Μάλλον τοπικό (Κρήτη, Χανιά), αυτός που φλυαρεί και λέει βλακείες, ή και τα μασάει, εν μέρει συνώνυμο του χαλικούτης, χαλικουτίζω.
- Μίλα καθαρά ρε αμπλαούμπλη, τί σού 'πε δηλαδή και παρεξηγήθηκες;
Μάλλον τοπικό (Κρήτη, Χανιά), αυτός που φλυαρεί και λέει βλακείες, ή και τα μασάει, εν μέρει συνώνυμο του χαλικούτης, χαλικουτίζω.
- Μίλα καθαρά ρε αμπλαούμπλη, τί σού 'πε δηλαδή και παρεξηγήθηκες;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σακαφιόρα είναι το χαλασμένο σύκο. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη σκάρτη γυναίκα.
Αει μωρή σακαφιόρα!
Got a better definition? Add it!
Ο γελοίος και σιχαμένος καραγκιόζης, ο μαλάκας, ο νταλάρας. Κατά το αγγλοσαξωνικό asshole.
«Τα κωλοτρυπίδια να βαράνε τις σάλπιγγες
Και τα μυγοχέσματα να δίνουν εντολές
Να ρυθμίζουν με σφυρίχτρα το εν-δυο οι μικροτσούτσουνοι
Το πόδι να βαράνε οι το στανιό μου μέσα»
Υβρεοπομπή, Φοίβος Δεληβοριάς.
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, πελοποννησιακής προελεύσεως. Αναφέρεται σε άτομο που φέρεται περίεργα και τον οποίο ελάχιστοι συμπαθούν. Η έκφραση χρησιμοποιείται κατά κόρον από Πελοποννήσιους.
Εεεεεεεεε, που πας ρε αρχίδα, κοίτα μπροστά σου, θα σκοτώσεις κανά άνθρωπο!
Got a better definition? Add it!
Περισσότερο light και λιγότερο βλάσφημη απόδοση του «γαμώ την Παναγία μου», η οποία επιτρέπει στο χριστεπώνυμο πλήθος να εκτονώνεται χωρίς όμως να καίει το μεταθανάτιο πολιτικό του κεφάλαιο.
Παραλλαγές περιλαμβάνουν το γαμώ την πανακόλα καθώς και το «γαμώ τον Αγιατολλάχ μου» που οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται από τα χρόνια της Ισμαμικής Επάστασης στο Ιράν.
«Τα μουνιά καπέλα, οι πάρε τ΄ αρχίδια μου
Οι την Παναχαϊκή μου και τα χεζοβολιά
Να ακολουθούν τα παινεμένα μουνόπανα
Του κώλου τα εννιάμερα κι οι γάμησέ τα»
Υβρεοπομπή, Φοίβος Δεληβοριάς
Got a better definition? Add it!
Σύνθετος υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τον ομοφυλόφιλο άνδρα, από τις λέξεις σούφρα και μηλιά. Πιθανώς προέρχεται από τη δεκαετία του '60, όταν η γκροτέσκα φιγούρα του Τάκη Μηλιάδη υποτίθεται ότι καθρέφτιζε τους ομοφυλόφιλους. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως συνώνυμο του πονηρούλη και μουλωχτού.
Ώστε έτσι μωρή σουφρομηλιά... Μίλησες ήδη με τον προϊστάμενο για την άδειά σου και δεν μάς είπες τίποτα...
Got a better definition? Add it!
Μία από τις αγαπημένες λέξεις του Βύρωνα Πολύδωρα. Η ρίζα της λέξης ανάγεται στην αρχαιότητα και αναφέρεται σε μία μάσκα που παρίσταινε τη λυκόμορφη Μορμώ, ένα πλάσμα άσχημο και ποταπό. Η Μορμώ ήταν ο πρόγονος του σημερινού Μπαμπούλα, βρώμικη, επικίνδυνη και αποκρουστική, φόβητρο για τα παιδάκια που δεν έτρωγαν το φαΐ τους!
Δεν θα επιτρέψω σε κανένα μορμολύκειο της παράταξης που στα δύσκολα χρόνια της αντιπολίτευσης κρυβόταν, να διεκδικεί εύσημα προσφοράς στο κόμμα.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που άκουσα από την γιαγιά μου και μεταφράζεται ως αυτός που κουνάει τον κώλο του δεξιά και αριστερά, σαν καμπάνα, όταν περπατάει.
Για τηράτε τον μουρλοθοδωρή τον καμπανόκωλο, πως τον πάει τον κώλο του πέρα δώθε ο άτιμος. Ου στου διούλου...
Got a better definition? Add it!
Μία κλίμακα πάνω από τον αρχιμαλάκα, λέξη που συνδυάζει δύο διαφορετικές: τον μαλάκα και το μίασμα.
Φύγε από εδώ ρε μαμία, που θα μας κάνεις και κήρυγμα. Άντε μην τα πάρω...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που πιστεύει και υπηρετεί τον πούτο, το μουνί στην κυπριακή. Ιδιαίτερη σημασία έχει η κυπριακή προφορά της λέξης, που αν προσπαθήσουμε να την αναπαραστήσουμε γραπτώς θα ήταν κάπως έτσι: πππππουτττόππππιστος.
Συνώνυμα: μουνοείλωτας, μουνόδουλος
- Θα 'ρθεις στου Κώστα το βράδυ; Παίζει ο Θρύλος και έχουμε κανονίσει π. μπ. μπ.
- Δε νομίζω ρε, θα πάμε με την Αννούλα σινεμά, στο καινούριο της Μεγκ Ράιαν…
- Πόσο πουτόπιστος μπορεί να είσαι…
Σχετικά: μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, χαζομούνης
Got a better definition? Add it!