Selected tags

Further tags

Ο διάβολος, ο σατανάς. Συνήθως λέγεται από χριστιανούς που δε θέλουν να αναφέρουν καν το όνομά του. Όπως είναι προφανές βγαίνει από τις λέξεις έξω + από + εδώ (δηλαδή με άλλα λόγια, «μακριά από μας»).

(θρήσκος πατέρας προς το γιο του)
- Σταμάτα πια να ακούς Rolling Stones! Αυτή είναι μουσική του εξαποδώ!

(από mariahomorfi, 30/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση σε δηλώσεις που δεν περιλαμβάνουν υπονοούμενα, αλλά κραυγαλέα νοούμενα. Δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις:

  1. Δηλώσεις ΛΑΟΣπρόβλητων ηγετών που με συνομωσιολαγνία προειδοποιούν τον λαό για κινδύνους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Γιώργος Καρατζαφέρης που σε προ Λιακό εποχή απαθανατίστηκε από τον Μητσικώστα στην κλασική έκφραση: «Τό 'πιασες το υπονοούμενο μεγάλε μεγάλε;». Εννοείται ότι τα υπονοούμενα ήταν αρκούντως εύκολα για να τα συλλάβει κι ένας ψηφοφόρος με άι κιου ραδικιού.

  2. Σε σεξουαλικά «υπονοούμενα» που είναι πιο ευδιάκριτα κι απ' τον μπαργαλάτσο του Γκουσγκούνη σε μια παραλία γυμνιστών.

Η φράση πάλι «τό 'πιασα το υπονοούμενο» σε α' πρόσωπο λέγεται σε μια στιγμή ανάληψης ευθύνης, ύστερα από κάμποσα ποτηράκια καικαλούα, και είναι συνώνυμη του mea colpa.

  1. Πέμπτη επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό ο ραβίνος, Παρασκευή ελήφθη η απόφαση, το πιάσατε το υπονοούμενο, έτσι;

  2. - Θήλου μωρή να σε στησ' κάτου να ση βατέψου και να ση ξεσκίσ' την κωλάρα!
    - Τού 'πιασα του υπονοούμενου Μήτσο μ'!

  3. - Και μου λέει που λες το Λίλιαν: «Αν δεν μου πάρεις το ζευγάρι Μανόλο, θα ξαναπάω για χοντοθεραπεία με τον Πέρι!».
    - Και τι της απάντησες;
    - Τι να της πω κι εγώ; «Τό 'πιασα το υπονοούμενο», είπα.
    - Πάει, χάλασε κι ο Βάγγελας!

Υπονοούμενα Καρατζαφέρη μέσω Μητσικώστα (από Hank, 21/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάγια φράση, που σημαίνει την πεμπτουσία του κουλέζικου και άνετου στυλ. Θέλει να πει ότι δείχνεις επίτηδες λίγο απρόσεκτος, για να μην σε περάσουνε για κάνα φύτουκλα του λάιφ-στάιλ, αλλά φροντίζεις ταυτόχρονα να είσαι πολύ μοδάτος.

Ήρθε ο Αντρέας με ένα και καλούα επιτηδευμένα ατημέλητο υφάκι, με το ρολόι πάνω απ' το πουκάμισο κτλ, για να μας το παίξει ότι είναι μπίζνεσμαν και δεν έχει χρόνο για να προσέχει τέτοιες λεπτομέρειες.

Δες και σπρετσατούρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιταλικός και διεθνής όρος για την επιτηδευμένη ατημέλεια. Είναι «το να κάνεις τα δύσκολα να φαίνονται εύκολα», ένα είδος αυτο-ειρωνείας στο εμφανισιακό σου στυλ. Κλασική σπρετσατούρα ας πούμε είναι να έχεις λίγο λυμένη την γραβάτα, και το ρολόι πάνω απ' το μανίκι του πουκαμίσου.

Στα '60ς ο Τζιάνι Ανιέλι εισήγαγε την σπρετσατούρα στο ιταλικό λάιφ-στάιλ, εμπνέοντας τον Τσερούτι και πολλούς άλλους. Ήθελε να δείξει ότι σαν μπίζνεσμαν δεν είχε χρόνο να αφιερώσει στο στυλ του, ενώ στην πραγματικότητα το στυλ του ήταν αποτέλεσμα εξαιρετικά προσεγμένου σχεδιασμού από ειδικούς στυλίστ.

Όλα τα λεφτά είναι το ρολόι του Ανιέλι πάνω απ\' το πουκάμισο! (από Lafkadio, 27/01/09)

Δες και κυβερνοσπρετσατούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακατεμένα, χωρίς καμιά απολύτως τάξη, αχταρμάς. Και οι δύο λέξεις είναι αρχαία επιρρήματα που έχουν την κατάληξη –δην, την οποία συναντούμε και σε πολύ γνωστά επιρρήματα.

Το φύρδην παράγεται από το ρήμα φύρω, συμφύρω πιο συχνά, που σημαίνει ανακατεύω. Το μίγδην παράγεται από το ρήμα «μείγνυμι», δηλ. ανακατεύω. Πρόκειται για λέξεις συνώνυμες και όταν χρησιμοποιούνται μαζί σημαίνουν πολύ ανακατεμένα, χωρίς καμιά απολύτως τάξη: π.χ. Είναι όλα φύρδην μίγδην, καρέκλες, βιβλία, βάζα, πιάτα, τρόφιμα.

- Ρε, τι θα γίνει τελικά με την ασφάλισή σου, μίλησες με τον εργοδότη σου;
- Μίλησα, αλλά δεν βγάζεις άκρη, φύργδην μίγδην, άρτσι μπούρτσι και λουλάς. Άλλα του λέω, άλλα μου απαντάει. Γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η «ωραία του Πέραν» είναι ένα κλασικό ρομαντικό μυθιστόρημα του Δημήτριου Παπαδόπουλου-Τυμφρηστού, που είχε γίνει μπεστ-σέλερ στην δεκαετία του 1920.

Το Πέραν είναι προάστιο της Κωνσταντινούπολης. Εκεί ζούσε η «ωραία του Πέραν», που έβρεχε με τα δάκρυά της τις επιστολές του εραστή της κι εκείνος μάζευε τα ματωμένα ροδοπέταλα που αυτή σκορπούσε στα νερά του Βοσπόρου. Η ωραία του Πέραν ήταν πλούσια με παραμυθένια ομορφιά κι εκείνος ένας φτωχός νέος. Η αγάπη τους συνάντησε πολλά εμπόδια και το τέλος της ήταν δραματικό. Ήταν ένα ερωτικό μυθιστόρημα πυκνό σε δραματικά γεγονότα με ίντριγκες και θανάσιμη ζήλεια, που οι ήρωες αυτοκτονούν ή χάνουν τα λογικά τους. Ερωτικές συναντήσεις μέσα στη νύχτα σε ανθισμένους κήπους και μπουκαλάκια με δηλητήριο συνέθεσαν το μελό που έκανε χιλιάδες ζευγάρια μάτια να δακρύσουν.

Έγινε ταινία απ' τον Ορέστη Λάσκο και παρωδία ως «η Ωραία των Αθηνών» με την αείμνηστη Γεωργία Βασιλειάδου.

Ύστερα από την ανακάλυψη του συντρόφου Βράσταμαν ότι υπάρχει προάστιο της Άγκυρας με ονομασία «Τσιμπούκ», φαντάζομαι ότι μπορεί να γίνει ένα σλανγκικό update της φράσης με ηρωίδα μια καλίστομο μοιραία κάτοικο του Τσιμπούκ, που θα αριστεύει στο φεστιβάλ Τσιμπούκ (βλ. μύδια λήμματος τσιμπούκι). Η «ωραία του Τσιμπούκ», μούσα εκατοντάδων Σλάνγκων Δράκων θα γίνει το μπεστ-σέλλερ των 00ς, που θα κάνει χιλιάδες σλανγκιστές να χύσουν... δάκρυα για την μοίρα της άτυχης κορασίδος.

Μένιος: Είμαι καρδιοχτυπημένος!
Γιώργος: Και ποια είναι η τυχερή;
Μ.: Τι να σου λέω; Είναι μια οπτασία, μια Μούσα, μια χίμαιρα! Θα μπορούσα να περάσω μερόνυχτα κάτω απ' το παραθύρι της να της ψέλνω καντάδες!
Γ.: Τι μου λες ρε συ; Λες και είναι «η ωραία του Περάν»!
Μ.: «Η ωραία του Τσιμπούκ», πες καλύτερα! Για την Λάουρα σου μιλάω τόση ώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που αποδίδεται στα μακριά και αδύνατα πόδια, κυρίως γυναικών και καλαθοσφαιριστών.

Προέρχεται από το βυζαντινό «καννίον» [κανί στα νεοελληνικά], εκκλησιαστικό σκεύος που προσομοιάζει στο καλάμι.

Συγγενής λέξη είναι η γνωστή κάννη των όπλων.

Καλά μας δουλεύεις; Έσκασες μύτη με τη γκόμενα που είχε τα κανιά στο ίσωμα, για να τή γνωρίσεις στη μάνα σου; Εσύ δεν παίζεσαι φιλαράκο... Η γυναίκα θα έχει σχηματίσει την καλύτερη άποψη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη «σκάνδαλον» μας ήρθε απ' τα λατινικά, όπου «scandere» σημαίνει «περπατώ, ανεβαίνω», οπότε «πέτρα του σκανδάλου» είναι πολύ κυριολεκτικά η πέτρα που μας τυχαίνει στον δρόμο μας και σκοντάφτουμε (φανταστείτε και τους δρόμους της εποχής).

Συναφώς, το «σκάνδαλον» ήταν και ένα ξύλινο εξάρτημα παγίδας (βλ. Λεξικό Μπαμπινιώτη), πάλι του περπατήματος. Η φράση καθιερώθηκε από την έκφραση της Καινής Διαθήκης «λίθος προσκόμματος και πέτρα του σκανδάλου» (Ρωμ. 9,33 και Πετρ. Α 2,7), όπου σημαίνουν κυριολεκτικά το ίδιο πράγμα, την πέτρα που σου βάζει τρικλοποδιά, όταν περπατάς, και μεταφορικά το πρόσωπο που είναι «σημείον αντιλεγόμενον». Από εκεί προήλθε η σημερινή έννοια του «σκάνδαλο» και «πέτρα του σκανδάλου».

O όρος «σκάνδαλο» από κυριολεκτική «πτώση» που σήμαινε στην αρχή και μεταφορική «πτώση» με την έννοια του «σημείου αντιλεγομένου» που λειτουργεί ως κριτήριο λίγο πιο μετά, ακόμη πιο μετά, σήμαινε την ηθική πτώση, από όπου η σημερινή έννοια.

Μπορεί, βέβαια, να μου πει κάποιος «ceci n'est pas slangue!». Ο λόγος που καταχωρίζω το λήμμα (πέρα απ' το να κάνω φιγούρα), είναι ότι η έκφραση είναι πολύ της μοδός για στάρλετ με το όνομα Πέτρα, Πετρούλα, όπως για την Πετρούλα Κωστίδου, και κυκλοφορεί πολύ τώρα τελευταία στα περιοδικά και την τηλεόραση ως «Πετρούλα του σκανδάλου».

1.H Πετρούλα του σκανδάλου αναστατώνει το star system.
(Playboy)

  1. Η πολλή Πετρούλα (του σκανδάλου) ... τυφλώνει!
    [...]
    Εν ολίγοις, καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή (πλην ελαχίστων). Αλλά αν ορισμένοι θέλουν να μεγαλουργήσουν στον τομέα των «νταβατζήδων». Αν το «επιχειρηματικό τους δαιμόνιο», αντίστοιχο των «βλαχοδήμαρχων» της εκάστοτε «Πετρομαγούλας», εξαντλείται στον εξευτελισμό κακόμοιρων κοριτσιών και αγοριών που οι «ξύπνιοι» διευθυντάδες τα κρεμάνε στης AGB το κάγκελο. Αν τα διαφημιστικά τους έσοδα κυμαίνονται ευθέως ανάλογα με τον σεξιστικό προτεσταντισμό του «μετεωρολογικού» δελτίου (του κακού τους) του καιρού. Κι αν, τελικά, η ύψιστη καταξίωσή τους είναι να αναδεικνύονται «ευφυείς» πραματευτάδες του εμπορίου της βλακείας και της αυτοϊκανοποιούμενης ονείρωξης, γιατί θα πρέπει να το κάνουν μέσω των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων, που - αν δεν κάνουμε λάθος - παραμένουν, βάσει του Συντάγματος, δημόσια περιουσία;
    (Ριζοσπάστης).

Η Πετρούλα του σκανδάλου (από Hank, 11/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ιταλικής προελεύσεως, που προέρχεται από τα λατινικά, και πολύ απλά σημαίνει «εκατομμύριο».

Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει την απροσδιόριστη ποσότητα, το αμέτρητο πλήθος ανθρώπων ή εντόμων.

  1. Απόσπασμα από αναγνωστικό του δημοτικού, δεκαετίας '80:
    «Μαζευτήκανε μιλιούνια, στο περβόλι τα ζουζούνια...».

  2. Πω πω φίλε, δεν ξαναπάω για μπάνιο στις Κουκουναριές: πληρώνεις χρυσή την ομπρέλα και μιλιούνια ο κόσμος...

  3. Εντυπωσιάστηκα από το Πεκίνο: τεράστια πόλη και μιλιούνια τα Κινεζόνια, να τρέχουν πέρα δώθε... Δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίρρημα τροπικό, και μάλιστα κλασσικό, που χρησιμοποιείται αντί του επιθέτου «γυμνός, -η, -ο». Εκφράζει την έννοια «ξεβράκωτος, χωρίς ρούχα».

Η προέλευση είναι άγνωστη, αλλά κατά πάσα πιθανότητα είναι παράγωγο της νηπιακής λέξη «τσιτσί», που σημαίνει κρέας. Το τσιτσί, με τη σειρά του, προέρχεται από τα ιταλικά [ιταλ., cicci. βυζιά/μαστοί].

Ως επίθετο συναντάται με τη μορφή «τσίτσιδος, -η, -ο».

  1. - Σκάμε μύτη που λες στην Ηρακλειά, βρίσκουμε το κάμπινγκ, και με το που πλησιάζουμε στη σκηνή, εμφανίζονται οι μουνίτσες τσιτσίδι, με κάτι θανατηφόρα κορμιά. Και φυσικά, εμείς μένουμε μαλάκες....

  2. - Αυτή η κατάσταση πρέπει να σταματήσει. Δεν μπορεί το Φαληράκι να γίνει άντρο των Βρετανών τουριστών, που γυρίζουν τσίτσιδοι και μαστουρωμένοι, χωρίς καμία αιδώ!

Τσίτσιδοι (από krepsinis, 14/02/09)Τσιτσίδι ποιότητα (από krepsinis, 14/02/09)(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified