (διότι τί ξέρεις εσύ από φουρτούνες ...) προς ναυτάκο: «Από ποια υπηρεσία προέρχεσαι / πού υπηρετείς;»

Η ερώτηση είναι πονηρή, διότι αν έχεις κάνει καμιά γκάφα, θα πέσει τηλε-άκυρο στην υπηρεσία σου και θα τιμωρηθείς! Μπορεί όμως και να την γλιτώσεις. Π.χ. αν είσαι από πλοίο και είναι η φόρμα εργασίας σου (τζιν πουκάμισο-παντελόνι) ξεσκισμένη ή είσαι γεμάτος λάδια, σε σέβονται (σπέκια) λόγω των βαρέων και ανθυγιεινών εργασιών (αλήθεια!) που εκτελείς και δεν λένε τίποτα, ακόμη και στο γραφείο του Ναυάρχου. Αν όμως είσαι τίποτις γραφιάς και έχεις το παραμικρό ψεγάδι, δεδομένου και του στραβώματος, λόγω της ολοφάνερης βυσματικής σου ιδιότητας, παίζει να φας κάνα Σ.Εξ..

Η ερώτηση αυτή έχει σημασία μόνον εσχάτως, διότι οι ναύτες φοράνε τζόκεϊ και δεν φαίνεται η υπηρεσία τους, που άλλοτε ήτανε γραμμένη στο κούτελο (κυριολεκτικώς) - δεδομένου ότι η ασπιρίνη τους (πιλίσκος/ναυτικό καπέλο/τάπα κλπ), είχε μια μαύρη κορδέλα γύρω-γύρω, με το όνομά της.

Βέβαια, πρόσφατα οι ναύτες των πλοίων αγοράζουν μόνοι τους από τον Προμηθευτικό Οίκο Ναύτου τζόκεϊ σπέσιαλ με τον θυρεό του πλοίου τους (και καμαρώνουνε με το σύρε-κι έλα). Άσε που και να ζητήσεις κορδέλα από την υπηρεσία σου, έστω για ενθύμιο (sic), η έτοιμη απάντηση θα είναι «δεν έχουμε», «μας τελείωσαν», ''δεν μας φέρανε ακόμα« (αφού δεν παραγγείλατε) και λοιπαί ιστορίαι Ελληνικού Δημοσίου.

Σήμερα ασπιρίνη φοράνε μόνον οι προπαιδευόμενοι (Πόρο ή Παλάσκα/Σακίπη κτλ), χωρίς κορδέλα, αφού δεν έχουν σταλεί ακόμα σε υπηρεσίες, τα στραβόγιαννα - για όσον καιρό ορίσουν οι παλαιοί - και μετά βάζουν τζόκεϊ (αλλιώς βρέχει), οι βαρδιούχοι όρθιοι ή ένοπλοι φρουροί, οι φέροντες στολή εξόδου και τα μαλακιστήρια της Δοκίμων.

Οι στρατέοι είναι ολιγότερον επινοητικοί εις τας εκφράσεις των. Συνηθίζουν να ψαρώνουν τα φανταράκια με το: «τί είσαι σύ ρε;», το οποίον προσαρμόζεται συχνότερα στην φωνητική τους ως: «τ' σσσσύ ρα;» (βλ. Σειρήνες στο Αιγαίο) ένεκα καταγωγής, στο οποίον η απάντησις θα πρέπει να είναι όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, α-σι-μι, υπηρεσία και «διατάξτε» (ζωηρά και δυνατά εις στάσιν κλαρίνου). Αν θέλουν να γελάσουν οι καραβανάδες, δεν έχουν παρά να επαναλάβουν την ερώτηση και ο δυστυχής φαντάρος θα ξαναπαίξει το ρολάκι ...

Ναυτάκος-ταμτάκος: - Έφερα τα σήματα ...
Πιλάφι: - Για έλα δω εσύ. Πού τρώς ψωμί εσύ;
Ναυτάκος-ταμτάκος: - Σηματωρείο στο «Οινούσαι» (αρματαγωγό).
Πιλάφι: - Πάει καλάαααα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καράβι, γενικότερα η ναυτική ζωή.

Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο Πολεμικό Ναυτικό (για τους υπηρετήσαντες Πι-Νι), αλλά και για εμπορικά πλοία (γκαζάδικα, φορτηγά, λιγότερο ποστάλια). Ενίοτε απαντά και στον πληθυντικό: οι λαμαρίνες.

[I] Η λαμαρίνα, η λαμαρίνα όλα τα σβήνει
μας έσφιξε το Κuro Siwo σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι[/I]

...έγραφε ο Νίκος Καββαδίας για τις πλωτές αυτές φυλακές. Η λέξη εγκλείει εντός της όλη τη συσσωρευμένη πικρία, όλα τα βάσανα, τα χωσίματα, τα πακέτα που συνεπάγεται η ζωή στα καράβια.

Να περνάς μήνες μακριά απ' τους δικούς σου. Να χάνεσαι με τα φιλαράκια σου. Να σου γίνεται το στομάχι κώλος (τουλάστιχον τους πρώτους μήνες). Να μην μπορείς να στεριώσεις - κυριολεκτικά! - μια σταθερή σχέση με γυναίκα.

Αν έχεις σχέση, να σε τρωει η αγωνία για το τι κάνει, που βρίσκεται, αν σε κεράτωσε, αν βρήκε άλλον, και να ξοδεύεις πεντακοσαριές στο γαμημένο το κινητό για να της μιλάς (κι αυτή να σου κάνει κόνξες και να στο παίζει δύσκολη, έτσι είναι αφού σε κρατάει απ' τ' αρχίδια, κακόμοιρε).

Η μόνη σου επιλογή για σεξ να είναι οι πουτάνες των λιμανιώνε, αν όμως λάχει κι είσαι και λίγο συναισθηματίας και δεν γουστάρεις πουτανιάρικες φάσεις, τότε τότε γάμα τα.

Να είσαι αναγκασμένος να βλέπεις κάθε μέρα τους ίδιους τσάτσους και ρουφιάνους που δε γουστάρεις (μιλάω κυρίως για τους χαμηλόβαθμους μονιμάδες του Π.Ν, ΕΠΥ και ΕΠΟΠ).

Να σου πρήζουν συνέχεια τον πούτσο για το πόσο επικίνδυνο είναι το τούρκικο ναυτικό. Να είσαι σε κάποιο νησάκι, π.χ. Ρόδο, και μόλις πάει να χαλαρώσει λίγο η φάση να σκαει σήμα ότι βγήκε κάποιο τούρκικο πλοίο και πάμε να το ακολουθήσουμε. Να αράζει το γαμόπλοιο σε θέσεις απόκρυψης, μες την ερημιά, παρέα μόνο με τα καβούρια, και να ξέρεις ότι λίγα χλμ. πιο δίπλα είναι π.χ. το Φαληράκι με τις χιλιάδες ξέκωλες Αγγλίδες. Μιλάμε για μαρτύριο του Σίσυφου, του Τάνταλου και των Δαναΐδων μαζί.

Συνηθέστατες οι φράσεις: μας έφαγε η λαμαρίνα, λιώσαμε τόσα χρόνια μες τη λαμαρίνα, μας ρούφηξε τη ζωή η λαμαρίνα.

Η καλύτερη φάση για τους μονιμάδες του Πολεμικού Ναυτικού, εκτός βέβαια απ' το να βγουν σε υπηρεσία στεριάς, π.χ. να πάνε σε κάνα θέρετρο Αγίας Μαρίνας κι έτσι, είναι να πάει η λαμαρίνα για επισκευές. Τότε αναγκαστικά τα ταξίδια αναβάλλονται κι όλοι εύχονται να κρατήσει η επισκευή όσο πιο πολλούς μήνες γίνεται (αν είναι να διαλυθεί και τελείως το γαμόπλοιο, ακόμη καλύτερα).

Τέλος, όταν όλα είναι κομπλέ και επίκειται αναχώρησις, είθισται τα ναυτάκια να τραγουδάνε μεταξύ τους ειρωνικά το άσμα της Ελένης Δήμου «ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη σου, στα μεγάλα νησιά του μυαλού και του χάρτη σου»...

- Μας ήπιε το αίμα η λαμαρίνα.

- Γαμώ τη λαμαρίνα μου μέσα γαμώ.

- Να πέσει μια μπόμπα ρε φίλε να γίνουν καρφιά όλες οι λαμαρίνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική προσφώνηση θαυμασμού που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον τσίφτη και καραμπουζουκλή άνθρωπο, αλλά και την μερακλαντάν-φυσφιριλέ κατάσταση.

Μάλλον προέρχεται από τα αρχικά της παλαιάς Αστυνομίας Πόλεων (Α.Π.) και το «ψηλά τα χέρια», που οι αστυνομικοί φώναζαν, παρηλλαγμένο σκωπτικά σε «ψηλά τα ρούχα», που συγγενεύει με το «κάτω τα σώβρακα» (δηλ. κάτσε να σε πηδήξω).

Το «μάρκα» λέγεται για το ποιόν του ανθρώπου, όπως λέμε «διαόλου κάλτσα», «μυστήρια φόδ(ι)ρα», «μυστήριο τραίνο», «μεγάλη μάρκα», «μάρκα μ' έκαψες», «μυστήριο καπνό φουμάρεις» κτλ.

Για μια ιδιαιτέρως ευχάριστη κατάσταση, λέγεται επίσης το «Μάχη μαύρων εν καιρώ νυκτός, εντός υπογείου με σβηστά τα φώτα» ...

Η έκφραση έχει καταγραφεί ατόφια στο ελληνικό σινεμά «Σκληρός άνδρας», όταν η τροτέζ Σπεράντζα Βρανά, υποδέχθηκε τον Χατζηχρήστο στο γκιζ-ντάνι.

  1. - Που λες, για τα λεφτά που χρωστάς στην τράπεζα, μη χολοσκάς. Εγώ είμ' εδώ, τ' αδέρφι σου, έτσι θα σ' αφήσω;
    - Αδερφέ μου, να σε φιλήσω ! Είσαι μάρκα άλφα-πι και ψηλά τα ρούχα!

  2. - Ορίστε και τα ουζάκια σας!
    - Πώ ρε κάτι μεζεκλίκια μάρκα άλφα-πι και ψηλά τα ρούχα!
    - Κάτσε να κρυώσουν λίγο πρώτα, ρε γύφτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified