Αχαγιώτικη βερσιόν του καπνίζω. Επίσης: καπινάω. Παράγωγο: το καπίνισμα.
- Πόσα τσιγάρα καπίνισες χθες το βράδυ;
- Απαγορεύεται το καπίνισμα!
- Καπινάει το ένα τσιγάρο πάνω στ' άλλο.
Αχαγιώτικη βερσιόν του καπνίζω. Επίσης: καπινάω. Παράγωγο: το καπίνισμα.
- Πόσα τσιγάρα καπίνισες χθες το βράδυ;
- Απαγορεύεται το καπίνισμα!
- Καπινάει το ένα τσιγάρο πάνω στ' άλλο.
Got a better definition? Add it!
Η ευγενής προσφορά συμπολιτών να βοηθήσουν τον ανήμπορο ή την χήρα σε δουλειές, κυρίως στο χωράφι αλλά και "για να κτιστεί σπίτι ή να ανοίξουν κάποιο δρόμο". Γίνεται πάντα χωρίς αμοιβή (βλ. παρ. 1). Κάποτε γινόταν με πρωτοβουλία του ιερέα μετά τη λειτουργία της Κυριακής.
Από το ρήμα εξ-ελαύνω, λέει εδώ (δηλ. Λεξικό του ΔΗΜ.Β.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ) και αλλού.
Μια δεύτερη όμως ετυμολογία, είναι από το ρήμα έλκω + έξω, δηλ. τραβάω έξω, βγάζω. Στο κείμενο όπου βρήκα αυτή την δεύτερη ετυμολογία, βρήκα ΚΑΙ την παραπάνω σημασία της λέξης, αλλά ΚΑΙ μια άλλη, που προφ σχετίζεται με την δεύτερη ετυμό: το καθάρισμα του καλαμποκιού από τα φύλλα του (βλ. παρ. 2).
Δηλαδή, όπως λέει αυτό το κείμενο, "αυτολεξεί είναι το ξεφλύτσισμα του αραποσιτιού. [στην] ουσία, σημαίνει συνεργασία, αλληλοβοήθεια, σύμπνοια, κατανόηση, αγάπη, προσφορά, ανιδιοτέλεια, ανυστεροβουλία."
Η πρακτική αυτή συνηθίζεται ακόμα (βλ. πάλι εδώ).
Απ' όσο κρίνω, είναι κυρίως πελοποννησιακής έμπνευσης: οι αναφορές (παρελθοντικές ή σημερινές) είναι από Κοπανάκι και Αυλώνα Μεσσηνίας, Σέρβο και Βέρβενα Αρκαδίας, Χάβαρι Ηλείας κά.
Got a better definition? Add it!
Αμετάβατο ρήμα, από Ηράκλειο Κρήτης μεριά. Σημαίνει την πρώτη ή τις πρώτες συνουσίες των νεαρών αρσενικών χομοσάπιε, πράξη που γίνεται συνήθως με την παρότρυνση και τη μεσιτεία - βλ. συνοδεία σε μπουρδέλο - μεγαλύτερων αρσενικών της οικογένειας, προκειμένου αυτά τα νεαρά να βγάλουν τα χοντράδια, δηλαδή, να "ξεβαρβατέψουνε" προς ώρας, και να τωσε φύγει η πολύ έξαψη της παροξυσμικής λόγω ορμονών εφηβικής βαρβατίλας, και για λόγους πρόληψης, μη πάθουνε κανά ψυχολογικό καραμπεγλέρι ή μην πουστέψουνε ή μην παραφουριέψουνε και κάνουνε καμιά ψιλο-χοντρομαλακία και δε μαζώνουνται ύστερα.
Σίγουρα βουκολικής προέλευσης, ή που θα προήλθε από κάποιο πιο εκτεταμένο "ξε-βαρβατ-σίζω" (τα λεξικά λένε ότι βαρβάτος<barbatus λατινικά ο μουσάτος, δηλ. ο μη ευνούχος), ή μπορεί πιο άμεσα από το βατ(σ)- που έχει σχέση με το βατεύω = πηδώ, ζευγαρώνω, για ζώα, - υπάρχει βέβαια και το βατσ- από το vaccine, που σημαίνει κατά λέξη δαμαλισμός, βλ. βατσίνα, αλλά νομίζω άσχετο.
Αλλά ο πληροφοριοδότης μου που είναι από την πόλη μου είπε ότι έχει ακούσει να το λένε για αθρώπους.
Σε πήγε ρε γρόθε ο πατέρας σου να ξεβατσίσεις ή ακόμης; Να του πεις μιας στιγμής να σε πάει μη μας-ε επάθης πράμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ενδοπαλαμική πεοπαλινδρόμηση, η μαλακία στα Πατρινά. Εκ του διασήμου ρήματος μινάρω.
Κατά το κουτσουκέλα.
Got a better definition? Add it!
Λέξη ευρέως χρησιμοποιούμενη εις την κρητικήν, ιδίως κατά τα παιδικά παιχνίδια, αλλά και γενικότερα: ζαβολιά, απάτη, κλεψιά, cheat - κατά τους φίλους μας τους Αμερικανούς.
Χιλετζιάρης είναι αυτός που κάνει χιλετζιές.
- Όταν ο Κωστάκης «τα φυλάει» κάνει χιλετζιές, όλο κοιτάζει και βλέπει που κρυβόμαστε.
Got a better definition? Add it!
Κρητικο-σλανγκιά. Σημαίνει:
Το ρήμα υπάρχει και με ενεργητική διάθεση, όπου «φχερώ κάτι» σημαίνει το σκορπάω στο πάτωμα. Ετυμολογικά δεν μπορώ να βρω/σκεφτώ κάτι: φαντάζομαι ότι θα είναι παραφθορά του «ευχειρώ» ή κάτι τέτοιο. Ή ίσως του «ευκαιρώ» με την έννοια του διαθέτω - οπότε θά’ πρεπε με «αι»...
Ετόνα ρε κοπέλια δεν μπόρω να καταλάβω ακόμης, και πείτε εσείς που κατέτε από τσι σκυφτές (σ.ς.: χαμηλές) μηχανές.
Γιάντα όντε στρίβω τσι στροφές στ' Αδελιανού (σ.ς.: κάμπος στα ανατολικά του Ρεθύμνου), γκίζει ο πόδας μου χάμες, μια από την μια μπάντα και μια από την άλλη; Μην κάνω πράμα κακό; Μη μπα να φχερέσω καμιά ώρα ετσέ; Και όι πράμα άλλο, μόνο ακόμα τηνε χρωστω και ανε μισερωθώ πως θα πιαίνω (σ.ς.: πηγαίνω) στα οζά (σ.ς.: πρόβατα) να βγάλω κανένα παρά; Παρακαλώ πείτε μου, θα μισερωθώ ή όχι;
(Από μοτοφόρουμ).
- Να κάτσομε στη μπάρα ρε κοπέλια, ίντα λέτε; - Πάμε μρε στσι καναπέδες απού 'χουνε πλάτη να φκερέσομε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified