Further tags

Ο παλιός, ο βέρος Σαλονικιός. Το Σαλονικιό αντίστοιχο του Αθηναίου γκάγκαρου.

Παλιότερα, για να χαρακτηρισθεί κανείς μπαγιάτης έπρεπε ο ίδιος, οι γονείς του, οι παππούδες του και βάλε νάχουν γεννηθεί και νά 'χουν μεγαλώσει στην πόλη - και μάλιστα «εντός των τειχών», έκφραση που στη Θεσσαλονίκη είναι κυριολεξία. Προπολεμικά, ο όρος διέκρινε τους ντόπιους από τους πρόσφυγες. Αλλά, απ' τη δεκαετία του '70 και δω, αυτό έχει εξασθενήσει - δυο-τρεις γενιές πια φτάνουν και σήμερα, ας πούμε, υπάρχουν Πόντιοι την καταγωγή που αυτοχαρακτηρίζονται μπαγιάτες. Ο όρος πια ξεχωρίζει βασικά τους γεννημένους στη Σαλονίκη από γονείς Σαλονικιούς από τους τελείως νιόφερτους - και τα τελευταία 40 χρόνια, λόγω αστυφιλίας και μετανάστευσης, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης έχει τετραπλασιασθεί.

Αλλά, πέρα από καταγωγή, το νά 'σαι μπαγιάτης είναι πρωτίστως στάση ζωής και νοοτροπία. Η προέλευση της λέξης δεν είναι εξακριβωμένη (δες και παράδειγμα 1). Αλλά, κάτι μπαγιάτικο έχει μείνει πολύ καιρό, μυρίζει κλεισούρα κι έχει ίσως μουχλιάσει ή ξινίσει - ε, μέσα είσαι γιατί ο κλασικός μπαγιάτης είναι ακριβώς συντηρητικός, κλειστός χαρακτήρας και μάλλον στριφνός άνθρωπος, λίγο μούχλας και λίγο μούργος.

Όλα αυτά ο μπαγιάτης τα παραδέχεται, αλλά η πλάκα είναι ότι τα θεωρεί καλά πράματα, σχεδόν τίτλο τιμής - κι όποιος το καταλάβει αυτό κατάλαβε τους Σαλονικιούς με τη μία. Βεβαίως και δεν ενθουσιάζεται εύκολα -αλλά, και τί είδε που ν' αξίζει να ενθουσιασθεί; Βεβαίως και βαριέται να κουνηθεί -σάματις τα καινούργια μαγαζιά που θέλουν να τον πάνε θά' ναι καλύτερα απ' αυτά που ξέρει; Βεβαίως και γκρινιάζει για τα πάντα -γιατί, άδικο έχει; Βεβαίως και δεν ανοίγεται εύκολα -γιατί, κορόιδο είναι, αφού όλοι θέλουν τον εκμεταλλευθούν;

Έτσι, όταν ένας μπαγιάτης Σαλονικιός πρωτογνωρίσει έναν Αθηναίο θα τον βρει αλλέγκρο και ευχάριστο, αλλά μάλλον φλούφλη και άτομο στο οποίο δύσκολα μπορείς να βασιστείς. Άμα του τα πει αυτά, ο Αθηναίος θα παραξενευτεί. Ο Αθηναίος, ανάλογα, θα βρει τον Σαλονικιό βαρύ κι ασήκωτο, αλλά ντόμπρο -άμα αυτός του το πει, ο μπαγιάτης Σαλονικιός θα κολακευτεί.

Πώς μπορεί ένας επισκέπτης στη Θεσσαλονίκη να αναγνωρίσει τον μπαγιάτη;

  • Δεν μπαίνει σε άσκοπες συζητήσεις για σουβλάκια και καλαμάκια, μπουγάτσες με τυρί και τυρόπιτες. Αυτός ξέρει ποιό είναι το σωστό. Το πρόβλημα το έχουνε οι κάτω.
  • Εννια φορές στις δέκα δεν λέει «οι Αθηναίοι», λέει «οι κάτω». Την δέκατη λέει «οι κωλοχαμουτζήδες» αλλά πρέπει νάχει εκνευριστεί πολύ. Ποτέ δε λέει «οι πρωτευουσιάνοι» -αυτό το λένε οι επαρχιώτες και η Θεσσαλονίκη δεν είναι επαρχία.
  • Είναι πεπεισμένος ότι οι κάτω επί πολλά χρόνια ήθελαν να πάρουν την Έκθεση -είναι πάντα η Έκθεση, ποτέ η Διεθνής Έκθεση και ποτέ η ΔΕΘ. Α ναι, κι όταν δεν τα κατάφεραν την έφεραν στο χάλι που είναι σήμερα.
  • Για το γεγονός ότι δε γίνεται τίποτε στη Θεσσαλονίκη φταίνε οι κάτω. Κάποιοι που εσχάτως υποστηρίζουν ότι ίσως και να μην είναι και απολύτως έτσι μπορεί να είναι Σαλονικιοί αλλά μπαγιάτηδες δεν είναι.
  • Ήξερε/ξέρει τσινάρια από το Τσινάρι.
  • Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ποια από τις μεγάλες ομάδες υποστηρίζει -Άρης, ΠΑΟΚ, Ηρακλής- αλλά με ποια από τις μικρές ομάδες της πόλης ασχολείται π.χ. ο Παπαγεωργόπουλος προέρχεται από τον Αετό, ο Ψωμιάδης από τον ΠΑΟΔ και εκεί είναι η χάρντκορ εκλογική τους βάση.
  • Όταν του πεις Κρικέλας, ποτέ δεν πάει το μυαλό του στο καινούργιο ρεστωράν στο λιμάνι - πάει πάντα στο παλιό στην προέκταση της Όλγας ή, αν είναι μιας ηλικίας, στο μικρό στα λουλουδάδικα.
  • Αναρωτιέται ακόμα γιατί κλείσανε τα χαμάμ.
  • Κοίτα να δεις, ο Αγαπητός πάντα ήταν καλύτερος απ' τον Τερκενλή. Και δεν κρίνω από τώρα που τον Τερκενλή τον μάθανε και οι κάτω και χάλασε τελείως.
  • Ραντεβού στην πλατεία; Ποια πλατεία; Το Εμπορικό Κέντρο Πλατεία; Α, εννοείς την Αυστροελληνική ... ναι, το καπνομάγαζο ...
  • Η καλύτερη μπύρα είναι η Άμστελ. Το καλύτερο γάλα το Αγνό.
  • Πού να τρέχουμε τώρα στα νησιά, ρε; Παραλίες σα την Χαλκιδική δεν έχει πουθενά.
  • Ο μπαγιάτης δεν είναι τοπικιστής. Απλώς, στη Σαλονίκη είναι καλύτερα.

    Αυτά ακριβώς, τίποτε άλλο. Τα υπόλοιπα -φραπεδούπολη, μπουγάτσα με κεριά, σελεμελές- ο μπαγιάτης ξέρει ότι τα διαδίδουν οι Αθηναίοι που σπουδάζουν επάνω και δεν δίνει σημασία.

Α, ναι, κι ένα τελευταίο. Οι μπαγιάτηδες συχνά λένε ότι ο βιότοπός τους -η Α' εκλογική περιφέρεια Θεσσαλονίκης- είναι το πολιτικό βαρόμετρο της χώρας: ό,τι ποσοστά βγάζει η Α' Θεσσ. βγαίνουν και πανελλήνια. Δεν ξέρω αν είναι ακριβώς έτσι στα νούμερα, αλλά είναι γεγονός ότι η Α' Θεσσ. έχει αναδείξει κορυφαίες προσωπικότητες του δημόσιου βίου: Κούβελας, Ψωμιάδης, Παπαγεωργόπουλος, Τσοχατζόπουλος, Βενιζέλος, Παπαθεμελής. Και επειδή είναι γνωστό ότι ο δημόσιος βίος της χώρας έχει πρόβλημα, λέω μήπως έχει και το βαρόμετρο και μήπως οι μπαγιάτηδες δεν είναι και τόσο κουλ όσο νομίζουν.

  1. «Μπαγιάτηδες» είναι προσηγορία των Σαλονικιών, είτε απο τον καφενέ ενός Μπαγιάτη που συγκέντρωνε τις διαβόητες γκρίνιες τους, (ως πριν πέντε χρόνια υπήρχε ένα καφενείο ενός Μπαγιάτη, κοντά στη συμβολή Σοφούλη με βασιλίσσης Όλγας) είτε από την λέξη «μπαγιάτης», νεολογισμός του τέλους του 19ου αιώνα γιά το γεροντοπαλλήκαρο, τον συντηρητικό στις απόψεις και άλλα συνεκδοχικά (Από http://petefris.blogspot.com/)

  2. Τα «Κούτσουρα του Δαλαμάγκα» ήταν μια ταβέρνα-παράγκα στη Θεσσαλονίκη, στην διασταύρωση Τσιμισκή με Νικηφόρου Φωκά. Ο ιδιοκτήτης της, Γιώργος Δαλαμάγκας δημοφιλέστατος τότε, μπαγιάτης, δηλαδή βέρος Σαλονικιός, ήταν ψηλός, κιμπάρης, χουβαρντάς. (www.hellenica.de)

  3. - Καλώς τον Δημήτρη ... τι έγινε, δικέ μου; Πώς ήτανε το ταξίδι του μέλιτος; Ταϊτή κι έτσι, έμαθα ... φοβερές παραλίες κι έτσι;
    - Νταξ ναούμ, καλές παραλίες έχει ... αλλά και σαν τη Χαλκιδική δεν είναι ...
    - Α, ρε μαλάκα ... μπαγιάτης γεννήθηκες, μπαγιάτης θα πεθάνεις ... γι' αυτό σε γουστάρω, αγορίνα μου ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Ύδρα έτσι φωνάζει το ένα φιλαράκι το άλλο. Το πώς βγήκε η λέξη, άγνωστο.

Έλα ρε πατσέτο για καμια μπύρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έφραση (βαστάει τουλάχιστον τρεις γενιές πίσω) γι' αυτόν που κάνει πάντα παρατηρήσεις στους άλλους, που υποκρίνεται τον τέλειο, που προσποιείται τον καθώς πρέπει -όμως ο κώλος του ξέρει την αλήθεια. Τώρα, γιατί ο κώλος του, δεν ξέρουμε ακριβώς. Πάντως ως κρυφό και προσωπικό σημείο του σώματος, μας αφήνει να συμπεράνουμε πως ο κωλοπρεπούσης α. το παίζει καθαρός ενώ έχει τον κώλο άπλυτο, β. το παίζει αγνός ενώ τον έχει σκίσει τον κώλο του για τα καλά, γ. είναι πρωκτικάτζα του κερατά, δηλ. το μυαλό του κατευθύνεται ακόμα από τον πρωκτό του, βρίσκεται ακόμα στο πρωκτικό (κατά Φρόυντ) στάδιο ελέγχου των πάντων (ο κόσμος είναι δικός μου, μη μου τονε πειράζετε).

Ο άνθρωπος που χρησιμοποιούσε αυτή την έκφραση κατά κόρον καταγόταν από την Πελοπόννησο. Πιθανόν λοιπόν να είναι τοπικός ιδιωματισμός. Ίσως να μας βοηθήσει η γνωστή και διαδεδομένη κατάληξη σε -ούσης: Πανούσης, μπαρμπα-Μυτούσης, κλπ. Όποιος τυχόν γνωρίζει κάτι επ' αυτού, ας μας το καταθέσει!

- Πώς σου φαίνεται η Στέλλα; Καλό κορίτσι ε; Ξέρει κι από τρόπους, είναι προσεκτική, καθαρή... Την είδες πώς την είπε στο γκαρσόνι όταν του ξέφυγε μια σταγόνα από το κρασί στο τραπεζομάντηλο;...
- Άσε μας μωρέ με την κωλοπρεπούσα, έχει το σπίτι της μπουρδέλο μέσ' στα χνούδια και την τουαλέτα της μεσ' στο σκατό και την είπε στον κακομοίρη που ήταν πρώτη μέρα στη δουλειά!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζουν τους πιτσιρικάδες με φτιαγμένα παπιά ή scooter, κυρίως στο νομό Ηλείας. Είναι ένα στάδιο που κάθε νεαρός περνάει με το πρώτο του όχημα και αν τον σημαδέψει ανεπανόρθωτα ο χαρακτηρισμός αυτός, όταν μεγαλώσει και αποκτήσει αμάξι θα γίνει ένας κάγκουρας.
Ετυμολογικά ίσως έχει σχέση με το γκατζόλι (το γαϊδούρι του Έβρου), δηλαδή το μηχανάκι με ό,τι του φορτώνει ο καθένας.

- Ρε τον γκάτζουρα, πώς το έκανε έτσι το παπί.

- Σκάσανε τα γκατζούρια.

- Το γκατζούρι μας πήρε τα αυτιά με την εξάτμιση-σωλήνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην περιοχή της Άμφισσας Φωκίδος, η κουτή:
κουτή -> κουτάσω -> κ'τάσω.

Η λέξη χρησιμοποιείται και πέριξ της Αμφίσσης και πιθανώς να είναι γνωστή (όμοια ή με παραλλαγές) στην ευρύτερη περιοχή της Ρούμελης.

- Η Γεωργία μου είπε ότι την Ανάσταση έπιασε ένα δυναμιτάκι που βρήκε κάτω και έσκασε στα χέρια της...
- Αυτή η κοπέλα είναι ντιπ κ'τάσω... (ντιπ: εντελώς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν ακολουθά τη λογική και, ορμώμενος απο το συναίσθημα καταφεύγει σε καιρούς σκλαβιάς σε ηρωικές πράξεις. Εξ ου και το κομμάτι του τραγουδιού που τραγουδήθηκε από τον Μουντάκη και άλλους: «Φρόνιμοι κι νοικοκυροί δε ζουν στον Ψηλορείτη, γιατί οι Κουζουλοί εκάμανε ελεύθερη την Κρήτη»

- Αν δεν είσαι κουζουλός και δεν βράζει το αίμα σου, δεν μπορείς να προσφέρεις υπηρεσίες στην πατρίδα, όταν η στυγνή λογική των αναλογιών σου απαγορεύει οποιαδήποτε δράση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί, εις την Κυπριακήν, μτφ. ο δειλός άνθρωπος. Επίσης συναντάται και ως το πουττίν.

- Πουττίν σσιιστόν, πουττίν πελλόν, εννά σε κουπανήσω τζι ολόϊσια στην τρύπαν σου σαν ταύρος θα ορμήσω!

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Πατρινή εκδοχή του γνωστού χαρακτηρισμού μαλάκας. Χρησιμοποιείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

Τον είδες τον μινάρα πως μου χώθηκε πάνω στην προσπέραση; Χαλκομανία θα γινόμασταν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπουρδελόβιος και κατά συνυποδήλωση οποιοσδήποτε ανάξιος και ευτελής. Προέρχεται από την τουρκική λέξη kerhaneci με παρόμοια έννοια.

- Είδες πόσα λεφτά έφαγαν εκείνοι οι τύποι στον δήμο; - Ντιπ κερχανατζήδες είναι αφού, να κάνουμε κάτι να φύγουν.

Δες και μπουρδελιάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κύπριοι που έχουν γεννηθεί και μεγαλουργούν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ομιλούν ένα ιδιαίτερο ιδίωμα, παντελώς ακατάληπτο τόσο από τους Άγγλους όσο και από τους Κυπρίους. Εκ του B.B.C. (British Born Cypriot).

Κυπριακή αργκό.

- Πάμε για chopping;
- Παναγία μου, η νύφη του Τσάκι θέλει να με διαμελίσει!
- Χαλάρωσε, το κορίτσι είναι μπιμπισού και θέλει να πάει για ψώνια!

Πάμε chopping? (από Vrastaman, 09/07/08)Its a vraka ting! (από Vrastaman, 09/07/08)

Δες και τσάρλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified