Λαμβάνω γονυκλινή θέση με τα οπίσθια τουρλωμένα προς τα πάνω.
Εκείνη, έτοιμη και ξαναμμένη, ορτοκωλιάστηκε και τον περίμενε.
Λαμβάνω γονυκλινή θέση με τα οπίσθια τουρλωμένα προς τα πάνω.
Εκείνη, έτοιμη και ξαναμμένη, ορτοκωλιάστηκε και τον περίμενε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
αφάνος: Ζάλη μαζί με έξαψη.
καπρινιόζος: Κακομούτσουνο ψάρι. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει άσχημη γκόμενα.
κότολο: Γυναικείο μακρύ και φαρδύ φόρεμα εργασίας.
παλιοπροβάτινα: Η περασμένης ηλικίας γυναίκα. Ο τόνος μεταφέρεται στην προπαραλήγουσα.
πατσαλικοπόδαρο: Το εν χρω κούρεμα ή ξύρισμα κεφαλιού, αιδοίου κτλ.
ποκάρι: Πλούσιο μαλλί.
σούτος: Ο μη κερασφόρος, αυτός που δεν έχει κέρατα.
τσαγκώνει: Πιάνει στο λαιμό κάτι σαν κάψιμο.
τσούλα: Η προβατίνα με πολύ μικρά αυτιά.
φεστίδιο: Σύντομο λιποθυμικό επεισόδιο.
- Ανοίξτε μωρέ καμιά πόρτα και μούρτε αφάνος απ' τη ζέστη.
- Είναι όπως τον καπρινιόζο!
- Σήκωσε με διακριτικότητα το κότολό της και κατούρησε λάθρα.
- Τι τηνε θέλεις την παλιοπροβάτινα; Αυτήνη δε βράζει ούτε σε 2 μέρες!
- Το κεφάλι του έγινε σα πατσαλικοπόδαρο!
- Εκειές οι προβατίνες είχανε απάνου τσου ποκάρι και ατόνισα να τσι κωλοκουρίσω!
- Σούτος τράγος.
- Αυτό το λάδι είναι τσαγκό.
- Εχάλευα εκείνη την τσούλα μες το λόγκο ούλη μέρα
- Μούρτε φεστίδιο μόλις τα' κουσα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Με νευρίασες.
Άσε με και μου σήκωσες αίρεση!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γυρεύω, ψάχνω.
Πού γύριζες, μώρε νοικοκύρη, και σε χάλευα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάτι πολύ πικρό, πολύ αλμυρό...
Και πώς έκαμες το φαΐ διαλούπι;;;;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τυλιγμένο κυκλικό ύφασμα που βάζανε οι γυναίκες στο κεφάλι για να ακουμπήσουν πάνω και να μεταφέρουν φορτία (τώρα καλομάθανε)...
Τύλιξε την ποδολόα της και φόρτωσε στο κεφάλι της το σφαχτό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μεταφορικά το πλαδαρό. Κυριολεκτικά το χταπόδι μόλις γεννήσει.
Όσο και να γυμνάζεται η Σοφία, πάντα αποχυμένη θα' ναι. Έρμη κληρονομικότητα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πλαγιάζω, κοιμάμαι.
Πάω να πλαέσω γιατί εμεσανύχτιασε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified