Άσχημη γυναίκα.
Μπότα η γκόμενα που μου γνώρισες, μαλάκα!
Άσχημη γυναίκα.
Μπότα η γκόμενα που μου γνώρισες, μαλάκα!
Got a better definition? Add it!
Βλ. και μποχλάδα / μποχλάδω
Got a better definition? Add it!
Ο χαζός άνθρωπος, χωρίς ίχνος εγκεφαλικών κυττάρων. Πιο τούβλο και από το πυρότουβλο! Είναι χαζός σε τέτοιο βαθμό που σπάει τα νεύρα όλων όσων βρίσκονται σε ακτίνα 3 μέτρων.
Η λέξη είναι συνδυασμός του «(νοητικά) ανάπηρος» και «-ίδης» που είναι η τραντίσιοναλ κατάληξη επιθέτου κάποιου που είναι Πόντιος (φημίζονται και καλά για την χαζομάρα που τους δέρνει). Άρα μπορούμε να πούμε ότι είναι δυο φορές χαζός.
— Οπότε ποια είναι η περίοδος Γιάννη;
— Εεε... 3 πι τέταρτα;
— ΚΑΛΑ ΡΕ, ΕΙΣΑΙ ΑΝΑΠΗΡΙΔΗΣ;!!! ΜΙΣΗ ΩΡΑ ΤΟ ΛΕΩ! 2 ΠΙ ΓΑΜΩΤΟ!
Καλά μιλάμε ο Τηλέμαχος είναι σωστός αναπηρίδης! Προσπαθούσε επί 5 λεπτά να ανοίξει το αμάξι του με τα κλειδιά του σπιτιού!
Got a better definition? Add it!
Ο άξεστος, ο βλάκας που δε σκέφτεται.
Βγαίνει από τα επιφωνήματα «ουγκ!, αούγκα!, ου!» που είναι και καλά η φωνή του γορίλλα ή γλώσσα επικοινωνίας ενός ιθαγενή.
- Ναι ρε! Μας αδίκησε η διαιτησία! Το πέναλτι μούφα! Μπλα μπλα κόκκινη ήταν κανονικά! Mπλα μπλα ΔΟΞΑ ΚΩΛΟΠΕΤΕΙΝΙΤΣΑΣ ΡΕ!!!
- Σκάσε πια ρε αούγκανε, μας τα έχεις πρήξει με τις πίπες σου πρωινιάτικα! Άσταδιάλα!
- Εσύ τι είσαι;! Τσουτσέκι Πανβυζαϊκός;!!
- Ρε α πάαινε απο 'δω...
Got a better definition? Add it!
Ο εξτρήμ γύφτος, με δυο έννοιες:
Εκ του γύφτος ( < αρχ. Aἰγύπτιος).
- Ο σωστός Γύφτουλας κυκλοφορεί πάντα με έναν ολόκληρο στρατό μικρών νομισμάτων (όταν λέμε «μικρά», εννοούμε το πολύ 5λεπτα…). Έτσι, όταν φτάνει η σειρά του να πάρει εισιτήριο, αρχίζει να μετράει: «1 λεπτό, 2 λεπτά, 4 λεπτά, 6 λεπτά…», αναγκάζοντας τους υπόλοιπους δύσμοιρους που περιμένουν εισιτήριο να χάσουν τουλάχιστον κανά-δυο δρομολόγια…
(από τον «Δωδεκάλογο του Γύφτουλα», εδώ)
- « … Εις μνήμην (του τάδε) και αντί στεφάνου, ο κ. και η κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μάς απέστειλαν 200 ευρώ υπέρ της ACTION AID» (Εφημ. «Εστία»)
(Και) πού στέλνει την δωρεά του (…) ο βρικόλακας Μητσοτάκης: Στην μη Κυβερνητική Οργάνωση «ACTION AID» της κορούλας του, Αλεξάνδρας! Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, δηλαδή ... Τόσο γύφτουλας είναι ο Μητσοτάκουλας: Ακόμη και τις δωρεές του εις μνήμην των φίλων του, τις στέλνει στην κορούλα του!
(από βλόγιο μάλλον γύφτουλα, εδώ)
Got a better definition? Add it!
Κάποτε δεν υπήρχαν οικιακές συσκευές όπως πχ τα πλυντήρια πιάτων και ρούχων. Ως εκ τούτου χρειαζόντουσαν ανθρώπινα χέρια. Ακόμα κι ένα μικροαστικό σπίτι όπως αυτό του Κάφκα είχε υπηρετικό προσωπικό, ήτοι μια πλύστρα και μια μαγείρισσα οπωσδήποτε. Όσο πιο πλούσιος ήσουν, τόσο πιο πολλά άτομα είχες να σε υπηρετούν.
Όσο πιο παλιά πάμε στον χρόνο, τόσο πιο συνηθισμένο ήταν να αντιμετωπίζονται οι υπηρέτες σαν τα αντικείμενα με τα οποία αντικαταστάθηκαν στις μέρες μας... Ο υπηρέτης όφειλε να υπακούσει λες και του πάταγες το ον/οφ κουμπάκι του. Πολλοί νοικοκυραίοι ήταν καλοί και το υπηρετικό προσωπικό έβρισκε μια καλή δουλειά δίπλα τους. Όταν όμως δεν συνέβαινε αυτό (πράγμα όχι σπάνιο), ο υπηρέτης υφίστατο την κακομεταχείριση και τις προσβολές των κυρίων του.
Τότε ήταν που λογαριάζονταν ως δούλος, ακόμα πιο δούλος από αυτόν των αρχαίων χρόνων (όπου η λέξη δεν είχε τη σημερινή βαρύτητα, ήταν αυτό που ήταν χωρίς την κοινωνική κριτική που φέρει σήμερα).
Οι ελληνίδες κυρίες, αφότου έπαψαν να σκουπίζουν τον κώλο τους με πέτρες και φύλλα, αποφάσισαν ότι είναι ισάξιες των ευρωπαίων οικοδεσποινών, οι οποίες, παρά την αποτρόπαιη σνομπαρία τους, αν μη τι άλλο είχαν και μια παράδοση στην αριστοκρατοσύνη τους και δεν είχαν ανέβει απότομα αυτό το σκαλί (άσε που η αριστοκρατία της Δύσης έδωσε, εκτός από καταπίεση, και μια ώθηση προς το πολιτισμικότερον, ενθαρρύνοντας την τέχνη, το πνεύμα κλπκλπ: μην ξεχνάμε ότι ο γαλλικός Διαφωτισμός τράφηκε στους κόλπους της).
Όταν λοιπόν οι ελληνίδες κυρίες αποφάσισαν ότι είναι ανώτερες των υπηρετών τους, άρχισαν να εμφανίζονται στα ελληνικά οι προσβλητικές λέξεις: «το δουλικό», «το δουλί», «το λαδικό». Λέξεις σε ουδέτερο γένος άρα πιο προσβλητικές (φέρνει πιο πολύ σε αντικείμενο), καίτοι αναφερόμενες πάντα σε γυναίκες, πρώτον γιατί το γυναικείο μένος ξεσπά συνήθως ενάντια στο ίδιο φύλο, δεύτερον γιατί άντρες υπηρέτες δεν υπήρχαν πολλοί.
Εκτός από τους έτσι κι αλλιώς παλαιάς κοπής πλουσιέξ, η σημερινή πλουτοκρατία νέας κοπής, μεταξύ των οποίων και πολλά ψάθινα καπέλα που το παίζουν δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα, πνεύμα, τέχνη, κλπκλπ αλλά μεγαλώνουν τα παιδιά τους με Φιλιππινέζες τις οποίες τραβολογούν και στις διακοπές μαζί τους, αυτή η φάρα ελλήνων που δεν πληρώνει το ΙΚΑ στην οικιακή βοηθό, που την έχει δει αριστοκρατία με πισίνες και βιλάρες, που καταξοδεύεται στα κομμωτήρια και στα μπουζούκια και στο θέατρο, που με το που μπαίνει η νέα σεζόν αδειάζει τα ράφια των καταστημάτων ένδυσης, που οδηγεί τσερόκι, που είναι μες την κομπίνα και τη λαμογιά, που που που που που, έχει αναπτύξει νέα καλολογικά επίθετα για το είδος: ξεκινάμε από το μαλακό «παραδουλεύτρα» (πάει εκείνο το παλιό «ψυχοκόρη») και μετά πάμε κατευθείαν στα «δουλάρα», «δούλα», Φιλίππα, «Αλβανό», ξεσκατώστρα, παραπουλεύτρα κλπ.
Οι λέξεις αυτές δεν υποτιμούν απλώς το επάγγελμα και την κοινωνική θέση των γυναικών αυτών, αλλά και τον χαρακτήρα τους σε σχέση με αυτά των κυριών τους πάντα... Έτσι πχ η λέξη «λαδικό» σημαίνει και την πονηρή, την πουτανόψυχη, την δευτεράντζα, την πρόστυχη, κλπ (παρ.4).
Τέλος, τα καλολογικά αυτά επίθετα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και από κάποιον που δεν τα εννοεί, αλλά θέλει να δείξει τον τρόπο έκφρασης των νεόπλουτων αυτών οικογενειών (παρ.1)
Κατάλαβες η Αντωνία; Και καλά κουλτούρα να φύγουμε, αλλά να η αμαξάρα, να το γκαζόν στο εξοχικό της στο ξερονήσι, έχει και το δουλικό να της βαστάει το μωρό να μην ασχολείται, και το παίζει και κουρασμένη κι από πάνω, καλό ε;;;;
- Ωχ! Έριξα κάτι ψίχουλα στο πάτωμα... Κάτσε να τα μαζέψω μην τα πατήσουμε.
- Ε πάρε και συ μια δούλα καλέ να σε βοηθάει να κάνεις το σπίτι, χαζή είσαι;
Δε φτάνει που μου την έσπασε τη τζαμαρία, αλλά μου την είπε κι από πάνω η δουλάρα κι έφυγε, κι έμεινα χωρίς βοήθεια!
- Καλό κοριτσάκι η Στέλλα.
- Είναι ένα λαδικό αυτή...
Got a better definition? Add it!
Άλλη μια κουργιαλοσλανγκιά, η οποία μπορεί να ακουστεί και από τη νεολαία των πόλεων της Κρήτης μέσω της διαδικασίας που σε άλλο λήμμα έχω περιγράψει ως «τ΄ ακούω στο χωριό μου στα Ηρακλειώτικα: χωρζό μου το λέω στο σκολειό μου».
Το ρήμα προέρχεται από τη ζωή του βοσκού, και πρόκειται για την ακινητοποίηση των αρνιών και προβάτων, προκειμένου αυτά να κουρευτούν (συνήθως) ή να σφαγούν (σπανιότερα), που γίνεται «καβαλίκεμα» του οζού και δέσιμο όλων (συνήθως) ή των τριών (σπανιότερα) ποδιών τους (όπως στοtie-down roping του ροντέο, απλά χωρίς το άλογο, τα stetson, το λάσο, το μοσχαράκι, το χρονόμετρο, αλλά με άτυπη τουλάχιστον επιτροπή Κρητών, βλ. παρακάτω). Το τοπίο μιας μάντρας κατά τη διάρκεια μιας κουράς είναι κατάσπαρτο με μπουζιαζμένα οζά που περιμένουν τη σειρά τους για να κουρευτούν, βελάζοντας απελπισμένα.
Το μπούζιαζμα ένας έμπειρος και ικανός βοσκός το ξεπέταει, χωρίς να δίνει σημασία στις διαμαρτυρίες του ζώου, το οποίο μόλις ακινητοποιήσει αφήνει κάτω στο έδαφος τρομαγμένο. Η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα εκτιμάται από την ομήγυρη των βοσκών (οι κουρές γίνονται από τους βοσκούς του χωριού συλλογικά και εκ περιτροπής) και είναι μια σχεδόν τελετουργική διαβατήρια δοκιμασία για τον νεαρό βοσκό - ο οποίος, όμως, σύντομα θα πρέπει να μάθει και να κουρεύει, που είναι εργασία ακόμα πιο υψηλής σχετικά εξειδίκευσης.
Το μπούζιαζμα δηλώνει απόλυτο έλεγχο επί του ζώου και κατά μια έννοια επιβεβαιώνει κάθε χρόνο την εξουσία του βοσκού πριν τη τελική της επικύρωση, τη σφαγή, όχι ότι αυτή η εξουσία τίθεται εν αμφιβόλω, απλά η εικόνα του άθλιου μπουζιαζμένου αμνού εικάζω ότι λειτουργεί διαπαιδαγωγικά έτσι σε ένα subliminal επίπεδο για τους νέους βοσκόπαιδες, χιλιετίες τώρα.
Το μπούζιαζμα ως απειλή εναντίον ανθρώπων ακούγεται στον προφορικό λόγο συνήθως παιγνιωδώς. Είναι πιο ελαφρύ από άλλες απειλές που ενέχουν τα Θεία ή τα γενετήσια ή αίματα και ο μπουζιαζμένος άνθρωπος είναι αρκετά κωμικός ως εικόνα - δείξτε λίγο κατανόηση για το τι θεωρεί αστείο ο βοσκός. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με τους μάτσο όρους που δηλώνουν εντοπιότητα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε σοβαρή απειλή.
Στην Ανατολική Κρήτη συνήθως προφέρεται μπουζάζω.
Η ετυμολογία ενδιαφέρουσα: σύμφωνα με το γλωσσάρι του Ξανθινάκη από το μπούζ(ι)ουνας, που ήταν στα χειρόδετα σακιά η δεσιά στις 4 άκρες τους (λέγεται και η φράση ακόμα «μπούζιαξε τα τσουβάλια»), το οποίο μπούζιουνας < μεσαιωνικό βύζουνας < αρχαίο ρήμα βύω = εξογκούμαι, απ΄ το οποίο και τα βυζιά.
- Θα σε γαμήσω ρε μαλάκα, άσ΄ το κράνος...
- Άμα σε μπουζιάξω, θα σου πω εγώ ποιο θα γαμήσεις...
- Θα με γράψεις λέει; Γιάε [δες] τονε μωρέ απού γράφει, ίντα μρε θα γράψεις, άμε στο διάολο λείπε με [απάλλαξε με από την ενοχλητική παρουσία σου]...
- Τρελός είστε κύριε; Είμαι υποχρεωμένος από την υπηρεσία μου...
- Ίντα ναι μωρέ ετανά τα γίβεντα, δημοτική αστυνομία... Μωρέ ξεφτιλισμένε άσ΄ το μωρέ διάολε το ντεφτέρι να σου πω.. μωρε πούστη γράφεις; Δε με γνοιάζει μωρέ κερατωμένε κερατά να σε βάλω κάτω να σε μπουζιάξω κι ετέ να σου παίζω λαχτές με την αρβύλα ώστε να πεις κυρελέησον...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κλασική rude / μάγκικη επίπληξη, η οποία προφανώς προκύπτει από τη λέξη «ίσια». Σαν να λέμε επιτακτικά σε κάποιον να κάτσει καλά, να ηρεμήσει, or else...
Ακολουθείται συχνά από το «μωρή» συν κάποιον ταιριαστό χαρακτηρισμό (λ.χ. «χαμούρα»).
- Καλά στραβός είσαι; Δε βλέπεις το κόκκινο;
- Ίσα μωρή χαμούρα, που θα με πεις και στραβό… Α πάνε πλύνε κάνα πιάτο, μουλάρα...
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες κοψοψώληδων:
Τα τελειωμένα τραβέλια που έχουν αποβάλει χειρουργικά και το τελευταίο υπόλειμμα του ανδρισμού τους.
Οι έχοντες περιτετμημένο πέοντα. Στην ψωρογιώργαινα η πρακτική περιορίζεται σε εβραίους και μουσουλμάνους, ή σε άτομα που υπέφεραν από φίμωση. Στις χώρες τις Σουηδικής Αραβίας είθισται τα ευσεβή κορίτσια να είναι επίσης κοψομούνες. Η περιτομή για μη θρησκευτικούς λόγους συνηθίζεται σε χώρες όπως τις ΗΠΑ, τις Φιλιππίνες και την Ν. Κόρεα.
- ΜΩΡΗ ΤΡΑΒΕΣΤΙ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΑΙΜΑ ΔΙΧΑΣΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΠΡΩΤΑ ΤΙ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ ΟΠΙΣΘΟΚΙΝΗΤΗ «ΕΡΙΝΥΑ» ΤΟΥ ΜΑΓΑΡΙΣΜΕΝΟΥ ΠΡΩΚΤΟΥ ΣΟΥ, ΜΕΤΑΝΙΩΜΕΝΟΣ ΚΟΨΟΨΩΛΗΣ, ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΘΑΜΩΝΑΣ, ΑΕΡΟΓΑΜΗΣ ΟΙΩΝΟΣΚΟΠΟΣ, ΑΡΙΣΤΕΡΟΔΕΞΙΟΣ ΨΑΛΤΗΣ, ΑΝΩΝΥΜΗ ΚΑΡΙΚΑΤΟΥΡΑ, Ή ΑΠΛΩΣ ΕΝΑΣ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΙΚΟΣ ΜΑΛΑΚΑΣ.
(Παραλήρημα από εδώ)
- Λάουρα: Ρε συ έχεις κάνα νέο από τον Πέρι; Έχασα κάθε επαφή από τότε που πήγε για ειρηνευτική αποστολή στην Δυτική Όχθη…
- Λίλιαν: Μην ανησυχείς, έστειλε email. Κατάφερε λέει να προσεγγίσει τις αντιμαχόμενες γκέι κοινότητες και να οργανώνει ροζ διακοινωτική σύνοδο ΛΟΑΤ στην Ιερουσαλήμ! Μάντεψε πώς τα κατάφερε;
- Λάουρα: Μη μου πεις...επιδεικνύοντας κάτι που τα αντίπαλα στρατόπεδα δεν είχαν ξαναδεί;
- Λίλιαν: Είσαι γάτα! Τον βλέπω με το φετινό Βραβείο Ειρήνης...
Δες και -ψώλης.
Got a better definition? Add it!
Ειρωνικά ή προεδρική φρουρά, οι εύζωνοι, οι τσολιάδες. Συνήθως χρησιμοποιείται υποτιμητικά από άλλα ταλαίπωρα στρατιωτικά σώματα, π.χ. στρατονόμοι, λοκατζήδες, βατράχια κλπ.
Προφανώς ο χαρακτηρισμός έχει να κάνει τόσο με την ένδυση των ευζώνων (κολάν, φουστανέλα, φούστα κλπ), όσο και με τις κινήσεις τους.
Πήγαμε «Χαλύβδινο Θώρακα» και μας φέραν και τα μπολσόι.
- Τον Γιάννη τον πήραν στα μπολσόι.
- Αποκλείεται! Αφού είναι πιο κοντός από μένα...
Πάμε στο Σύνταγμα να κάνουμε χαβαλέ στα μπολσόι;
Got a better definition? Add it!