Further tags

Επιθετικός προσδιορισμός που δηλώνει αυτόν που θέλουμε να τον φτύσουμε, τον κατάπτυστο. Προέρχεται από την αντίδραση γκόμενας μετά από εκσπερμάτιση στο στόμα της, η οποία αντί να καταπιεί το περιεχόμενο ως είθισται, το έφτυσε επειδή της φάνηκε ότι δεν είχε αποδεκτή γεύση, ότι ήταν πικρό.

Προχθές τράκαρα στο δρόμο τον μαλακισμένο τον Βάσο. Μιλάμε δε θέλω ούτε να το βλέπω το πικρόχυσο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απευθύνεται σε κάποιον μεγαλύτερης ηλικίας από τη δικιά μας, που θέλουμε για οποιοδήποτε λόγο να τον βρίσουμε.

Έχουμε ανάψει τα αλάρμ για να παρκάρουμε, αλλά πίσω μας ένας οδηγός γύρω στα πενήντα έχει ξεσκιστεί στο κορνάρισμα. - Σκάσε ρε μαλάκα! Κάτσε πρώτα να παρκάρω, και μετά θα κατέβω να σε γαμήσω, κωλόγερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τον παίρνει σε υπερθετικό βαθμό, ο γκέουλας, το καραπουσταριό, η κραγμένη αδερφάρα.

Στο κλαμπ ο γκέι βλέπει ένα τεκνό και νιώθει την ανάγκη να του μιλήσει:
- Καλέ πώς σε λένε χρυσό μου, εσένα κάπου σε ξέρω...
- Άει γαμήσου ρε τομπαίρνουλα, που θα μου την πέσεις μέσα στο μαγαζί εμένα, τον πρώτο γαμιά της Πετρούπολης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκρως υποτιμητικός χαρακτηρισμός αποκλειστικά παθητικού ομοφυλόφιλου από άλλους ομοφυλόφιλους οι οποίοι είναι ή μόνο ενεργητικοί ή, το πολύ πολύ, βερς.

Η λέξη προκύπτει από το αγγλικό bottom = ο από κάτω, με την προσθήκη της κατάληξης -ιέρα. Ωσεκτουτού κλίνεται όπως π.χ. τα ψωμιέρα, σιφονιέρα και μπετονιέρα.

  1. (Από http://the-wrong-guy.blogspot.com)
    Σιχαινόμαστε στους άλλους πράγματα που ενδόμυχα γνωρίζουμε πως βρίσκονται μέσα μας. Εκνευρίζομαι πολύ με τους ψυχαναγκαστικούς γιατί και εγώ σε μερικά πράγματα θέλω να υπάρχει μια σειρά. Πάρε για παράδειγμα αυτές τις σιχαμένες τις ομοφοβικιές. Γιατί ταράζονται τόσο όταν αντιλαμβάνονται ένα γκέι; Διότι κατά βάθος αντί για αντρουά μάγκες όπως αυτοχαρακτηρίζονται είναι μποτομιέρες του ελέους.

  2. (Από http://raptusr.blogspot.com)
    Με τους κοιλιακούς μου και το παραμύθιασμα μου τους έχω γαμήσει όλους. Κώλο για κώλο δεν άφησα. Μπορώ να πω, είμαι ο γαμιάς της Θεσσαλονίκης. Όπως επίσης και ο καλύτερος στο να αποφεύγω τις σχέσεις. Όλες οι μποτομιέρες θέλουν σχέση τόσο απεγνωσμένα, που με το παραμικρό χάδι και με λίγα γλυκόλογα σου κάθονται ασυζητητί. Η Θεσσαλονίκη είναι ο παράδεισος μου. Άσε που έχει περισσότερους bottoms από tops, το αντίθετο με την Αθήνα δηλαδή, σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός φίλου μου, που σημαίνει πως θα έχω να γαμάω εις τον αιώνα τον άπαντα.

(από Khan, 03/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό, συνώνυμο του προδότης. Χρησιμοποιείται μόνο στο αρσενικό. Ποιος ξέρει γιατί...

Μην τον εμπιστεύεσαι τον μαλάκα, δεν είναι φίλος, είναι φίδης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρε πούστη. Έτσι απλά. Επειδή ο νεοέλληνας βαριέται ακόμα και να ξύσει τον κώλο του, σίγουρα θα του κάνει κόπο να πει ολόκληρη τη λέξη. Με μία κίνηση λοιπόν πετάει έξω όλα τα φωνήεντα.

Στο δρόμο περπατούν δύο φίλοι.
- Ωχ, όχι ρε πστ! Ξέχασα τα κλειδιά του αυτοκινήτου!
- Μπράβο μαλάκα! Πήγαινε τώρα ένα χιλιόμετρο δρόμο να τα πάρεις για να μάθεις άλλη φορά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηλικιωμένη γυναίκα με οικολογική συνείδηση.

Ή, όπως λέει κι ένα μάλλον παλιό ανέκδοτο: «Πώς λέμε μια γιαγιά που αγαπάει τη φύση; Οικολόγρια!».

Ή, λίγο καλύτερο: «Πώς λέμε έναν οπαδό του Ηρακλή που έχει οικολογική συνείδηση; Οικολόγρια»!

Προφανώς απαξιωτικός χαρακτηρισμός. Μην τον πείτε στη γιαγιά σας.

  1. Πιο όψιμη τέλος, είναι η υποκρισία της οικολογιολατρείας, θυμάμαι και γελάω όταν πρωτοεμφανίστηκε ο όρος κάπου στα 80΄ς που λέγαμε «κοίτα ρε μια οικολόγρια». (Από www.musicheaven.gr)

  2. Μεγάλη ζημιά κάνουνε στην ετοιμοθάνατη πατρίδα μας τα εισαγόμενα χούγια και τα τερτίπια των άτακτων τουριστών. Ένα παράδειγμα θα δώσω. Έχει αλλάξει δραματικά η συμπεριφορά στις γάτες. Έρχεται η κάθε ξενέρωτη φιλόζωος τουρίστρια και κακομαθαίνει τα πρώην ατίθασα αιλουροειδή της ελληνικής υπαίθρου. Πού πας, μωρή οικολόγρια; (Από www.tzimakos.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απο το γαμώ και το πούστης. Χωρίς ιδιαίτερη ερμηνεία, αυτή η λέξη απλά υπάρχει. Λίγο η εξύβριση, λίγο το πουστριλίκι, κάνει τη δουλειά της. Λέγεται ευχάριστα απο μικρούς και μεγάλους. Το καλύτερο είναι στην κλητική όπου μπορείς να το μεταμορφώσεις σε γαμόπουστε.

Στην οδήγηση:
- Κοίτα τον γαμόπουστα μας πήρε το πάρκινγκ.
- Ώχ, κοίτα ένα γκομενάκι αριστερά!

Στο γήπεδο
- ΓΑΜΟΠΟΥΣΤΕ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλικιωμένος, ο γέρος, ο μπάρμπας, αυτός με το ένα πόδι στον τάφο και το άλλο στο σαπούνι, ο υπερήλικας, γενικά όποιος είναι σε πολύ άσχημη φυσική κατάσταση.

- Κοίτα το χούφταλο με το πιπίνι. Αυτός ρε φίλε είναι με το ένα πόδι στον τάφο...
- Έτσι είναι φίλε μου, βλέπεις τι κάνει το χρήμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και το κλάμπανος χρησιμοποιείται ως συνώνυμο και μάλλον εμφατικό του κλαπαρχίδας (αλλά βλέπε και κλάπαρχος). Το κλαπανάρας απαντά με μια μάλλον κωμική διάθεση, ενώ το κλάμπανος κλίνει προς τον εκνευρισμό.

Η ηχητική ικανοποίηση του χρήστη των λέξεων αποτιμάται ως μάλλον υψηλή.

  1. -Τι λε ρε κλάμπανε που θα κλείσεις το γκισέ πριν κάνεις τη δουλειά. Μια σφραγίδα σου ζητάμε, και στην τελική να το έλεγες πριν φάω μία ώρα στην ουρά.

  2. -Τι άθλιο ανέκδοτο είπε πάλι ο κλαπανάρας ρεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified