Υποτιμητικά το λαμέ, αλλά συνήθως χωρίς να ταιριάζει.
Έσκασε η άλλη το τσόλι με τη χρυσομυγί τουαλέτα, διπλα στον νέο γκόμενο τον βιομήχανο για να το παίξει κυρία!!
Υποτιμητικά το λαμέ, αλλά συνήθως χωρίς να ταιριάζει.
Έσκασε η άλλη το τσόλι με τη χρυσομυγί τουαλέτα, διπλα στον νέο γκόμενο τον βιομήχανο για να το παίξει κυρία!!
Got a better definition? Add it!
Φοράω κοντομάνικα πόλο οριζόντιας διαγράμμισης, μόδα που λάνσαρε ο συμπαθέστατος προφέσορας του ποδοσφαίρου.
Σημ. Να μην συγχέεται με την περίφημη αλεφάντεια κόμμωση.
Τι μπλουζάκι είναι αυτό ρε; Αλέφαντος ντύθηκες;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επίθετο, το οποίο με την μεταφορική έννοια του όρου, τις δεκαετίες 70 και 80, εχρησιμοποιείτο διασταλτικά για να χαρακτηρίσει πρόσωπο ή αντικείμενο ως παρακατιανό, ή αδέξιο, κακόγουστο, ξεπερασμένο κοκ. Ενοίοτε, απο πιό προχωρημένους για την εποχή νέους, ο όρος εχρησιμοποιείτο στη μορφή "καρεκλωτό".
Ρε Κώστα, τί καρεκλάδικο βάψιμο είναι αυτό που έκανες στον τοίχο? Δεν γίνεται να το αλλάξεις? Χάλια είναι.
Πατέρα μα τί καρεκλάδικο αυτοκίνητο είναι αυτό που αγόρασες? Τί καρεκλάδικα πουκάμισα είναι αυτά που φοράτε όλοι σας? Μα πού τα βρήκατε αυτά τα λαχούρια και τα βάλατε? Εγώ δεν βγαίνω έξω μαζί αν δεν τα βγάλετε. Ρε Γιάννη, τί καρεκλωτό χρώμα είναι αυτό του μπουφάν? Δεν μπορούσες να πάρεις άλλο?
Got a better definition? Add it!
Μπλουζάκι Αλέφαντος: Το μπλουζάκι Αλέφαντος είναι συνήθως ριγέ, μπλε με κόκκινο, αν και απαντάται και σε άλλους συνδυασμούς και φέρει γιακαδάκι.
Ουσιαστικά πρόκειται για μπλουζάκι τύπου Polo μόνο που είναι αγορασμένο από τη λαϊκή Ταμπουρίων.
Έχει την τιμή να φέρει το όνομα του σπουδαίου κόουτς μια και ο ίδιος τα τιμά κατά κόρον.
Τα φορούν άνδρες που έχουν πατήσει τα -ήντα και που στριμώχνονται στα τρόλεϊ.
- Και μου δίνει μια ο γερομπισμπίκης με το μπλουζάκι Αλέφαντος και τα ψώνια από το «Γαλαξία», κόντεψα να πέσω χάμω.
- Του λέω «τι κάνεις ρε κωλόγερε»;, ήθελε να χτυπήσει το εισιτήριό του.
Αλεφάντεια: αλεφάντεια κόμμωση, αλέφαντος, ζωγραφίζω κάποιον, καλώς τα παιδιά, 3-0!, κίνηση μεγάλου παίχτου, κονιόρδος, μάθε μπαλίτσα, μάνα καημένη, μαντουμαδόρος, μυρωδιάς, ντύνομαι Αλέφαντος, ξέρω εκατό κιλά, πες το κι έτσι (μορφωμένε), πριμαντόνα, σ' τα εξηγώ ωραία;, τα πάντα όλα, τέσσερο, τιτανοτεράστιος.
Got a better definition? Add it!
Η γενεσιουργός αιτία πολλών κιτς θεαμάτων στο δρόμο.
Η σύγκρουση με την ντουλάπα του εν λόγω αοιδού είναι η μόνη λογική εξήγηση για τις ενδυματολογικές προτιμήσεις αρκετών συνανθρώπων μας. Τουτέστιν, όταν συναντάμε στο δρόμο κάποιον με καπέλο με φτερά, κολλαριστό παντελόνι με τσάκιση, τύπου καμπάνα, φούξια πουκάμισο και σακάκι με γαλάζιες πούλιες, τότε καταλαβαίνουμε πως ήρθε σε σύγκρουση με την περί ης ο λόγος γκαρνταρόμπα.
- Καλέ! Φούξια γόβες με εμπριμέ εσάρπα φοράει! Αμ τις πούλιες που τις πας;
- Την καημένη... Μετωπική με την ντουλάπα του Φλωρινιώτη θα 'χε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υπερήλικες κοκέτηδες συνηθίζουν να φορούν το παντελόνι εξαιρετικά ψηλά. Έτσι εμφανίζεται συχνά παππούς να το δένει στο ύψος της μασχάλης.
Το υφασμάτινο αυτό παντελόνι, συνήθως γκρι-ποντικί χρώματος με ρεβέρ στο μπατζάκι που δένει με στενή ζώνη πολύ ψηλά, καταλήγει να γίνεται γιακάς σχεδόν στο μπεζοζαχαρί κοντομάνικο πουκάμισο του γεράκου, γιαυτό και ονομάζεται παντελόνι ζιβάγκο.
Τελευταία παρατηρείται η χρήση του και από νεανίες μαλακίδες (κατά το παλλακίδα), οι οποίοι το συνδυάζουν με κινέζικο σκαρπίνι 3 νούμερα μεγαλύτερο από το πόδι τους.
Δεν μπορώ να το περιγράψω. Σκεφτείτε την εικόνα ενός μπαμπόγερου να πηγαίνει στο ΚΑΠΗ και είμαι σίγουρος πως έχετε πέσει μέσα.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που ντύνεται σαν γαμπρός για να βγει. Τον καταλαβαίνεις από το πολύ ζελέ στο μαλλί, τα παπούτσια -συνήθως κροκό ή φίδι- που πετυχαίνουν κατσαρίδα στη γωνία και τα 15 κιλά άρωμα που έχει λουστεί. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από την επτανησιακή διάλεκτο. Δυνητικά λέγεται και τζιτζιφιόγκος.
Πού πας έτσι ντυμένος κονιόρδος; Πας να ρίξεις καμιά γκόμενα;
Got a better definition? Add it!
Μετωνυμία, εκ του παλαιού ιχθυοποιού (sic) Φαίδωνος, που δηλώνει τον καθηλωμένον άνδρα σε σεβεντίστικα πρότυπα, ιδίως στο άνοιγμα των κουμπιών του πουκαμίσου μέχρι τον αφαλό, για να φαίνεται το θυσανωτόν τρίχωμα, όπου υποφώσκει και χρυσή καδένα (ασορτί με την καρδιά του φέροντος). Επί 80’ετίας διανθίσθηκε με πακέτο «μάλμπορο», τυλιγμένο στο ανασκουμπωμένο μανίκι της πουκαμίσας ή σφιγμένο στο μαγιώ, τσόκαρο «γάτα με πέταλα», ανώνυμο γυαλί ηλίου και ψάθινο καου-μπόικο…
Λέγεται και τραβόλτας ο τύπος, ενώ ο βιρτουόζος Ζώρζ Πιλαλί, υπήρξε και ο πρώτος που γιουχάισε μουσικώς και στυλιστικώς το φαινόμενον.
Πρόκειται λοιπόν για μια εκ της σειράς μετωνυμιών, που αποδίδουν σε διάφορους σελεμπριτέους, ορισμένην ιδιότητα, όπως:
(για να μη μείνουν 13=γρουσουζιά) Καΐλας, για τον αναξιοπαθούντα πτωχό-πλην-τίμιο δουλευταρά
και άπειρα άλλα, αφού της επινοητικότητος ουκ έσται τέλος...
- Κλείσε κανά κουμπί, θα πουντιάσεις ρε Γεωργίτση!
- Τι ξέρεις εσύ από μόστρα ρε λεκέ;
Got a better definition? Add it!