Further tags

To γιο-γιο (αγγλ. yo-yo) είναι ένα παλιό σαν τις λάσπες παιχνίδι που απεικονίζεται ακόμη και σε Αθηναϊκούς κύλικες του 4ου π.χ. αιώνα, και περιλαμβάνει δύο πήλινες, ξύλινες ή πλαστικές δισκοειδείς επιφάνειες που ενώνονται με ένα άξονα, γύρω από τον οποίο είναι τυλιγμένο ένα σχοινί. Ρίχνοντας το σώμα του γιο-γιο προς τα κάτω, όταν το σχοινί ξετυλιχτεί εντελώς, αρχίζει και τυλίγεται ξανά σ' αυτό με αποτέλεσμα να επιστρέφει στο χέρι του παίχτη.

Μεταφορικά, λέμε ότι κάνουμε κάποιον γιο-γιο όταν τον τρέχουμε όσο θέλουμε, τον κάνουμε ό,τι θέλουμε, σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε, σύρφερ και τράβα πάλι πίσω να δεις αν έρχομαι, γενικά δλδ τον έχουμε του χεριού μας και τον εξουσιάζουμε. Προκειμένου για γκόμενες που εξουσιάζουν τους γκόμενούς τους, λέμε ότι τους έχουν βάλει στο βρακί τους.

Τώρα γιατί ο εξουσιαζόμενος δέχεται να γίνει γιο-γιο, πολλά μπορεί να παίζουν: από φορέας γονιδίων του Φώντα Μαζώχ, γιαλομικά σύνδρομα, μαλακοκαύλης, ριτάρντεντ, ή απλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.

Το λήμμα έχει και μια πιο στενή ποδοσφαιρική έννοια, όπου «κάνω γιο-γιο τον αντίπαλο» σημαίνει του μοιράζω σακούλα, τον κάνω εμετό/λώλο, του παίρνω την ταυτότητα/τα σώβρακα και γενικά τον κάνω ό,τι θέλω.

  1. - Μόλις γυρνά από τη δουλειά ο Ντίντης, η Ζηνοβία τον στέλνει στο σούπερ μάρκετ για ψώνια και στο καπάκι να πάει τα παιδιά φροντιστήριο, ενώ αυτή αράζει τα κυβικά της. Γιο-γιο τον έχει κάνει τον άνθρωπο!
    - Ε, τί τα θες, τον έχει βάλει στο βρακί της.

  2. Πού πάει ρε ο μούλος με Βίντρα από δεξιά... Γιο-γιο θα τον κάνει ο Γκαλέτι!

(από allivegp, 07/08/09)(από allivegp, 07/08/09)(από allivegp, 07/08/09)Ο μπασίστας των Queen John Deacon παίζει γιο-γιο στο 1:27 (από allivegp, 08/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε τα ντόρτια (τεσσάρες) στο τάβλι, οι παλιοί Κυπραίοι μάστορες του αρχαιότερου ίσως παιχνιδιού στον κόσμο.

Ούτως ή άλλως τα ντόρτια είναι τούρκικη λέξη, από το dört (= τέσσερα). Ντόρτια και τούρκοι ομοιάζουν ωστόσο και ηχητικά, ιδίως στην κυπριακή διάλεκτο με το βαρύ αξάν, όπου το τούρκοι προφέρεται τούρchοι.

Τέλος, με την προσωποποίηση της ζαριάς στον μεγαλύτερο μπαμπούλα του κυπριακού ελληνισμού, υποδηλώνεται η αξία της και ο καθοριστικός της ρόλος στη μετέπειτα εξέλιξη του παιχνιδιού. Ο φέρων τούρκους -όπως ο φέρων οιαδήποτε «μεγάλη» διπλή (πεντάρες, εξάρες)- απολαμβάνει την κωλοφαρδία του, προτιθέμενος να γαμήσει μανούλες και να στείλει τον αντίπαλο ταβλαδόρο για τσαγάκι. Ένα ευφυέστατο λογοπαίγνιο από ανθρώπες που έμαθαν χρόνια να ζουν με ένα τεράστιο οθωμανικό κωλοδάχτυλο απέναντί τους, έχοντας εν πολλοίς αναπτύξει μια θυμοσοφική και αυτοσαρκαστική στάση. Και στην Ελλάδα βέβαια οι σλανγκικές χρήσεις του Τούρκου κάνουν θραύση, βοηθούμενες και από την απόσταση ασφαλείας, που μας κάνει εν πολλοίς να ταυτίζουμε τους γείτονες μονάχα με κάποιες παραβιάσεις εναερίου χώρου στα δελτία των οχτώμιση... Εκεί κάτω όμως, στην Πράσινη Γραμμή, ο τούρκος είναι μια καθημερινή αμείλικτη πραγματικότητα. Ο αντίπαλος πρέπει να γελοιοποιηθεί και να αντιμετωπιστεί πρωτίστως στον τομέα της ψυχολογίας. Κάποιοι αυτό το λένε ρατσισμό, άλλοι το λένε ένστικτο επιβίωσης.

Και επί τη ευκαιρία να προσθέσουμε πως οι επιδόσεις στο τάβλι αποτελούν πηγή υπερηφάνειας και ανάτασης, όχι μόνο για μεμονωμένα άτομα (μάστορες), αλλά και για ολόκληρες περιοχές, οι οποίες διεκδικούν για λογαριασμό τους τον τίτλο της ταβλομητέρας, που βγάζει τους καλύτερους ταβλαδόρους. Αγαπημένος ελληνικός τοπικισμός. Προσωπικά έχω ακούσει από Έλληνες της Αιγύπτου (αιγυπτιώτες) να παινεύονται πως είναι οι καλύτεροι, όντας προφάνουσλυ εγγύτεροι εις την εξ ανατολών αρχαία ταβλική παράδοση. Για την ταβλοσύνη τους κομπάζουν επίσης συχνά οι διάφοροι πρίγκιπες της Δυτικής Όχθης (δυτικά προάστια της Αθήνας), που είναι μόρτες και λαϊκά και ντόμπρα και ξηγημένα παλικάρια κι αδικημένα απ' την πουτάνα την κενωνία. Εδώ κάπου το κόβουμε, μιας και υπεισέρχονται ευρύτερα ταξικά-κοινωνικά θέματα που δεν είναι της παρούσης.

- Τούρchοι!
- Μα πάλε;! Εν η τρίτη διπλή πω ην ώραν που αρκέψαμε! Ή περιπαίζεις μας ή εchοιμούσουν με τον Αράπη ψες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Τάβλι): Μια εκ των πλείστων ειρωνικών εκφράσεων στο διά πεσσών, που στόχο έχει την καταβαράθρωση του ηθικού του αντιπάλου, επισημαίνουσα λάθος παίξιμό του.

Παρόμοιες σκωπτικές εκφράσεις στο τάβλι είναι: «Σα μάγκας τό 'παιξες», «κι εγώ έτσι θα τό 'παιζα», «καλά τού 'κανες», «ρε με ποιούς παίζουμε» κ.α.

Αν φαινομενικά η κίνηση είναι λανθασμένη, ενώ υφέρπει απώτερος και μελετημένος στόχος, προς παραπλάνηση του αντιπάλου, (βλ. αγγλ. «lull sbdy into a false sense of security»), υπάρχει το αντίδοτο: «Για πάρτη μου»!

- Ασσέοι πολλοί!
- Έτσι τους παίζεις τους ασσέους; Σα δάσκαλος το' παιξες!
- Για πάρτη μου! Σου κλείνω τα εξάρια, με τί θα βγείς, με ισπανικές εφτάρες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην επιχειρηματική αργκό, ντηλάκιας *αποκαλείται ο *κατά συρροή επιχειρηματίας.

Ο ντηλάκιας έχει την οξυδέρκεια να εξαγοράζει υποτιμημένες μπίζνες (πάντα με κεφάλαια τρίτων) και να υλοποιεί συμφωνίες και πράξεις που θα τις «αναπτύξουν» και τους προσδώσουν «χρηματοοικονομική αξία», όπως αναδιάρθρωση και εξορθολογισμό κόστους (σ.ς.: απολύσεις), εισαγωγή ή διαγραφή από το χρηματιστήριο, συγχώνευση με άλλες εταιρίες, απόσχιση δραστηριοτήτων σε νέες spinoff εταιρίες, αλλαγή φορολογικής έδρας, κλπ.

Ο ντηλάκιας διαφέρει από τους παλαιάς κοπής Έλληνες επιχειρηματίες:

  • Δεν ενδιαφέρεται να αναπτύσσει οργανικά και σε βάθος χρόνου βιώσιμες επιχειρήσεις: η καύλα του έγκειται στο να μοσχοπουλήσει την εταιρία σε όσο το δυνατό συντομότερο χρόνο ώστε να αδράξει την επόμενη ευκαιρία,
  • Αντίθετα με τον (ευρισκόμενο στον πάτο της διατροφικής αλυσίδας) κλασικό κομπιναδόρο, ο ντηλάκιας διαθέτει στοιχειώδη οικονομική παιδεία, κατέχει τα εργαλεία της επενδυτικής τραπεζικής, γνωρίζει καλά την εγχώρια και διεθνή νομοθεσία και δεν είναι εκ προοιμίου λαμόγιο.

Εκ το αγγλικού deal («συμφωνία») < Ο.Ε. dælan («να μοιράζεις» πχ. την τράπουλα). Ειρήσθω εν παρόδω, η πρώτη επιχειρηματική εφαρμογή του όρου καταγράφεται το 1837 ως σλάνγκ.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα εγχώριου ντηλάκια είναι ο Δημήτρης Κοντομηνάς, ο οποίος «ανέπτυξε» και μοσχοπούλησε πλειάδα εταιριών, όπως:

  • τις Ιντεραμέρικαν και Ευρωκλινική Αθηνών στην Eureko,
  • την Interbank στην Eurobank,
  • την NovaBank στην Πορτογαλική BCP,
  • το κανάλι Alpha TV στην Γερμανική RTL,

    και πάει λέγοντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παλιά κλασική αργκό): Σκοπίμως κακοζυγισμένο ζάρι στο μπαρμπούτι.

Οι απατεώνες μπαρμπουτιέρηδες του δρόμου, (διότι στις επώνυμες μπαρμπουτιέρες επικρατούσαν δρακόντεια μέτρα), είτε σκάλιζαν τις γωνίες, είτε έσκαβαν ανεπαίσθητα τα κόκκαλα (ζάρια/πεσσοί) και έχυναν μέσα υδράργυρο, προκειμένου να φέρνουν τον επιθυμητό αριθμό με κατάλληλο πέταγμα και να ξαφρίσουν το κορόιδο, που έψαχνε να ξεχαρμανιάσει το αλκολίκι του σε αλάνες, δρόμους, στρατώνες, τεκέδες, φυλακές κτλ.

Στις πρόχειρες μπαρμπουτιέρες, στρώνανε μια κουβέρτα χάμω και παίζανε. Ο καθένας με την τρέλα του: Άλλος για γούρι έμενε με το σώβρακο, άλλος έπιανε τ' αρχίδια του πρίν να ρίξει, άλλος έφτυνε τρείς φορές κτλ. Οι καβγάδες, δε λείπανε είτε λόγω ανέντιμου παιξίματος είτε λόγω δεισιδαιμονίας (βλ. «Νύχτες στο Χάρλεμ»).

Στις μόνιμες μπαρμπουτιέρες, όπου λεσχιάρχης ήταν συνήθως ένας σερέτης πρώην τσιρίμπασης και δε σήκωνε ματσαράγκες, παίζανε παιχνίδι σπαθί όπως λέγανε προκειμένου για ζάρια και χαρτιά. Τα' χασες; Με γειά σου με χαρά σου. Τα πήρες; Καλοφάγωτα (εδώ θα τα ξαναφέρεις)... Βλ. Εμμονή στην καθαρότητα του παιχνιδιού στο «Casino» με τον Ντενίρο (δηλ. σου λέει: Αφού έχω σταθερό σημείο αναφοράς το μαγαζί που στα τρώω νόμιμα και όπου θα ξανάρθεις και θα μου τ' ακουμπήσεις, γιατί να διακινδυνεύσω να στήσω κομπίνα;).

Μια δόση, μεταπολεμικά, βάλθηκε το ελληνικό Κράτος να κυνηγήσει δήθεν το τζόγο μαζί με τα ναρκωτικά και την πορνεία και συστήθηκε το λεγόμενο «μικτό» (δίωξη ηθών-λεσχών-ναρκωτικών). Το κρυφό παιχνίδι, χωρίς καμία προστασία από το νόμο και δίχως εχέγγυα καθαρότητας, άφησε τους τζογαδόρους στα νύχια των κερδοσκόπων: Ανέβηκαν τα στοιχήματα και οι γκανιότες στα ύψη, λόγω των εγκληματικών «ασφαλίστρων» εκ του κινδύνου συλλήψεως, καθένας έκλεβε τον άλλονε και καταστράφηκαν περιουσίες.

Όλοι οι τζογαδόροι χάνουν πάντα την περιουσία τους στα χαρτιά - ζάρια - ρουλέτα - αλόγατα κ.λπ. και το παράδοξο είναι, ότι κανείς δεν την κερδίζει (!) Έχει ακουστεί ποτέ κανείς να λέει «αυτός κέρδισε μια περιουσία στα χαρτιά»;

Σχετικά ρεμπέτικα:
«...έλα βρέ Μανωλάκη να τα λιμάρουμε, να στρώσουμε κουβέρτα, να τους τα πάρουμε...» (Παλιό Σμυρναίικο: Μανώλης), «...ρίξανε γεμάτο ζάρι, δεν τους πήραμε χαμπάρι...» (Γ. Κατσαρός: Χτές το βράδυ στου Καρίπη) κ.α.

Συνώνυμα: (Κωλο)πειραγμένο, λιμαρισμένο, κολλημένο, τσιμπημένο, κούφιο ζάρι, καραγκιοζάκι κ.α. Βλ. σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα!

Σημειωτέον ότι στα τούρκικα zar σημαίνει κωλοφαρδία, ενώ η γκέλα (=άσχημο ζάρι) είναι ναπολιτάνικο (iela=γρουσουζιά).

- Φίλε, απ' το σπίτι σου τα' φερες τα ζάρια; Τέταρτη φορά φέρνεις εξάρες, τί θα γίνει;
- Έλαχε...
- Αυτά αλλού! Το ζάρι είναι γεμάτο! Σάλτα φέρε καινούρια ζάρια, γιατί θα στεναχωρεθούμε 'δώ μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...τα ζάρια. Πολλές φορές απαντάται στην πιο σύνθετη μορφή «πολύ τα κουνάς και δεν κάνει».

Το λες στον αντίπαλό σου στο τάβλι, όταν αυτός μπεγλερίζει τα κοκαλάκια υπέρ το δέον, ελπίζοντας με αυτό το τελετουργικό να επηρεάσει την τύχη του προς το καλύτερο. Δικαιολογημένος μεταξύ μας ο κουνιστής, διότι όπως κι αν το κάνεις, σου δίνει μια ηδονή να ακούς αυτό το χράκα-χρούκα μες την παλάμη σου, έχεις μια ψευδαίσθηση ελέγχου αυτού που δεν μπορεί να ελεγχθεί.

Η φράση εκφέρεται απαραιτήτως με βαθυστόχαστο, πολύξερο ύφος χιλίων καρδιναλίων. Τα γελάκια αντενδείκνυνται. Ο εκστομίζων είναι συνήθως ο έμπειρος της υπόθεσης, ο παλιός ταβλαδόρος, που αντιμετωπίζει με συγκρατημένη συγκατάβαση τον νιούμπη αντίπαλό του. Λέγεται όμως και μεταξύ ισάξιων παιχτών, σε φάση χαβαλέ κι έτς. Να τονιστεί το κι έτσι, διότι πολλοί τέτοιοι χαβαλέδες έχουν καταλήξει σε παρεξηγησάρες χοντρές.

Με το να πεις πολύ τα κουνάς, επισημαίνεις στον αντίπαλο τη ματαιοπονία του, το μάταιον της προσπάθειάς του. Του ρίχνεις το ηθικό στα τάρταρα. Του κάνεις τα νεύρα τσατάλια, ιδίως με το θυμοσοφικό, ψαγμένο υφάκι σου. Είναι σα να του λες πως ό,τι κι αν κάνει, όσο κι αν χτυπάει τον κώλο του χάμω, θα το πιει τελικά το τσάι του, τέτοιο κατσίκι που είναι. Πόσο μάλλον που η κίνηση του ζαροκουνήματος φέρνει σ' εκείνην της πεοκρουσίας...

Σε περίπτωση δε που ο κουνιστής είναι ντιπ για ντιπ ψάρακας, μπορεί και να αντιτείνει κάτι αμυντικό του στυλ: «γιατί δηλαδή, κι αν τα κουνάω τι θα γίνει;». Τότε - αφού αφήσεις σκοπίμως να κυλήσουν ορισμένες στιγμές αμηχανίας - τον κοιτάς αφ' υψηλού, με ένα πονηρό στραβό γελάκι να διαγράφεται στην άκρη του στόματος, και σε στυλ «άσε, μή μάθεις ... θα μπλέξεις». Δηλαδής και καλά μη ρωτάς πολλά, κάνε δουλειά σου, μη θες να τα μάθεις όλα με τη μία, κι όταν αργότερα βγεις απ' τ' αυγό σου και ξετσουτσουνίσεις, εδώ είμαστε πάλι και τα λέμε.

Να πούμε τέλος, ότι εξίσου σπαστικό με το να κουνάει κάποιος τα ζάρια πολλή ώρα, είναι και το να μη τα κουνάει καθόλου, να τα ρίχνει ξερά. Τρία τινά μπορεί τότε να συμβαίνουν: ένα, να πρόκειται για περίπτωση λαμογιάς, οπότε του λες σπάστα και ξαναρίχτα. Δύο, να είναι νέοπας στο ταβλέτο και να μην έχει μάθει ακόμη πως ένα ελάχιστο κούνημα επιβάλλεται ούτως ή αλλέως. Τρίο, να βαριέται να παίξει, πράγμα ανεπίτρεπτο, διότι το τάβλι θέλει κέφι, θέλει μπρίο, θέλει ζωντάνια βρε παιδί μου (σαν τη Ζωζώ Σαπουντζάκη ένα πράμα). Αν βαριέσαι, απλά κλείσ' το το ρημάδι και μη μας μεταδίδεις και μας τη μουργελίτιδα που σε δέρνει...

- Ντόρτια.
- Να τα μας! Με το καλημέρα σας κι ο Γιαννάκης έστησε δυο πόρτες... Πάλι βρε με αράπη κοιμόσουνα χτες; Και σου 'χω πει να το κόψεις αυτό το βίτσιο, σε χαλάει!
- Σειράς. - (χρούκου χρούκου χρούκου χρούκου χρούκου) Όχι πάλι ρε πούστη μου, ασσόδυο και γαμώ τη μέρα της κηδείας μου! Τρίτη συνεχόμενη φορά που ξεκινάω με τον κώλο.
- Εμ, στα 'χω πει, πολύ τα κουνάς φίλε μου και δεν κάνει. Άκου μας και μας που είμαστε της σχολής των τριών Φ...
- Των ποιών;
- Τα τρία Φ του ταβλιού αγόρι μου: φοιτητής, φαντάρος, φυλακισμένος... Έχω κάνει απ' όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ημαθία): Το «ελεύθερο» στη μπάλα (=είδος ποδοσφαίρου, που παίζεται στο τσιμέντο των ελληνικών πόλεων).

Παραφθορά εκ του Αγγλικού free kick, αλλά όχι βέβαια σύμφωνα με τους κανονισμούς της F.I.F.A. (!) Δηλαδή, όταν πετούσαμε τη μπάλα ψηλά, (να «σκάσει» κάτω τρεις φορές), είτε στην αρχή του παιχνιδιού, προκειμένου να πάρει τη μπάλα μια από τις δυο ομάδες, είτε κατά την διάρκεια του παιχνιδιού, εν είδει ελευθέρου σουτ.

Ρήμα: Πετάω φιρικί.
Συνώνυμο: (Ρίχνω) στον κούτουπο (Πάτρα) / πλακωτούρα

(Ημαθία) = Πετάω κάτι ψηλά κι όποιος το πιάσει του ανήκει (όχι όμως μπάλα, αλλά π.χ. χρήματα, υπερατού κτλ).

Ανάλογο, αγγλιστί: Finder's - keeper's.

-Γιατί δε δίνετε φάουλ ρε ; Αφού με σακάτεψε !
-Τζατζάρισμα ήτανε !
-Καλά ρε, μην τσακώνεστε, έλα, ντάξει, θα πετάξουμε φιρικί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ζάρια: μπαρμπούτι - 7/11 - τάβλι κ.τ.λ.): Έκφραση κουμαρτζήδων (=στοιχηματζήδων) που χρησιμοποιείται κυριολεκτικώς, όταν ο αντίπαλος είτε φέρνει εξακολουθητικώς ευνοϊκό γι' αυτόν ζάρι, είτε όταν δεν τα μπεγλεράει/κουρντίζει καλά (δηλ. τα τσιμπάει/στήνει/κολλάει), είτε τέλος, όταν υπερίπταται σοβαρή υπόνοια, ότι το ζάρι είναι γιομάτο (δηλ. με υδράργυρο/κούφιο/καραγκιοζάκι = σκοπίμως πειραγμένο-κακοζυγισμένο ζάρι).

Στις περιπτώσεις αυτές, ο λέγων την έκφραση διατυπώνει την επιθυμία του να κοπανήσει ο αντίπαλος τα ζάρια κάτω στο ξύλο/δάπεδο, να τα μπεγλερίσει ενδελεχώς και στη συνέχεια να τα μολάρει τίμια (να πιάσουν ξύλο/τοίχο απέναντι που λέμε), προκειμένου να ελέγξει, είτε την τύχη του αντιπάλου (να γυρίσει το γούρι) προς όφελός του, είτε την τιμιότητα του συμπαίκτου του. Για το λόγο αυτό, υποτίθεται ότι μόνον άπαξ δύνασαι να απαιτήσεις να τα σπάσει ο αντίπαλος σε κάθε παιχνίδι, αλλιώς πιθανότατα να παρεξηγηθεί ο άλλος και να καταλήξει το παίγνιον σε κλωτσοπατινάδα. Υφίσταται και το: «Μπροστά μου να τα σπάσεις»!/«Σπάστα μπρός μου»! (= να τα βλέπω).

Μεταφορικώς, χρησιμοποιείτο παλαιά, ως έκφραση δυσπιστίας προς τον συνομιλητή ή όταν ο τελευταίος λέει κάτι το ανυπόστατον ή όταν το νόημα δεν ήταν πλήρως κατανοητόν. Δηλαδή: «Δε μιλάς σωστά, ξαναπέστα όμορφα».

Συνώνυμα: Κομμένη!, κομμένη η ζαριά!, κόβω το ζάρι κ.τ.λ.

  1. - Φίλε, τσιμπάς ζάρι μου φαίνεται...
    - Να στραβωθώ! Σωστά τα μπεγλεράω, να...
    - Ακούς που σου λέω εγώ; Σπάστα και ξαναρίχτα, μην τραβηχτούμε!

  2. - Τί έγινε με τα λεφτά που μου χρωστάς; Θα μου τα δώσεις καμιά φορά; Δυο τετραετίες με πιλατέβεις, κατέβαινε!
    - Ρε φιλαράκι να πούμε, είμαι σε σφίξη τώρα, να κάνουμε ένα γραμμάτιο;
    - Σπάστα και ξαναρίχτα! Πετσένια λεφτά εγώ δεν παίρνω. Κανόνισε την πορεία σου!

Ρίξανε γεμάτο ζάρι, δεν τους πήραμε χαμπάρι... (από HODJAS, 07/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο τάβλι, τα τριάρια: διπλό ζάρι με αριθμό 3 Χ 4 φορές παίξιμο.

- Τώρα θα φέρω τις τριήρεις μου και θα στενάξεις!
- Σπάστα και ξαναρίχτα...

(από GATZMAN, 28/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό του ταβλαδόρου.

Εκ του «Πιστεύω» ( ... γεννηθέντα ου ποιηθέντα και παθόντα και ταφέντα και αναστάντα ...)

Στο πλακωτό, όταν πιάνεις το πούλι του αντιπάλου με διπλές, κοπανάς τέσσερεις φορές το πούλι σου στο τάβλι στις αντίστοιχες θέσεις, (π.χ. έξι βήματα τη φορά αν έχεις εξάρες), λέγοντας την ανωτέρω φράση μέχρι να τον πλακώσεις. Ανάσταση δεν προβλέπεται.

- Άφησες παραμάνα ; Τώρα θα δεις ...
- Άμα φέρεις πεντάρια, μαγκιά σου!
- Πεντάρια ! Γεννηθέντα και παθόντα και ταφέντα και πλακωθέντα! Τ' αφήνεις διπλό ή θα συνεχίσεις να το παίζεις για να το μάθεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified