Further tags

Ξεκίνησε ως μέρος της στρατιωτικής αργκό έχοντας την έννοια του παριστάνω τη σαύρα, δηλαδή κρύβομαι κάπου όπου δεν είμαι ορατός (σαν την σαύρα) με σκοπό να αποφύγω οποιεσδήποτε αγγαρείες / εργασίες, ήτοι λουφάρω ασυστόλως.

Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να σαυρίζω ασυστόλως παριστάνοντας ότι ασχολούμαι με κάτι.

Η ίδια έκφραση αφορά και αυτούς που σαυρίζουν σε πλήρη θέα, ασχέτως με το πού βρίσκονται και ποιος τους βλέπει. Κάτι σαν τα ιγκουάνα στην έρημο.

- Ρε σεις, πού κρύφτηκε ο Μελιόπουλος;
- Ε, κάπου θα σαυρίζει πάλι το ψάρι...

- Τι κάνεις ρε εδώ πίσω από τις παλέτες;
- Σαυρίζω και παραμιλώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαθμοφόρος του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας γενικά. Φοράει γαλόνια που, όσο περισσότερα είναι, τόσο σημαντικότερος ποζάρει. Κάποτε τα γαλόνια τραβούσαν τις γυναίκες, τώρα υποτίθεται ότι όχι, αλλά μην τις πιστεύετε. Πάντως, η διαφορά είναι ότι δεν κάνουν πια κρα να παντρευτούν αξιωματικό.

Σύμφωνα με την livepedia / Ερμής, είναι και ο κατασκευαστής γαλονιών.

  1. Στέκεται ο γαλονάς μπροστά μας...και λέει
    - ΡΙΧΤΕ!!!!!
    Εμείς, για να φανούμε καλοί, γιατί είχαμε καταλάβει, ότι κάτι μεγάλο θά΄ναι αυτός, πήραμε φόρα, και πετάξαμε τις ψεύτικες χειροβομβίδες, όσο πιό μακρυά μπορούσαμε....και μετά ετοιμαστήκαμε να πάμε να τις πάρουμε πίσω...Οπότε ο γαλονάς μας λέει...
    - ΨΑΡΑΚΕΣ...ΟΧΙ ΒΑΔΗΝ.....ΜΕ ΕΡΠΕΙΝ ΘΑ ΤΙΣ ΠΑΡΕΤΕ.....
    (από μπλογκ)

  2. - «Ρε Πέτρο και συ οπλίτης είσαι στα χαρτιά, τί σ' έπιασε και κατάντησες χειρότερος κι από γαλονά; Εσένα το συμφέρο σου με τους φαντάρους είναι. Δες πόσες υπηρεσίες κάνεις εσύ και πόσες ο υπολοχαγός...» ίδρωνε να λέει ο δικηγόρος (...)

Ν. Σαραντάκος, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΨΙΛΩΣΗ (Ιστορίες Του Στρατού)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την «φαιοπράσινη» φανέλα του στρατού. Ξεκίνησε ως μαργαριτάρι, απέκτησε στην πορεία kitsch value. Προφάνουσλυ, κανείς δεν ξέρει το επίθετο φαιός που σημαίνει σκουρόχρωμος και ειδικότερα γκρίζος (οπότε φαιοπράσινος είναι ο γκριζοπράσινος), κι έτσι αντικαθίσταται από το επιτατικό πρόθημα θεο- που έχει χαρακτήρα μεγιστοποίησης, όπως στα θεομουνία, θεόμουνο, θεογκόμενα, πρβλ. και το σκέτο θεό. Γενικά στον στρατό, όλα είναι ψιλοεμφατικά.

Ετυμολογικά Trivia: Κι όμως το φαιός θα έπρεπε να σημαίνει το αντίθετο, αφού ετυμολογείται ως εξής:
< **φαισός* < **φαιFός* < **φαισFός* < **gwhei* = λαμπερός, φωτεινός, όπως και τα ομόρριζα φαιδρός, Φαίδρος, Φαίδρα και ο Φαίδων, ήρωας του Γεωργίου Ζάκκου.

- Να βγούμε έξω με τις θεοπράσινες, είπε ο δίκας.

- Γιατί η φανέλα αυτή λέγεται «φαιοπράσινη»; - Γιατί είναι τόσο πράσινη, που είναι θεοπράσινη!
(Αυτήκοος μάρτυς: Καταδρομέας Vrastaman, '92 στ ΕΣΣΟ)

Η θεοπράσινη στολή (από Khan, 28/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που ακούστηκε στο κέντρο εκπαίδευσης στην Τρίπολη όταν οι παλιοί δε μας άφηναν να ξαπλώνουμε με τις αρβύλες στο κρεβάτι για να μην πιάνουνε κοριούς τα κρεβάτια από το βερνίκι.

Ειδικό βάρος δίνεται στον τονισμό του 'κορέους' για να δώσει μάγκικη χροιά (δηλ. κορρρρέεεεουςς).

- Ρε Σιλήρη, κατέβασε τις μπότες από το κρεβάτι, θέλεις να πιάσουμε κορέους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Παραφθορά της στερεότυπης αναφοράς σε ανώτερο «ευπειθώς αναφέρω», η οποία γίνεται ακούσια από αλανιάρηδες πιτσιρικάδες ή αγράμματους ορεσίβιους που δεν πολυκαταλαβαίνουν (ορθότατα) τις ελληνικούρες του στρατεύματος (π.χ. ποδόμακτρον = χαλάκι για τα πόδια, ατενώς (= κατέβασε χέρι), ψήκτρες οδόντων = οδοντόβουρτσα, ιματιοθήκη, φοριαμός, ασκεπής, ακομβίωτος, όρχος, ώνια, διαγγελείο κλπ), προτιμώντας την αντικατάστασή τους με δικές τους λέξεις (π.χ. λουκάνικο = μακρύς ναυτικός σάκκος-χρησιμοποιείται και στον στρατό ξηράς, τηλεόραση = τσάντα ώμου στο ναυτικό-αεροπορία, αρχιπιστολέρο = ναυτικά ο ναυαρχούκος / αρχιπολοίαρχος Αρχιεπιστολέας, ασπιρίνη = ναυτικός πιλίσκος, μουνί- τυρόπιτα = δίκωχο, παρφέ =Α.Φ.Ε.<Αξιωματικός Φυλακής Επιτελείου κλπ) ή εσκεμμένως από μορφωμένους (κι ακατάδεχτους) μπαρμπα-φαντάρους.

Η εμμονή στην ψευτοκαθαρεύουσα των στρατιωτικών, δέον ν' αναζητηθεί σε ψυχογράφημα των βαθμοφόρων ταγών των σωμάτων ασφαλείας.

Στο ναυτικό, που από το 2002 περίπου και ένθεν, η θητεία είναι σχετικώς χαλαρή (δεν πας σε μάχιμο πλοίο εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων π.χ. γιατρός-εμπορικάτζα), συναντάς πλέον ως επί το πλείστον βύσματα ή σπουδαγμένα παιδιά (συνήθως και τα δυο), που δεν ολισθαίνουν σε γραμματικά λάθη, όπως άλλωστε και (λόγω γοήτρου) οι βαθμοφόροι που αναφέρονται σε στερεότυπες (πλην σόλοικες) καθαρευουσιάνικες εκφράσεις, αποφεύγοντας τις κακοτοπιές. Π.χ. αραιά και που θ' ακούσεις κάποιον να κλίνει τον προσφιλή «εφοδεύων» και να την πατήσει ονομαστικοποιώντας την γενική & αιτιατική ή να σε πληροφορήσει ότι «δεν δικαιείσαι» (sic) αδείας...

Ιδίως στο ναυτικό, είναι τέτοιο πλέον το επίπεδο μόρφωσης στις κληρουχίες, όπου εν συνόλω 1.000 π.χ. ναυτών, οι πεντακόσιοι τουλάχιστον είναι κάτοχοι πτυχίου ανωτέρας ή ανωτάτης σχολής, εκ των οποίων οι εκατό έχουν μεταπτυχιακό δίπλωμα και καμιά εικοσαριά έχουν διδακτορικό (!)

Για τον λόγο αυτό, είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει κανείς Σεξιστής / Σταρχιδιστής (Σ/ΚΣΤΗΣ = Στρατεύσιμος Κελευστής), αφού ο ανταγωνισμός λόγω προσόντων είναι μεγάλος.

Φυσικά, μιλάμε μόνο για την ειδικότητα Τ/ΠΒ Β΄ (στρατεύσιμος Κελευστής Τεχνικός Πυροβόλου Όπλου), που πλέον κολλάει παντού αφού καταργήθηκαν οι πυροβολητές στα πλοία, άσε που οι στόχοι πλήττονται με πυραύλους από τους ηλεκτρονικάριους Δ/Β = Διεύθυνση Βολής, και όχι με τα κανόνια (άρα βυσματική, εξ ου: «Το Παιδί Βολεύτηκε») και συνήθως καταλήγει σε γραφείο (αφού όμως φάει πήξιμο στην εκπαίδευση από τους μπακακούς (βατράχια = Ο.Υ.Κ.) σε όπλα, και λιώσει κανά εξάμηνο στη Ναυτονομία, δηλ. τσατσοπαγίδα, εξού: Τ/ΠΓ = Το Παιδί Γαμήθηκε)...

Οι μόνοι που γίνονται χρήσιμοι στρατεύσιμοι κελευστές (δηλ. ειδικότητα Βου), είναι οι εμπορικάντζες ή οι γιατροί, όταν δεν έχουνε πού να τους βάλουνε ή δεν γουστάρουνε να γίνουνε Σ.Ε.Α. (στρατεύσιμοι έφεδροι αξιωματικοί = σημαιοφοράκια με παρδαλό μάτι Νέλσονος, παραπάνω θητεία και αποστρατευόμενοι ως ανθυποπλοίαρχοι).

Γίνονται λοιπόν π.χ. ΑΡΜ Β΄ (αρμενιστές) ή ΜΗΧ Β' (μηχανικοί πλοίων) ή ΝΟΣ Β' (νοσοκόμοι) αντίστοιχα ή, αν δεν υπάρχουν θέσεις ή εκκρεμεί καμιά ανυποταξία (συνήθως δικαιολογημένη σε εμπορικάντζες που κωλύονταν λόγω τράνζιτου ή επισκευής του πλοίου τους στην αλλοδαπή κι έχασαν την ΕΣΣΟ τους, που στη συνέχεια αθωώνονται πανηγυρικά), τότε τους κάνουνε διόπους της ειδικότητάς τους.

Τα παλιά χρόνια, γίνονταν κι οι δικηγόροι αξιωματικοί και προσέφεραν αμισθί τις υπηρεσίες τους σε κατηγορουμένους των Ναυτοδικείων, αλλά τώρα όποια πέτρα κι αν σηκώσεις θα βρείς απο κάτω δικηγόρο ή σκορπιό (καμιά φορά με το αυτό αποτέλεσμα).

Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούν να υφίστανται πιτσιρικάδες, που παρερμηνεύουν την εν λόγω φράση (το έχω δει με τ’ αφτιά μου!), καθώς και άλλες (π.χ. σάουντιτς = σάντουιτς, ίσως κατά το «Σουηδική Αραβία», προάστιον = προάριστον, προπορευόμενος ναύτης = προπαιδευόμενος κ.ο.κ.).

Στον στρατό ξηράς, όπου κυκλοφορεί κάθε καρυδιάς καρύδι, γίνεται το σώσε και γι’ αυτό η αργκό ανθεί εκεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, παρά την ξηρασία!

Για του λόγου το αληθές, έχω υπ’ όψη μου νεαρό φανταράκο ποντικαρά, που έφαγε 10 φι απ’ το δίκα, που τονε τσάκωσε να κατεβάζει Χριστοπαναγίες, διότι «ύβρισε» λέει «τα Θεία» και να διερωτάται «ποια θεία του ρε μαλάκα, την Παναγία έβριζα»...

(Αληθινή στιχομυθία):
- Ευτυχώς αναφέρω, κύριε Διοικητά....
- Πάλι καλά που αναφέρεις παιδί μου, σκέψου να μην ανέφερες κιόλας! (γέλια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά μαργαριτάρι του στρατού, ο «εφοδεύων», που ελέγχει τον σκοπό αν κάνει καλά την σκοπιά του, ειπώθηκε «αφοδεύων», δηλαδή «χέζων» στα καθαρευουσιάνικα. Από το αρχικό μαργαριτάρι του άγνωστου στρατιώτη, η έκφραση έχει εξελιχθεί γενικά σε σλανγκιά για τον εφοδεύοντα.

Ασίστ: allivegp, HODJAS

- Αλτ! Τις ει;
- Αφοδεύων!
- Ε, χέσε μας τότε!

(Κόπιράιτ: Χότζας).

Δήθεν ανέκδοτο:
Ο Σάκης όντας καινούριος στο στρατό παρατηρεί κάτι πολύ παράξενο κάθε βράδυ που κάνει την σκοπιά του.Είναι ένας αξιωματικός ο οποίος γυρνάει από σκοπιά σε σκοπιά και χέζει και μετά βάζει και μια υπογραφή στο τετράδιο της σκοπιάς.
«Ρε συ»,ρωτάει τον Τάκη που είναι παλιός και θα ξέρει κάτι παραπάνω,«τι είναι αυτός ο τύπος που ξεκωλώνεται στο χέσιμο κάθε βράδυ στις σκοπιές;»
«Τη δουλειά του κάνει και μάλιστα πολύ ευσυνείδητα.»
«Ποια δουλειά ρε με δουλεύεις;«
«Είναι αφοδεύων.»

Βλ. και περνάω περιοδεύον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακριβής μετάφραση από τα γερμανικά είναι: μάλιστα διοικητά μου. Και όπως φαντάζεστε αυτή η φράση έγινε γνωστή (με άσχημο τρόπο) σε όλη την Ευρώπη κατά την διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου. Η φράση συνοδευόταν ενίοτε και από το φασιστικό χαιρετισμό και ήταν απάντηση σε κάποια διαταγή που έδινε ο ανώτερος αξιωματικός.

Στην σλανγκουά της μορφή, η έκφραση εστιάζει στην υποτακτικότητα των γερμανών στρατιωτών, η οποία ήταν παροιμιώδης, καθώς και στην πειθαρχεία του γερμανού στρατιώτη. Και βέβαια, προσαρμοσμένη η έκφραση στην ελληνική πραγματικότητα, σημαίνει εντελώς το αντίθετο, εμπεριέχοντας δηλαδή την ελληνική μαγκιά, όπως λέει κι ο τζιμάκος. Η οποία έγκειται στην ειρωνική μεταφορά της έκφρασης, δηλαδή αποκαλούμε αυτόν που μας διατάζει Χίτλερ. Του λέμε δηλαδή, θα κάνουμε αυτό που μας ζητάς, αλλά εντελώς απρόθυμα, και αν.

Κάποιες φορές πάλι, μπορεί η συγκεκριμένη έκφραση να χρησιμοποιηθεί και περιπαιχτικά, και θετικά, δηλαδή ότι ό,τι μας ζητήθηκε το κάνουμε με τόση λαχτάρα, όση αυτή ενός γερμανού στρατιώτη, πειθήνιου στον Φύρερ.

Αξίζει να γίνει μια αναφορά στην αμερικλανιά sitcom, «Hogan's heroes» του '60, όπου ένας χονδρούλης (και ολίγον πύρκαυλος) γερμανός στρατιώτης λέει συνέχεια αυτή τη φράση, ακόμα και όταν τον διατάζουν οι αμερικανοί αιχμάλωτοι πολέμου. Ο χαρακτήρας αυτός θυμίζει τον γυαλάκια του M.A.S.H., και είναι ό,τι καλύτερο είχε να δείξει η συγκεκριμένη σειρά.

ασίστ jonas

  1. Αφεντικό: Πέρασε αυτά τα τιμολόγια σε παρακαλώ, και μετά πήγαινε και από την αποθήκη να ξεσκαρτάρεις κάτι παλιατζούρες.
    Υπάλληλος: Γιαβόλ μάιν κομαντάντ!!!! (ο συγκεκριμένος υπάλληλος είναι χρόνια στην εταιρεία και έχει το θάρρος να αντιμιλήσει)
    Αφ.: Δεν θέλω μαλακίες...
    Υπ.: Αν δε θέλετε μαλακίες, να πείτε και στο Μαράκι να κάνει τίποτα, κυρ-προϊστάμενε! Εκτός αν την προσλάβατε για αποσμητικό χώρου.
    (αρνητική χροιά)

  2. — Αγάπη μου, αν κοιμηθούν τα παιδιά νωρίς, έχεις όρεξη για γούτσου-γούτσου;
    — Να ρίξω λίγο από κείνο το σιροπάκι του βήχα μέσα στο γάλα τους; Προληπτική ιατρική, μη λέει κι η μάνα σου ότι δεν τα προσέχουμε κι όλο κρυώνουν!!!
    — Έχεις ορεξίτσα βλέπω...
    — Έχω ο πούστης.
    — Ωραία, βάζω εγώ τα παιδιά για ύπνο, κάνε τα πιάτα, μάζεψε τα παιχνίδια, και ραντεβού στο χωλ, δίπλα στο καλοριφέρ.
    Γιαβόλ μάιν κομαντάντ!!!! (θετική χροιά)

(από electron, 31/08/09)allo allo (από BuBis, 01/09/09)Radar O\'Reilly (από poniroskylo, 06/10/09)

Στα γερμανικά jawohl, mein Kommandant. Δες και μαστακιιειικιτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά στρατιωτική έκφραση για το εγγλέζικου τύπου (!) χακί φανταρίστικο μπερέ, που στόλιζε τα κεφάλια των ανδρών του στρατού ξηράς (1944-1952).

Σήμερα, τέτοιου χρώματος μπερεδάκι, φορούν οι άνδρες του στρατού ξηράς, που υπηρετούν στο Σώμα Αποδόσεως Τιμών (ταρατατζούμ - κόλπα με τα λιανοντούφεκα κ.λπ.), ενώ ραφ φορούν οι αντίστοιχοι της Αεροπορίας και οι μπατζήδες, βαθυκόκκινο η Αεροπορία Στρατού, άλικο η νεοσύστατη Αερομεταφερόμενη Ταξιαρχία, κυπαρισσί οι Ειδικές Δυνάμεις του στρατού ξηράς (Λ.Ο.Κ. / Χιονοδρόμοι / αλεξίπτωτοι κ.λπ.), βαθυγάλαζο οι πεζοναύτες, σιέλ η Προεδρική Φρουρά, μαύρο οι τεθωρακισμένοι (που παλιά ανήκαν στις ειδικές δυνάμεις) και μπλε-μαρέν πλέον όλοι οι οπλίτες του στρατού ξηράς, που πετάξανε το σκωτσέζικο δίκωχο απο το 2004.

Τα μαγκάκια απαξιούσαν να φορέσουν το μπερέ σα σκούφο μέχρι τ’ αυτιά (όπως δει) και προτιμούσαν να το ισορροπούν στο κεφάλι τους σα να κουβαλάνε ταψί απ’ το φούρνο.

Το δίκωχο, οι μάγκες το έλεγαν «βάρκα» (προσφάτως: μουνί ή τυρόπιτα) και το φορούσαν πατημένο σαν πηλίκιο, κατεβασμένο μέχρι τα μάτια -ε νώ υποτίθεται ότι ο προβλεπέ τρόπος είναι το φρύδι να απέχει δυο οριζόντια δάχτυλα απ' το εθνόσημο (βλ. φωτογραφίες του Παπαϊωάννου κ.α.).

Οι ναύτες έβαζαν ασίκικα την ασπιρίνη ανάριχτα στο κούτελο και με το φιόγκο μπρος, (όπερ απαγορευμένο) να φαίνονται οι αφέλειες, όμοια όπως οι κουτσαβοι προ αιώνος, ενώ σήμερα εκτός αυτού, κακοποιούν το εσωτερικό κυκλικό χαρτόνι-έλασμα και τη φορούν τσακισμένη σαν κακοτορνεμένη τάπα.

Δεν είναι περιττό ν’ αναφερθούν σχετικά:

  1. Η εσκεμμένη παραποίηση στολής (στρατιωτικό πειθαρχικό αδίκημα) όπως π.χ. μπλάνκο στο τζόκεϊ με τους μήνες (και τηλεκάρτα από μέσα για να στέκεται το εθνόσημο) ή σκίσιμο στο πίσω μέρος του = παλιός / διακόσμηση αρβύλων στο πίσω μέρος / ξηλώματα τσέπης - κουμπιών / στολισμός των γκετόζωνων με δίστιχα - χουλιγκάνικα - τόπους καταγωγής κ.λπ. / πλύσιμο με χλωρίνη της στολής αγγαρείας (για να «παλιώσει») / αλλοπρόσαλλη ένδυση (π.χ. αγγαρείας με σαγιονάρες / χειμερινή μπελαμάνα με άσπρο παντελόνι / γκετόζωνο με αγγαρείας / τζόκεϊ με στολάρα κ.λπ.).

  2. Η επιδεικτική και πολλές φορές (αυτοκαταστροφική) αψήφηση των κανόνων πειθαρχίας π.χ. λούφα / κοπάνες / γκραφίτι / αξουρισιά / κλάσιμο εντολών / τσαμπουκάς / χάραγμα διστίχων - ύβρεων στα σκεύη - όπλα / τσούρνεμα στρατιωτικού υλικού κ.λπ. και

  3. Η «μετάφραση» των επισήμων ψευτο-καθαρευουσιάνικων στρατιωτικών όρων σε αργκό, (π.χ. λουκάνικο αντί για «ναυτικός σάκκος» ή «σάκκος εκστρατείας», τηλεόραση=τσάντα ώμου στο ναυτικό-αεροπορία, αρχιπιστολέρο αντί Αρχιεπιστολέας, παρφέ αντί Α.Φ.Ε.=Αξιωματικός Φυλακής Επιτελείου, κουφές αντί Κ/Φ=Κανονιοφόροι, παντόφλα αντί αποβατικό κ.λπ.).

Άπαντα στα οποία υποπίπτουν τα φανταράκια, από τότε που φτιάχτηκε ο (τακτικός) στρατός (δηλ. τουλάχιστον από τους Σουμέριους!), πράγμα που φανερώνει τη γνώμη τους για την ομοιομορφία του στρατεύματος...

(Γιαγιά):
-Φάει παιδάκι μ’ το φαΐ σ’, να μεγαλώεις, να γένεις άντρας, να πας φαντάρους, να φουράς του ταψί, να συ καμαρώνου...
(Παιδί):
-Πάλι μπάμιες;

(από Desperado, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτική αργκό για άπαρτο μπάζο ή για σμήνος σβούρων.

Προέρχεται από το αρκτικόλεξο Όρμος Παροπλισμένων Πλοίων, του Πολεμικού Ναυτικού, όπου μισοβουλιάζουν κάτι ρημαδιασμένοι κι αναξιόπλοοι σκυλοπνίχτες, μέχρι να βρεθεί τριτοκοσμική χώρα που θα ζητήσει να τα αγοράσει, (όπως κάναμε κάποτε κι εμείς με τα Λίμπερτυ)!

Εννοείται ότι τα σκάφη έχουν απογυμνωθεί από χρήσιμο εξοπλισμό, από τους αετονύχηδες πιλάφαρους, που τον πουλάνε όξω.

- Όπα, να και τα μωράαααα! Τί λες, τα χτυπάμε;
- Ποιά ρε; Τα ο.π.π.; Καλά γκαβός είσαι; Πόσον καιρό έχεις να γαμήσεις;
- Πολύ φίλε...
- Ε καλά, τότε πάμε, να βελτιωθεί κι η όρασή σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική χλευαστική και χαιρέκακη ατάκα απολελέδων προς τους μονιμάδες / καραβανάδες / ΕΠ.ΟΠ. Πραγματική ηδονή να βλέπεις τα μούτρα τους την ημέρα που μαζεύεις υπογραφές.

(βλ. εναλλακτική η ατάκα «ν και σήμερα», όπου ν είναι ένας οποιοδήποτε πενταψήφιος αριθμός ημερών).

ΕΠ.ΟΠ: - Τι κάνετε εσείς εδώ ρε στραβάδια με τα πολιτικά;
Απολελές: - Στην τρύπα σου ρε πόντικα, απολελέ και τρελελέ!
ΕΠ.ΟΠ.(τεθλιμμένος): - Ααα, καλά, καλοί πολίτες…
Απολέλές: - Έλα ρε, μην ανησυχείς, και συ τελειώνεις, μια ζωή και σήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified