Further tags

Η γυναίκα, σε αντιδιαστολή με τον μονότρυπο γκέουλα. Καλιαρντίζων σεξισμός, ο δεύτερος απαξιωτικότερος για την γυναίκα μετά το νέτο-σκέτο τρύπα.

Από το δουπού: patsis.

Όμως, ο πούστης- όπως τον αποκάλεσε καταδηλωτικά ο εντολοδόχος του- παραδόξως τα έβαλε με τη λεσβία την Εύη! Κάνε στην άκρη, κυρά μου δίτρυπη, της είπε, εμείς θα τα βρούμε με το παλικάρι εδώ! Αυτή η βρισιά, το δίτρυπη, μου έμεινε από τότε ως ό,τι πιο υποτιμητικό και αδιάντροπο είχα ακούσει για τη γυναικεία ύπαρξη! (εδώ)

(από σφυρίζων, 24/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Το θηλυκό αρρωστάκι, η γυναικεία εκδοχή του πρεζάκια.

Η πρεζού απεικονίζεται ως τραγική φιγούρα από το εγχώριο φολκλόρ: μια αποστεωμένη, τρικλίζουσα και η έτοιμη για όλα ξεδοντιάρα. Φυσικά υπάρχουν και μερακλήδες που θεωρούν το ηρωινάτο λουκ αρκούδως γκλαμουράτο. Περί ορέξεως.

Συχνοί και οι συνειρμοί για την μοίρα τση μνjημονιακής Ελλάδας (βλ. παράδειγμα 2).

Πρεζούμαμπλυ εκ του Ιταλικού presa.

1.
Τι είδους γάμος θα'ναι αυτός, όταν ένας άνδρας που μοιάζει ζεν-πρεμιέ του σινεμά, μπάνικος και 28χρονος και μιλιοναίρ, θα παντρευτεί μία κακάσχημη πενηντάρα, πάμφτωχη, που είναι και πρεζού; Για σκεφθείτε το. Δεν είναι μαλάκας ο ωραίος νέος, ο γκόμενος, κάποιο λόγο θα έχει για να ζευγαρώσει με παπά και κουμπάρο μία χλεμπονιάρα σιτεμένη, μία βακέτα

2.
Έχετε καταντήσει την πατρίδα μας, η οποία μετρά 3000 χρόνια στην πλάτη, να παρακαλάει σαν την πρεζού για τη δόση της!

3.
Η ναζί-πρεζού και η μπουζού: Αξίζει να κρατήσει κανείς τη μύτη του, να επιστρατεύσει την υπομονή του, και να δει το βίντεο (δείτε εδώ) με τις αθλιότητες της Ζαρούλια για την «πρεζού» και τη «μπουζού» στη Βουλή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παραπάνω λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη φθηνή κοπέλα, η οποία ψάχνει εναγωνίως γκόμενο για να κάνει σχέση. Συνήθως περιφέρεται σα ραντάρ με ένα τσιγάρο στο στόμα παίζοντας το μοιραία...

Πώς πρέπει να σε αποκαλέσει κανείς αφού την πέφτεις σε 55αρη; Παντόφλα είσαι μωρή και μάλιστα δίσολη!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρτσακλός, -ή, -ό (επίθ.). Ο άτσαλος, ο άχαρος. Χαρακτηρισμός ανθρώπων που σου ξινίζουν στο μάτι τόσο σε συμπεριφορά όσο και σε εμφάνιση.

- Ρε συ, είδες το παρτσακλό που κουβαλούσε ο Γιώργης χτές;
- Τι να σου πω ρε φίλε. Εγώ αν ήμουν στη θέση του θα ντρεπόμουν να την κυκλοφορήσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός χαρακτηρισμός της ομάδας του Ολυμπιακού εκ του κουρέλας με ένα ψευδογαλλικό ζενεσεκουά, ο οποίος ήταν πολύ δημοφιλής στην δεκαετία του 1970 και ψιλοκράτησε και αργότερα. Σήμερα λέγεται περισσότερο νοσταλγικώς από παλαίμαχους αντι-ολυμπιακούς, ενώ η έκφραση χρησιμοποιήθηκε πιο πρόσφατα ως μειωτικός χαρακτηρισμός για την αεροπορική εταιρεία της Ολυμπιακής.

  1. Υπεράνω όλων, όμως, η μεγάλη επιτυχία της εποχής «Ασπρα , κόκκινα, κίτρινα , μπλέ» του Δημου Μούτση
    Παρά το ότι ερμηνεύεται από την Βίκυ Μοσχολιού, (ή, ισως, ακριβώς γι αυτό!) θα ακουστεί στο Καραϊσκάκη, όσο η χρονιά προχωρεί προς το φινάλε της «Ασπρα , κόκκινα, κίτρινα , μπλέ , Θρυλε, Θρυλε ομαδάρα, είμαστε πρωταθλητές» Δειλά, δειλά, αντιτείνεται στην ...;Λεωφόρο «Ασπρα , κόκκινα, κίτρινα , μπλέ , ΠΑΟ, ΠΑΟ ομαδάρα, Ολυμπίκ ντε Κουρελέ». (Εδώ).

  2. Ολυμπικ ντε κουρελέ θα σκάσουν από το κακό τους, που στην Ευρώπη η Ελλάδα έχει μόνο μια ομάδα, την ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΑΡΑ! (Εδώ).

  3. Ήταν ένα site εμπνευσμένο από τα αξέχαστα λόγια του κυρ-Αντρέα στην πρώτη συνέντευξη τύπου της ΠΕΚ, τότε που φώναζε «ρεουλελέ-ρουλελέ-ολυμπίκ ντε κουρελέ».
    (Αλήθεια λέμε, τα έχουμε ζήσει αυτά στον Παναθηναϊκό, δεν κάνουμε πλάκα) (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, χαρακτηρίζονται έτσι υβριστικά οι οπαδοί / μέλη της ομάδας του Ολυμπιακού (κυρίως από Παναθηναϊκούς). Εννοείται ως μια ψαροκασέλα γεμάτη με γαύρους.

Για την καθιέρωση της βρισιάς αυτής θεωρώ εύλογο ότι έχει επιδράσει και η κλασική αργκοτική σημασία της ψαροκασέλας ως της παρτόλας γυναίκας (βλ. ορισμό Vrastaman) που μυρίζει ανδρικό σπέρμα, όπως η ψαροκασέλα βρωμάει ψαρίλα.

  1. Ο Παναθηναϊκός επιβεβαίωσε τον τίτλο της καλύτερης ομάδας, επικράτησε ... ΡΕ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΕΥΣΗΜΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΨΑΡΟΚΑΣΕΛΕΣ ΛΕΜΕ. (Εδώ).

  2. Ψαροκασέλα, σου αρέσει να συχνάζεις στα πράσινα μπλογκς, ε; Λογικό, κανείς δεν ξεχνάει αυτόν που του πρωτοέμαθε τον έρωτα! Σας έχει πιάσει κρύος ιδρώτας στο τουρκολίμανο…Εκεί που μας είχατε για διαλυμένους αλλάξανε τα κόζια και τρέμετε γιατί ξέρετε ποιος είναι ο αιώνιος δυνάστης σας…Υπομονή, έχετε χρόνο ως τους τελικούς του Μάη να ξυριστείτε/ντυθείτε/πάτε κομμωτήριο για να μας περιμένετε… (Εδώ η στιχομυθία).

  3. «Οσο για τις ψαροκασελες, τις αφηνουμε στην θλιβερη καταντια τους» εγραψα και ορθα ο εξαδελφος σχολιασε οτι αδικω την ομαδα μπασκετ του ολυμπιακου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντόμευση της φράσης «γαμώ το ...».

Όπως ξέρουμε, αν χρησιμοποιήσετε το «γαμώ το ...» αναγκάζεστε να προσθέσετε στο τέλος μία λέξη.
Π.χ.
- Γαμώ την τύχη μου/Γαμώ το κέρατό μου: Σε περιπτώσεις γκαντεμιάς
- Γαμώ τον/την (Θεούς, Χριστούς Παναγίες κτλ.) Για πιο extreme καταστάσεις.

Το «γαμώτο» προφέρεται και σκέτο, οπότε δε χρειάζεται να στροφάρει το μυαλό για το τι θα πει μετά. Έτσι αμολάτε τη λέξη επιτόπου.

- 10 χρόνια φίλος και τελικά σου γάμησε την αδερφή και την άφησε έγκυο, ε;
- Ναι ρε γαμώτο. Άμα τον βρω τον πούστη θα τον σκίσω.

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτικώς το παίγνιο με ηχηροποίηση, δηλαδή ο άνθρωπος που έχει καταστεί άθυρμα, καταγέλαστος, καραγκιόζης, που γελάει ο κόσμος με την πάρτη του, ειδικά σε μικρές κοινότητες που το κουτσομπολιό πάει σύννεφο και υπάρχει ανάγκη για τρελό ή τρολό του χωριού. Τον μη καθαρευουσιανοειδή αυτόν τύπο με την ηχηροποίηση τον βρίσκουμε συχνά στη λογοτεχνία και την ποίηση.

Πάσα (Δ.Π.): selsa

  1. Γιατί να γεννηθεί, τι κακό έκαμε στο Θεό και την παιδεύει τόσο; Και τι κακό έκαμε κι ο άντρας της, να καταντήσει μπεκρής, άσωτος και μπαίγνιο του χωριού; (Από το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», σ. 251).

  2. Σκιές μες στην ομίχλη που πλανιούνται και όνειρο στα βλέφαρα μωρού
    μπαίγνιο του αέρα, περιγέλιο του καιρού
    οι άνθρωποι περνούνε και ξεχνιούνται
    σαν τις σκιές μες στην ομίχλη που πλανιούνται. (Από άζμα των Χαϊνηδων).

  3. Γελάνε οι νέοι με τα κατάντια σου ,
    αλλά εσένα δε σου καίγεται καρφί,
    παλιόγερε , μπαίγνιο μιας πουτάνας. (Εδώ).

  4. Δεν γίνεται, Θέ μου, να κάνεις ένα θαύμα
    να σηκωθεί ο Κόντες,
    ν' αρπάξει ένα στυλιάρι από τ' αλώνι
    ή να ξεκρεμάσει το βούρδουλα απ' το γάντζο
    και ν' αρχίσει να βαράει,
    να κοπανάει όπου βρει κι όπου πονεί
    –αλύπητα, χωρίς σταματημό–
    φωνάζοντας «Όξω μπαίγνιο! Όξω πούστη!»,
    όπως εφώναζε σα ζούσε
    σ' όσους δικούς του στίχους είτανε κακοί, [...].
    (Από ποίημα του Γιώργου Κεντρωτή εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η στοματική κοιλότητα που συμπολίτες μας δεν την χρησιμοποιούν μόνο για λειτουργίες όπως η βρώση, η πόση και η ομιλία, αλλά επιπλέον και για την χρήση που σύμφωνα με την -πολύ πασέ ομολογουμένως θεώρηση- επιφυλάσσεται μάλιστα στο μουνί.

Πρόκειται, δηλαδή, για μια λέξη αντίστοιχη με το κωλόμουνο, με την διαφορά ότι, σε αντίθεση με το τελευταίο, το στόμα δεν χρειάζεται και τόοοση υπομονή για να γίνει μουνί (το σάλιο το έχει από μόνο του άλλωστε), μόνο καυλή θέληση και λίγη αντοχή, γι' αυτό και είναι μάλλον ένα μουνί του παρόντος ή και του παρελθόντος παρά ένα μουνί του μέλλοντος.

Όπως ο όρος τσιμπουκόστομα, το μουνόστομα χρησιμοποιείται και για να εξάρει την πχοιότητα ενός στόματος που έχει καταστήσει εαυτό φιλόξενο αιδοίο (λ.χ. κατά την διάρκεια γαμησιάτικων μπινελικίων), και ακόμη περισσότερο -φευ- ως βρισιά για συνομιλητές μας που θεωρούμε προσβλητικώς ότι θα ήταν καλύτερο να μην χρησιμοποιούσαν το μουνόστομά τους επιπλέον και για την λειτουργία της ομιλίας (βλ. τη ρόκα σου εσύ!).

Μια σημαντική λογοτεχνική εξαίρεση αποτελεί ο Ανδρέας Εμπειρίκος, που χρησιμοποιεί με ένα ορισμένο θάμβος την καθαρευουσιάνικη έκφραση στοματομουνίς νύμφη για να περιγράψει νυμφίδια που έχουν προβεί στην συγκεκριμένη μεταλλαγή είτε καυλοπυρέσσοντα όντα, είτε λόγω της ανάγκης ένεκα κοινωνικών συμβάσεων παρωχημένων εποχών να διατηρηθεί άθικτος ο παρθενικός υμήν ακόμη κι αν χρειαζόταν να φτάσουν στο αμήν!

  1. α. Τρελαίνομαι να ξαπλάρω με τα πόδια ανοιχτά και τις αρχιδάρες μου να παίρνουν αέρα και ένα υγρό μουνόστομα να κόβει βόλτες πάνω στον πούτσο μου. (Από σάιτ για ενήλικες).

β. «Σου αρέσει καριόλα που σου γαμάω το στόμα; Αν δεν καταπιείς και την τελευταία σταγόνα, δεν τον βγάζω απ' το μουνόστομα σου. Τ' ακούς;« (Αναπολούμενα γαμησιάτικα μπινελίκια σε σάιτ για ενήλικες).

  1. α. μαλακα αν δεν γουσταρεις εμινεμ (που για μενα ειναι απο τους καλυτερους ALIVE) κλεισε το μουνοστομα σου ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΟ (Εδώ).

β. κ επειδη το μουνοστομα σου πισω απο μια οθονη ξερει να κανει μονο το τζαμπα μαγκα... (από διαδικτυακό βρις-οφ).

  1. Ήτο φανερόν ότι ο τυχηρός αυτός άνδρας εγέμιζε τώρα ραγδαίως το στόμα της μικράς με άφθονον ψωλοχυμόν, που με ακατάσχετον ορμήν ανέβλυζε εις την ελάχιστα διαφέρουσαν κατά τας στιγμάς εκείνας από γλυκό μουνί θερμήν στοματικήν κοιλότητα, ενώ η παις, σφίγγουσα με ηδυπαθή απόγνωσιν, γύρω από την ασπαίρουσαν ψωλήν, τα χείλη της, ώστε να μην της διαφύγη ούτε μία σταγών του λιπαρού αρσενικού χυμού, πιπίλιζε και κατέπινε αδιακόπως το πτυόμενον εντός του στόματός της πυκνόρρευστον σπέρμα, κρατούσα πάντοτε αβρώς την δονουμένην πούτσαν με την μίαν χείρα (προς σχετικήν ίσως σταθεροποίησίν της) και πιέζουσα με την άλλην τον ασκόν των όρχεων, ώστε να υποβοηθήση το δονούμενον γεννητικόν μόριον εις την πλήρη εκκένωσιν, την τελείαν αποστράγγισιν του γλοιώδους αρσενικού οπού του, που με έγκαυλον λαιμαργίαν η μικρά στοματομουνίς νύμφη περιπαθώς απομυζούσε και κατέτρωγε. (Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, Αθήνα, εκδ. Άγρα, 4η εκδ., 2011, σ. 239-240).

(από Khan, 29/08/13)Σεξουαλικό γκατζετάκι που μετατρέπει μια ερωμένη κυριολεκτικά σε στοματομουνίδα νύμφην. (από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Τύπος μικρού ξύλινου πλοιαρίου στη περιοχή κυρίως της Ανατολικής Μεσογείου, χαμηλού και άφρακτου (χωρίς κατάστρωμα) που κινούταν με κουπιά και ιστία (πανιά), φέροντας τρία λατίνια και αρτέμονα» (δες). Ετυμολογείται από το ιταλικό feluca και ίσως πρόκειται για αντιδάνειο < γαλλικό felouque < αραβικό felūka < ελληνιστικό ἐφόλκιον = βαρκάκι που ρυμουλκείται από το καράβι (δες).

Το σλανγκικό ενδιαφέρον είναι ότι χρησιμοποιείται ως βρισιά παλαιάς κοπής, με την οποία προσάπτουμε ευτέλεια στον υβριζόμενο. Κατά τον πασαδόρο Gatzman δηλώνει κυρίως επιπολαιότητα.

Εϊτίλα αθάνατη:
Τρέχει προς τον Λάκη Τρέχει προς τον Τάκη
Συναντιούνται στα μισα
Αντρικά, βαριά, ζόρικα, κολλάνε τα χέρια χειραψία, ΚΛΑΤΣ, έτσι να ακουστεί ρε παιδί μου, αγκαλιάζονται στο πολύ βαρβατίλα, σαν την αρκούδα που πιάνει θήραμα ρε παιδί μου. χτυπάει ο ένας την πλάτη του άλλου και το παιχνίδι ανεβαίνει λέβελ, φτάνοντας στην επικοινωνιακή ολοκλήρωση.
Που είσαι μωρή τσιμούχα
Ελα μωρή κελεμπία
Καλά;
Καλά!
Που γυρνάς μωρή φελούκα, σε φάγανε οι γκόμενες και χάθηκες
Ααααααααααααντε μωρή γλυμούτσα, τα μάθαμε και τα δικά σου
Αραξε το όχημα να πιούμε καμμιά μπύρα να δροσιστούμε.

(από Khan, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified