Further tags

Στην πατρινή αργκό, το κατώτατο είδος μινάρα. Ο εντελώς γελοίος και άχρηστος μαλάκας. Αν πεις κάποιον στην Πάτρα μιναροκεφτέ μπροστά σε γκόμενες, ετοιμάσου για κλωτσίδι.

Μερικές φορές χρησιμοποιείται και ως φιλική επίπληξη ή προσφώνηση, αλλά μόνο μεταξύ κολλητών.

  1. Τράβα ρε μιναροκεφτέ!

  2. Έλα ρε μιναροκεφτέ, πλάκα σου κάνω.

Ψίτ, γκαρσόν !  Μιά μερίδα μιναροκεφτέδες...  (από Marco De Sade, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαζός, ο βλάκας...

Μα τι ντογάνι είναι αυτός ρε μαλάκα; Με έπαιρνε τηλέφωνο 3 η ώρα το πρωί και με ρωτούσε τι ώρα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από συνώνυμο του γκαντέμη, στην Κρήτη χρησιμοποιείται και με την έννοια του απεριποίητου, του βρώμικου, του ακατάστατου.

- Δες μαύρα που είναι τα νύχια σου. Πήγαινε να τα κόψεις ρε γρουσούζη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Ο τύπος που λέει διαρκώς ανυπόστατα πράγματα / μαλακίες (σκατά) = παραμυθατζής / μυνχάουζεν.

Υφίσταται πανομοιότυπη έκφραση στην βρεταννική αγγλική : shitmonger = σκατέμπορας/παραμυθάς (κατά το: fishmonger = ιχθυοπώλης).

Σημείωση: Στην βρεταννική αργκό του 16ου αιώνα mutton monger ήταν ο νταβατζής (δηλ. πωλούσε αρνάκι του γαλάτου μτφ).

- Ο Μιχάλης πέρασε ιατρική πρώτος στην Ελλάδα, λέει !
- Άντε ρε, κάθεσαι κι ακούς το σκατέμπορα. ΤΕΙ Βλαχοκερασιάς και αν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό κριάρι έτσι λέγεται στη Σάμο. Είναι γνωστό ότι τα κριάρια έχουν κέρατα και, είναι επίσης γνωστό, ότι στα Ελληνικά νησιά αποκτούν κέρατα και πολλοί άρρενες της αλλοδαπής, μετά από τις καλοκαιρινές ιστοριούλες των γυναικών τους με τους ντόπιους επιβήτορες.

-Ρε παιδιά τι μωρό κυκλοφορεί ο Νικόλας; Σουηδέζα πρέπει νά 'ναι.
-Σίγουρα έκανε κάποιον καμπάκο.

(από northwind, 11/08/09)(από northwind, 11/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίπου ίδια έννοια με το πετσί / πέτσακας μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για έναν τύπο κατά κύριο λόγο από χωριό, που το παίζει πετσί και μοντέρνος, σύγχρονος, ξερόλας και γενικότερα γαμίκος, θέλοντας να δημιουργήσει έναν ντόρο γύρω από το όνομά του (έτσι είναι τουλάχιστον ο πρώτος γνήσιος πετσοκάγκουρας που ανακαλύψαμε). Φαινόμενα και κρούσματα πετσοκάγκουρων παρατηρούνται παντού, αλλά κατά κύριο λόγο στην Κρήτη όπου υπάρχουν τα παραδοσιακά πετσιά!!!

Επίσης κάλλιστα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο όρος για τον κλασσικό πέτσακα ο οποίος οδηγάει hi-lux (ή οτιδήποτε άλλο) και οδηγά παρέα με... τον Χάρο!!

  1. - Τί κάνατε ρε προχτές;
    - Πήγαμε στις Ασίτες είχε γλέντι προχτές.... και σε κάποια φάση είναι ένας τύπος τρελός πετσοκάγκουρας... νιώσαμε πολύ μαλάκες μπροστά του, πάντα είχε μια μαλακία να μας πει επί παντός επιστητού...

  2. - Εκεί που οδήγαγα, σε κάποια φάση σκάει ένας πετσοκάγκουρας από πίσω με ένα toyota hi-lux και αρχίζει να μου παίζει τα φώτα, με προσπέρασε από πάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που καυλώνει το μεσημέρι.

Στον Παγώνδα, μεγάλο χωριό της Σάμου, στις δεκαετίες του '50 και του '60 (ίσως και παλιότερα) λεγόταν καυλουμησ'μέρ'ς (καυλομεσημέρης) ο γεωργός που, αντί να πάρει μαζί του στο χωράφι το μεσημεριανό φαγητό του και να επιστρέψει μια και καλή το βράδυ, επιστρέφει στο χωριό το μεσημέρι, τρώει μεσημεριανό με τη γυναίκα του και τα παιδιά του και ξαναγυρίζει στο χωράφι για να συνεχίσει την εργασία του.

Τουν είδης; Πάει πάλι ου καυλουμησ'μέρ'ς να ξηκαυλώσ' στ' κυρά Μαριώ κι να ξαναγυρίσ' στου χουράφ'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμος στην Καστοριά, το λέμε σε φίλους ...

Οι παλιοί ονόμαζαν το πασχαλινό μανάρι (αρνάκι), που ήταν η ψυχαγωγία των παιδιών, μπέτσκα απο το μπέ μπέ. Έβαφαν την ράχη του κόκκινη και το τάιζαν με αστραγάλια και ένα χόρτο που ονομαζόταν χασούλα.

Πού σαι, μπέτσκα μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὁ ὀκνός, ὀκνηρός, βραδύς, τεμπέλης, στὰ κυπριακά.

Ὀκνός > ὀκουνός > κουνός > κούννος. Ἡ σταδιακὴ μεταλλαγὴ ἀρχίζει μὲ τὴν προσθήκη βραχέος, εὐφωνικοῦ -ου-, γιὰ νὰ χωρισθοῦν τὰ δύο ἄφωνα σύμφωνα. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα τὸ παίρνει ὁ διάολος: Ὁ διπλασιασμὸς τοῦ ν γίνεται προκειμένου νὰ διατηρηθῇ ἡ βραχύτης τοῦ -ου-, μετὰ τὸν ἀναβιβασμὸ τοῦ τόνου.

Ἡ ἀρχικὴ ἑλληνικὴ ἑτυμολογία εἶναι ἀπὸ τὸ ὄκνος, ποὺ σημαίνει φόβος δειλία, δισταγμός, ἀπροθυμία, ἐνδοιασμός, καὶ κατ' ἐπέκτασιν βραδύτης ἀπὸ δειλία, ἀναποφασιστικότητα ἢ σωματικὴ κόπωσι. Ἡ περαιτέρω ἐτυμολόγησις εἶναι σκοτεινή.

(Διάλογος)
- Ἔντζε σούζεις chὲ σὺ λῆον τὸν κόλλον σου, ρέ Ἀchιλλέα;
- Ἄφησ' τον, μ' ἐένν τοῦ μιλλεῖς, ἐν κούννος τέλλεια, ρέ κουμπάρε!

Τουτέστιν:
- Δὲν κουνᾶς καὶ σὺ λίγο τὸν κῶλο σου, ρὲ Ἀχιλλέα;
- Ἄστονε, μήν τοῦ μιλᾶς, εἶναι τελείως ὀκνηρός, ρὲ κουμπάρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατσούκλι που έδωσαν οι ροδίτες στους εσωτερικούς μετανάστες από την Σύμη οι οποίοι τρελαίνονταν να βουτάνε το ψωμί στο ζουμί της σαρδέλας, ίσως και λόγω της φτώχειας τους.

- E! Συμιακέ, σαρδελοτζούμι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified