Πρόκειται για ποδοσφαιρικό όρο ο οποίος μετακύλησε και στην χρηματιστηριακή ορολογία και υποδηλώνει μετοχές ιδιαίτερα άθλιων εταιρειών, όπως τα αλήστου μνήμης χαρτιά Ιντερσατ, Χαλυβδόφυλλα, Γκάλης, Ippotour, κλπ, τα οποία με την χειραγώγηση των λεγόμενων «λόμπι» έφεραν τρελά αλλά πρόσκαιρα κέρδη στους αλογομούρηδες το 1999. Στη τελευταία ανάλυση, η απονενοημένη επιλογή τους οδήγησαν στην μεγαλύτερη ανακατανομή πλούτου (προς το χειρότερο) στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Ανεμομαζώματα, δηλαδή, διαβολοσκορπίσματα.

«...η Finansbank ! το σαπάκι των 800 εκ που αγοράστηκε 3,5 δις και τώρα ΒΟΥΛΙΑΖΕΙ την ΕΤΕ...» (από Blog)

«Πάντα στο νου σου νάχεις τα γερά χαρτιά...μην βασιστείς ποτέ σου στα »σαπάκια«.»(από Blog)

«τι εγινε κυριε καραμανλη. τα ζομπυ αρχισαν παλι παιγνιδι στην σοφοκλεους. ολες οι σκατοφυλλαδες αρχισαν να διαφημιζουν τα περιφεριακα χαρτια της πλακας και να καλουν τον λαο να συμμετασχει στο παρτυ...καμμια εκατοστη σαπακια αρχισαν το χορο.υπαρχει εισαγγελεας;» επιτροπη κεφαλαιαγορας;« (από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη με εξαιρετική επίδοση στις παράλληλες, συνεκδοχικές ή και ολωσδιόλου άσχετες σημασίες. Μια λέξη μπαλαντέρ (αν και στην τράπουλα ο παπάς είναι άλλο φύλλο!)

  1. Ο ρήγας, αυτό το είπαμε. Αλλά όχι λόγω επιβλητικότητας, λόγω γενειάδας. Κανονικά η εικόνα δείχνει ένα βασιλιά, εξ ου και το Κ (king), αλλά οι Έλληνες τον είδαν παπά.

  2. Το παιχνίδι «εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού 'ν' ο παπάς», που, αν και παίζεται με τραπουλόχαρτα, δεν είναι χαρτοπαίγνιο.

Εγκυκλ.: Ο παπατζής τη στήνει σ' ένα πεζοδρόμιο, μ' ένα ελαφρό διπλωτό τραπεζάκι (για να μπορεί να το μαζέψει στα γρήγορα και να γίνει μπουχός μόλις παραστεί χρεία). Πάνω στο τραπεζάκι έχει τρία φύλλα, από τα οποία ένα είναι παπάς (ρήγας). Τα δείχνει ανοιχτά στον παίχτη, εκείνος στοιχηματίζει κάποιο ποσό, μετά ο παπατζής τα κλείνει και με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις τα φέρνει βόλτες στο τραπέζι ανακατεύοντάς τα, επαναλαμβάνοντας τη μαγική επωδή «εδώ παπάς, εκεί παπάς, εδώ παπάς, εκεί παπάς...», μέχρι που κάποια στιγμή τα ακινητοποιεί και λέει «πού είν' ο παπάς;». Ο παίχτης δείχνει ποιο χαρτί νομίζει ότι είναι ο παπάς, ο παπατζής ανοίγει τα χαρτιά, ο παίχτης έχει κάνει λάθος, χάνει τα φράγκα του και πάει στη δουλειά του.

Το παιχνίδι αυτό έχει κηρυχθεί παράνομο από πολύ παλιά. Σήμερα δεν υπάρχει κανείς που να αγνοεί ότι δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσεις τον παπατζή (εκτός αν σ' αφήσει να κερδίσεις μικροποσά στην αρχή για να σε δελεάσει να ποντάρεις περισσότερα). Οι μόνοι που κερδίζουν είναι οι βαλτοί κράχτες, τα λεγόμενα λαμόγια (αυτό εσήμαινε αρχικά η λέξη). Ωστόσο, το παιχνίδι παραμένει επικίνδυνο, εξ άλλων, παράπλευρων λόγων: όπου τη στήσει ένας παπατζής, θα συγκεντρωθεί ένα έστω και περιορισμένο πλήθος περίεργων, που θα συνωθούνται για να δουν τους άλλους να χάνουν τα λεφτά τους και να νιώσουν την κρυφή χαρά ότι οι ίδιοι ήξεραν πού είναι ο παπάς, και μέσα σ' αυτό το στριμωξίδι δρουν άνετα οι πορτοφολάδες, που συνήθως είναι συνέταιροι με τον παπατζή.

Το ίδιο παιχνίδι παίζεται και με τρία μικρά αδιαφανή ποτηράκια ή δαχτυλήθρες, γυρισμένα απίστομα, που το ένα κρύβει από κάτω ένα στραγάλι ή μια μπιλίτσα.

  1. Κλωναράκι χασισιάς σε εντελώς ακατέργαστη μορφή, με τα φύλλα και τα ανθάκια. Τα ανθάκια της κάνναβης έχουν κάτι μυτούλες που σχηματίζουν θυσάνους (εξ ου και η ονομασία φούντα), που με λίγη φαντασία θυμίζουν γένια, όθεν και η λέξη (βλ. και παπαδέρα).

  2. Η πρώτη χάντρα του κομπολογιού. Είναι μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες, και από την τρύπα της (μόνο αυτής) περνάνε και οι δύο άκρες του κορδονιού. Λέγεται και τσαμπουκάς. (Πηγή: Vrastaman).

  3. Το φίλτρο εισερχόμενου αέρος στη μηχανή του αυτοκινήτου, όπως με πληροφορεί ο Αυτοκτονημένος (ευχαριστώ!).

  4. Επίτευγμα μεγάλης δεξιοτεχνίας στη μουσική εκτέλεση, στη φράση «παίζω παπάδες». (Βλ. και παπάδες).

  5. Φρ. τρώω παπάδες: δεν έχω τι να φάω, περνάω φτώχειες.

  6. Φρ. βρέχει παπάδες: βρέχει πολύ δυνατά, βρέχει καρεκλοπόδαρα / καλέκλες, βρέχει με το τουλούμι. (Πηγή: Hank).

  1. Φουλ του άσσου με παπάδες.

  2. Στον παπά τα κονομούσα
    και σε σένα τ' ακουμπούσα,
    γιατί σ' είχα στην καρδιά μου,
    τέλεια νοικοκυρά μου.

Έπαιζα και δαχτυλήθρες
μα εσύ μου ξηγιόσουν τρίχες
κι έτρωγες τα τάληρά μου
μ' άλλονε, νοικοκυρά μου.

(Ευ. Παπάζογλου, «Παπατζής»)

  1. -Μα πόση ώρα κάνεις να το στρίψεις;
    -Θέλει τρίψιμο, είναι σε παπάδες.

  2. Όχι ρε γαμώτο! Μου 'σπασε το κορδόνι του κομπολογιού, σκόρπισαν οι χάντρες, κι ενώ τις μάζεψα όλες, δε βρίσκω τον παπά! Κρίμα στο κομπολόι!

  3. [Δεν έχω ιδέα από αυτοκίνητα, ας φτιάξει κανείς ένα καλό παράδειγμα.]

  4. Ο μπασίστας δεν πρέπει να παίζει παπάδες. Εμένα μ' αρέσει να είναι λιτός και σταθερός, να στηρίζει τα άλλα όργανα. Θέλει μαγκιά να ξέρεις να παίζεις λίγα.

  5. Μου 'πανε μην μπλέξεις τα σκυλιά με τους ροκάδες,
    μα έτσι και δε δούλευα θα τρώγαμε παπάδες,
    έπιασα λοιπόν δουλειά σε μαγαζί.

(Γ. Γιοκαρίνης, «Νοσταλγός του Rock'n'roll»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασανσέρ αποκαλούνται:

  • Τα χαρτιά με μεγάλες ανοδικές και καθοδικές διακυμάνσεις, συχνά ικανά να συμπαρασύρουν δια της πορείας τους και την υπόλοιπη αγορά,

... και ωσεκτουτού...

1.
Σαν περίεργα δεν φαίνονται όλα αυτά για τη μετοχή-«ασανσέρ»;

2.
«Ασανσέρ» οι τραπεζικές μετοχές ενόψει των stress tests της ΕΚΤ

2.
Χ.Α: Κέρδη 0,89% σε συνεδρίαση... ασανσέρ

  1. Ινσέψιο: ασανσέρ η μετοχή της Kleeman.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πώς απογειώνεται

Η Θεωρία του Μείζονος Βλακός προτείνει ότι ένας επενδυτής μπορεί να αγοράσει σε βλακωδώς ακριβές τιμές εφ’ όσον γνωρίζει ότι θα πουλήσει σε μεγαλύτερο από αυτόν βλάκα σε υψηλότερη τιμή. Έτσι δημιουργείται κάθε επενδυτικό αεροπλανάκι.

Πώς καταρρέει

Μοιραίως κάποιος θα σκεφτεί «το φελέκι μου μέσα, μπορεί να είμαι βλάκας, αλλά δεν είμαι και αρχιμαλάκας. Και χώνει.

Ηθικόν δίδαγμα

Η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ!

Βλ. και επενδυτική πυραμίδα.

- Ενός βλακός προκειμένου μύριοι έπονται...
(Ευάγγελος Λεμπέσης, «Η τεραστία κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω», 1941)

- Διεθνείς επενδυτικοί οίκοι και hedge funds που έχουν κατακλύσει την ελληνική αγορά με κεφάλαια της τάξης των 40 δισ. ευρώ φαίνεται να δημιουργούν το απόλυτο «αεροπλανάκι» καθώς μέσα από κατευθυνόμενες εκθέσεις και τιμές-στόχους για μετοχές, κατορθώνουν να κερδοσκοπούν εγκλωβίζοντας ακόμη και τους ίδιους τους πελάτες τους για να φορτώσουν τελικά το «μουντζούρη» που αγοράζουν στην ύψιστη τιμή πριν κατρακυλήσουν οι τιμές...
(προφητικό άρθρο απ'ο το 2005)

- Στο αεροπλανάκι και ο Κάρολος Φιξ. Ορισμένες από τις πλουσιότερες οικογένειες της χώρας, μέλη του διεθνούς τζετ-σετ, είχαν επενδύσει στα «πυραμιδικά» επενδυτικά προϊόντα (...) με αποτέλεσμα τα λεφτά τους να συνδεθούν... με Κάιρο (λόγω πυραμίδων). (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σήμερα δεν έχει ασκήσεις ύφους. Μόνο παλιά καλή επαγγελματική αργκό. Η ξυλογαϊδάρα ήταν / είναι μια ξυλοκατασκευή με διάφορες παραλλαγές και για διάφορες χρήσεις. Μεταξύ μας, πρόκειται για εντελώς μαγικό εργαλείο. Τα κάνει όλα, από τον τεμαχισμό μεγάλων κορμών δέντρων, τα παλιοκαιρίσια άουτντόρς ομαδικά παιδικά παιχνίδια, τις παραδοσιακές τέχνες, μέχρι και την Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση των μέσων του 20ου αιώνα. Τι σκατά παραπάνω θέτε;

1.Eδώ η υλοτομική γεδουρίτσα, μετά το 0:40.

  1. Τις ημέρες της Αποκριάς, τα παιδιά του χωριού έπαιζαν και με την ξυλογαϊδάρα [...] έμπηγαν στέρεα στο έδαφος ένα κάθετο δοκάρι (ξύλο) ύψους περίπου ενός μέτρου. Το επάνω μέρος του δοκαριού το πελεκούσαν ώστε να γίνει αιχμηρό. Ένα άλλο δοκάρι αρκετά μακρύτερο (περίπου 4 με 5 μέτρα) στου οποίου τη μέση δημιουργούσαν μια τρύπα βάθους αρκετών εκατοστών και εύρους αρκετού ώστε να εφαρμόζει στο αιχμηρό άκρο του κάθετου δοκαριού, το τοποθετούσαν οριζόντιο επάνω στο κάθετο δοκάρι, έτσι ώστε να μπορεί να περιστρέφεται κατά τον κάθετο άξονα. Στην κάθε άκρη του οριζόντιου δοκαριού καθόταν ένα, δύο ή και περισσότερα παιδιά και φρόντιζαν να ισορροπεί [...] ένα άλλο παιδί άρχιζε να σπρώχνει το δοκάρι οριζόντια και να το περιστρέφει με όσο μεγαλύτερη ταχύτητα μπορούσε. Για να γλυστράει το ξύλο και να περιστρέφεται εύκολα έβαζαν στην αιχμή του κάθετου στύλου ένα κομμάτι λίπος [...] και ένα κάρβουνο που έτριζε και έκανε δυνατό θόρυβο. Όσο μεγαλύτερο το τριζοβόλημα, τόσο πιο μεγάλη η επιτυχία της ξυλογαϊδάρας [...]
    Εδώ

  2. Εδώ η ξυλογαδούρα αναφέρεται ως συνώνυμο της μακριάς τοιαύτης. Εκεί η ξυλογαϊδάρα είναι τεχνική μεταφοράς πέτρας για ξερολιθιές, με τη βοήθεια ξύλων, σκοινιών και κυρ-Μέντιου. Παραπέρα η γαϊδούρα ήταν τρίποδο επί του οποίου άπλωναν τα υπό κατεργασία δέρματα οι ταμπάκηδες. Αλλού στο νέτι την πήρε το μάτι μου ως συνώνυμο της τραμπάλας ή ως ξυλοκατασκευή στην οποία έδεναν τους προς μαστίγωση κατάδικους.

  3. Δεν του 'φτανε ο Στράτος, που κάθε φορά που τον έβλεπε στη Γιούρα, τον έβαζε να πηδάει τη γαδάρα...Ποιά κτηνοβασία, ρε, γαδάρα λένε ένα, ας πούμε, μεγάλο καβαλέτο με δυό υποδοχές δεξιά αριστερά σε σχήμα V, όπου βάζουνε κορμούς δέντρων και τους κόβουνε με μεγάλα πριόνια. [...] Πήγαινε λοιπόν τον παπά μπροστά στη γαδάρα και του 'λεγε, πήδα το. 'Ελεγε ο παπάς, να πούμε, δεν δύναμαι, τέκνον μου, τον τσάκωνε από τη γενειάδα και τον πλάκωνε με τη μαγκούρα φωνάζοντας, και πώς πήδαγες, ρε πούστη, τα βραχάκια στο αντάρτικο; [...] ο παπάς [...] πήδαγε τη γαδάρα [...]Τον τσάκωνε πάλι ο Στράτος [...] έτσι, ρε πούστη, πήδαγες τα βραχάκια στο αντάρτικο; [...] μιά μέρα κάθεται καβάλα στη γαδάρα [...]τώρα κατάλαβα, ρε καργιόλη, καθοδήγα ήσουνα, ε; Τον παπά τον πήρανε με το φορείο πιά...Στράτος, ναι, ο άρχων του τρόμου του τετάρτου όρμου της Γιούρας.

Χρ. Μίσσιος «Χαμογέλα, ρε...Τι σου ζητάνε;». εκδ. Γράμματα.
[Ο τότε διαβόητος βασανιστής της Γιούρας Στράτος Κοζομπολίδης και η ξυλογαϊδάρα του καταγράφονται και στο «Υπόμνημα Κρατουμένων» (εκδ. Γνώση, 1984) που επιδόθηκε το 1951 από τους εξόριστους στον Δημ. Παπασπύρου, Υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Πλαστήρα. Στο κείμενο οι γαϊδάρες ορίζονται ως «στηρίγματα όπου τεμαχίζονται τα καυσόξυλα», ενώ το «Πήδημα της γαϊδάρας» αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο του υπομνήματος, ανάμεσα στα «Βασανισμοί κατά την εργασίαν» και «Καθάρισμα αποχωρητηρίων με τα χέρια»].

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφραση (κυρίως στο τάβλι), όπου ο λέγων περιπαίζει την απίστευτη κωλοφαρδία του αντιπάλου του, ο οποίος αν και βρισκόταν προ ολίγου σε δυσμενέστατη κατάσταση, βγήκε και «καβάλα» με το ζάρι που έφερε.

Η έκφραση ακολουθεί το σχήμα λιτότητας, δηλαδή πλήρως σημαίνει «είσαι τόσο τυχερός, σα να πέφτεις από το ύψος της Ακρόπολης – σαν το Μιμίκο και τη Μαίρη – και όχι μόνο να μην παθαίνεις τίποτα, αλλά να βρίσκεις και παρατημένο πορτοφόλι γεμάτο λεφτά»!

(Πλακωτό):
-Το αφήνεις διπλό;
-Όχι, άμα φέρω τις εξαιρετικές (εξάρες) μου, πώς θα τις παίξω;
-Κοίτα, σου ‘χω κλείσει με πόρτες όλο το σπίτι, έχεις δυο πούλια στη μαμά, τα’ χεις μαζέψει όλα στον άσσο, εξάρι δεν έχεις, σου το ‘χω αφήσει ανοιχτό να φέρεις εξάρι μονόβολο να πιάσω μάνα, έχεις φέρει πενήντα ζαριές κι ούτε ένα έξι, τι περιμένεις; Ούτε ο Ρωχάμης με το Σεχίδη δεν το παίζουνε!
-Εξάρια!!! Αλεού μπόιλερ! Θα μαζέψω και πρώτος που ‘μαι και ψημένος!
-Αγόρι μου, πέφτεις απ’ την Ακρόπολη και πιάνεις πορτοφόλι! Ρε, με ποιους παίζουμε και χάνουμε...

Ταβλαδόρικα και παραταβλαδόρικα: άνοιξε το τριώδιο, απλώνω τραχανά, ασσόδυο, αυτό πώς θα το παίξω;, γεννηθέντα και παθόντα και ταφέντα και πλακωθέντα, γκέλα, γκιουλ, δίνει πλάτη για τάβλι, δυόδυα, έλα στον θείο τον Ηλία πο' χει όλα τα εργαλεία, εξαίσιο, εξάπαντος, έξι δύο τα αλλότρια, έχω φέρει σήμερα;, θα σου βγάλω νεραντζάκι, θα σου πάρω την πίεση, και κουλούρι και τυρί, και σκατά, κατσίκι, κι ένας δάσκαλος αγάπησε μια φτωχιά και την πήρε, κοκορέτσι, μακαρόνι, μάνα, με ασσόδυο δε γάμησε κανείς, μπαρμπούτι, μπαρμπουτιέρα, ξίδι, ούτε στο Γεντί Κουλέ δεν το παίζουν / δεν το παίζει ούτε ο Ρωχάμης, παιδί, πάλι ντόρτια ήφερα, παραμάνα, παραπάνω από διπλό δεν πάει, πέφτεις απ’ την Ακρόπολη και πιάνεις πορτοφόλι, πλακωτό, ποδήλατο ξέρεις;, ποιος Θανάσης;, πολύ τα κουνάς, ρίχνω παχιές, ροντέο, σα δάσκαλος, σαν να τον χτύπησε η Παναγία με το τάβλι, σκακαδόρος, σουβλάκι, σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα, σώγαμπρος, τα ζάρια στον μάστορα, ταβλαδόροι, ταβλαριέμαι, ταβλιάρης, ταβλομάχος, τέντζερης, τετράδυο, τις έχεις, τούρκοι, τριήρεις / τριήρης, τσολιάς, φουνταριστός / μπάτσος / βατσιμάνης, χασσόδυο, χατζηπετρής, χύνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γνωστά μηχανάκια του διαβόλου, εκ του αγγλικάνικου fruit machine.

Στην Ελλάδα λειτουργούν 9 νόμιμοι ναοί με 4,121 φρουτομηχανές. Πρόκειται όμως για την κορυφή του παγόβουνου καθώς ο Έλλην έχει πρόσβαση σε εκατοντάδες e-ναούς καθώς και σε αμέτρητες παράνομες φρουτερί σε κάθε γειτονιά. Βάσει πρόσφατης δε νομοθεσίας, οσονούπω η μούνα μας θα πήξει με 35,000 βίνδεο-μηχανάκια (VLT) σε όλη την επικράτεια.

Όπως προκύπτει από τον Economist, είμαστε η 9η χώρα παγκοσμίως σε κατά κεφαλή τζογοχασούρα (πάνω από $400 ανά ενήλικα).

Ο τζόγος είναι η χοντρότερη ίσως εγχώρια μπίζνα, με τζίρο που ξεπέρασε τα €2,2 δις το 2011 και κρατεί καλά παρά την κρίση.

Ας πανηγυρίζουμε λοιπόν την λεβεντιά μας με ένα μικρό σλανγκαπάνθισμα ωσαναφορά τα φρουτάκια:

Ονοματολογία φρουτακίων:

Τα βρίσκεις σε:

Σ.ς.: Το γνωστό sport cafe στο ύψος Φιξ τ. ιδιοκτησίας μακαρίτη σελεμπριτονίου (βικτιμά τση αναβόλας) λέγεται ότι καθαρίζει πάνω από €10 εκατ., εκ των οποίων τα μισά πάνε δωράκι στις αρχές για να μην το κλείσουν. Χαλαρουίτα.

***Τα φρουτάκια ως κατσικίδια***:

  • Είναι γνωστές φαγάνες και ωσεκτουτού...
  • ...μπορείς να τις ταΐζεις...
  • ...με την ελπίδα ότι θα κελαηδήσουν (ο χαρακτηριστικός ευχάριστος ήχος όταν πιστώνουν τα κερδισμένα credits στον παίχτη)...
  • ...και θα αρχίσουν να ξερνάνε μπικικίνια.

Ανφρωπομορφικές ιδιότητες φρουτακίωνε:

  • Δεν δίνει τίποτε (κλασική ατάκα μικροαστικής μιζέριας παίχτη όταν των ρωτάς πως τα πάει με το συγκεκριμένο μηχανάκι). Ίσως επειδή...
  • ...το μηχανάκι είναι κλειστό (αστικός μύθος ότι κάποια φρουτάκια τα κλείνουν με διακόπτη τα καζίνο γιατί μπορούν) ή απλά επειδή είναι...
  • ...σφικτό ή κρύο. Ο παίχτης ή θα περιμένει το μηχανάκι να...
  • ...ανοίξει (μηχανάκι που δείχνει ότι έχει αρχίσει να δίνει κέρδη) ή θα ψάξει να βρει...
  • ...ένα ζεστό μηχανάκι που δίνει κέρδη και τους κρατάει στο παιχνίδι χωρίς να χρειάζεται να το τροφοδοτήσουν με χρήματα.

Ονομασίες φρουτομηχανόβιων:

(Βλ. και εδώ)

Παλαιάς κοπής φρουτάκια (από σφυρίζων, 09/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά καζινόβιων για φορτωμένους παίκτες με γαμάουα οικονομική επιφάνεια που στοιχηματίζουν μεγάλα ποσά, προφ επειδή έχουν «χοντρό πορτοφόλι» (βλ. εδώ).

Εκτός Ελλάδος μιλάμε για παιχτούρες που ακουμπάνε μέχρι και μισό μύριο στη ριξιά. Τα καζίνα τους κάνουν τεμενάδες, αποστέλλοντας ιδιωτικά τζετ να τους παραλάβουν, προσφέροντας σουίτες με αράπηδες με φτερά, ακόμα και επιτρέποντάς τους να καπνίζουν (!) σε ειδικές αίθουσες καθώς παίζουν. Οι καθ' ημάς φάλαινες είναι κομματάκι πιο φτωχομπινεδιάρηδες. Θα καταθέσουν κολλαριστή την σύνταξη της κατατονικής γιαγιάς, καθώς εκείνη θα μασουλάει δωρεάν χοιρινό με πουρέ στο Deep Blue.

Αγγικανιστί: high roller.

1. Πώς μία «φάλαινα» σήκωσε 32 εκατ. δολάρια από το μεγαλύτερο καζίνο της Αυστραλίας!

2. Ο κ. «φάλαινα», όπως αποκαλούνται οι μεγάλοι τζογαδόροι, με τη βοήθεια ενός συνεργάτη του, μπήκε στο σύστημα παρακολούθησης του Crown και έβλεπε από τις κάμερες τα χαρτιά των άλλων παικτών.

(από σφυρίζων, 08/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά καζινόβιων για τον λεβέντη παίκτη που ταΐζει τον κουλοχέρη μέχρι «τελευταίας ρανίδας» και αποχωρεί ταπί και ρέστος. Συχνό φαινόμενο στα Ελληνικά καζίνο που αρκετοί παίκτες μετά την επίσκεψή τους στο καζίνο δεν έχουν να πάρουν τσιγάρα, να πληρώσουν τα διόδια ή να βάλουν βενζίνη (βλ. εδώ).

- Ρε ξεκόλλα από την κλεοπάτρα, δεν δίνει σου λέω!
- Πού θα πάει, θα ανοίξει, θα κελαηδήσει...
- Αυτά έλεγε κι ο μακαρίτης, ρανίδα!

(από σφυρίζων, 08/04/13)Δεν δίνει η πουτάνα (από σφυρίζων, 08/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified